Το άρθρο του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων Α. Γεωργιάδη, στο προχθεσινό φύλλο του «Φιλελεύθερου», βοήθησε στα να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Ο υπουργός που ήδη από τον Μάιο του 2020 είχε παρουσιάσει τα προγράμματα στήριξης των επιχειρήσεων που πλήττονται από τη υγειονομική κρίση λόγω του κορονοϊού, ξεκαθάρισε τις σχέσεις ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στις τράπεζες.
Τον Μάιο του 2020, είχε αναφερθεί στα προγράμματα του Ταμείου ΤΕΠΙΧ ΙΙ μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας, στα προγράμματα εγγυοδοσίας, στα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών για έργα στην ενέργεια, στην κυκλική οικονομία και στις κρίσιμες υποδομές, στη δημιουργία πιλοτικού προγράμματος συν-επενδύσεων επιχειρηματικών αγγέλων σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, στη δημιουργία project preparation facility για συντονισμό και χρηματοδότηση ωρίμανσης μεγάλων και στρατηγικών έργων υποδομής, στο πρόγραμμα soft financing για νεοφυείς καινοτόμες επιχειρήσεις, στην αύξηση δημόσιας συμμετοχής στο EquiFund, στη συγχρηματοδότηση μαζί με πιστωτικά ιδρύματα σε στρατηγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας και στο συνεπενδυτικό κεφάλαιο για equity, για την προσέλκυση ξένων θεσμικών επενδυτών με στόχο τη χρηματοδότηση γρήγορα αναπτυσσόμενων ελληνικών επιχειρήσεων. Είχε αναφερθεί στα έργα ΣΔΙΤ, στις ειδικές συνεργασίες με την ΕΙΒ και την EBRD, στα 40 μεγάλα έργα με προϋπολογισμό 6 δισ. ευρώ και σε όλες τις δράσεις που έβγαζε από τη φαρέτρα της η κυβέρνηση στη μάχη κατά της οικονομικής ύφεσης λόγω της υιοθέτησης του lock down.
Ως εδώ καλά. Όμως μετά ο υπουργός είχε αναφερθεί στην παρακολούθηση της πορείας «που το τραπεζικό σύστημα παρέχει αυτά τα δάνεια σε επιχειρήσεις της χώρας, την ταχύτητα και το σε ποιες επιχειρήσεις πηγαίνουν τα χρήματα αυτά και εφόσον τα έχουν πράγματι ανάγκη για να μπορέσουν να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη λειτουργία τους». Είχε αναφέρει επίσης ότι σέβεται απόλυτα την ανεξάρτητη λειτουργία των τραπεζών και ότι όλοι αντιλαμβάνονται ότι οι τράπεζες οφείλουν να έχουν τραπεζικά κριτήρια τα οποία θα προστατεύσουν τους καταθέτες και θα προστατεύσουν και τους μετόχους τους. Επίσης ενθάρρυνε όλα τα τραπεζικά στελέχη και όλες τις διοικήσεις των τραπεζών να μην εξαντλούν σήμερα την αυστηρότητά τους ή τη γραφειοκρατία τους πάνω σε αυτά τα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Το μήνυμα αυτό, ίσως ήταν λίγο ασαφές. Όμως επί του πρακτέου η κυβέρνηση μαζί με την Αναπτυξιακή Τράπεζα είχαν μειώσει τότε κατά 50% τα αρχικά δικαιολογητικά που προέβλεπαν οι νόμοι και οι αποφάσεις, για να γίνει η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε αυτά τα χρηματοδοτικά εργαλεία πολύ πιο εύκολη και πολύ πιο γρήγορη, οπότε αρκετοί ερμήνευσαν κατά το δοκούν τις κυβερνητικές προθέσεις.
Έτσι ένα μεγάλο κομμάτι της αγοράς εστίασε περισσότερο στην φράση ότι ζητήθηκε από «τα τραπεζικά στελέχη και όλες τις διοικήσεις των τραπεζών να μην εξαντλούν σήμερα την αυστηρότητά τους», νομίζοντας ότι ο υπουργός έκλεινε το μάτι στην παράκαμψη των τραπεζικών κριτηρίων. Νομίζοντας ότι ο υπουργός θα πίεζε τις τράπεζες στο όνομα της έκτακτης κατάστασης, ώστε να χρηματοδοτηθούν και όσοι αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις τραπεζικές απαιτήσεις.
Έτσι παρακολουθήσαμε όλη αυτήν την περίοδο ολόκληρους επαγγελματικούς κλάδους να διαμαρτύρονται για τον αποκλεισμό τους από το τραπεζικό σύστημα. Ταυτόχρονα πολλοί κατηγορούσαν την κυβέρνηση που δεν στεκόταν στο πλευρό των μικρών επιχειρήσεων. Και δεν αναφερόμαστε στους γνωστούς κύκλους που κατηγορούσαν τον υπουργό για κρατικό παρεμβατισμό όταν καλούσε τις εμπλεκόμενες πλευρές για να βρεθεί μια οριστική και βιώσιμη λύση στην υπόθεση της Creta Farms. Ούτε αναφερόμαστε στα ηγετικά στελέχη της αντιπολίτευσης που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα περί τραπεζικής και χρηματοικονομικών.
Αναφερόμαστε στους επιχειρηματίες των μικρομεσαίων, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Όλοι αυτοί θα έπρεπε να έχουν διαβάσει και μελετήσει το άρθρο του υπουργού με ιδιαίτερη προσοχή. Το γεγονός ότι από τις εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, μόλις είκοσι χιλιάδες μπορούν να δανειοδοτηθούν, διότι μόνο αυτές πληρούν τα δεδομένα τραπεζικά κριτήρια είναι ενδεικτικό της κατάστασης της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας. Με την βοήθεια των εγγυήσεων του Δημοσίου, αυτός ο αριθμός θα διπλασιαστεί.
Στην κατηγορία της αντιπολίτευσης ότι «τα λεφτά τα πήραν οι μεγάλες επιχειρήσεις», δίνουν απάντηση τα ίδια τα δεδομένα των τραπεζών. Με βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα, μέσω του ΤΕΠΙΧ ΙΙ διατέθηκαν δάνεια ύψους 1,74 δισ. ευρώ σε 12.202 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και μέσω του Εγγυοδοτικού προγράμματος, δόθηκαν δάνεια ύψους 3 δισ. σε 5.409 επιχειρήσεις, εκ των οποίων καμία δεν ήταν από τις λεγόμενες μεγάλες. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις, εφόσον αξιολογηθούν, θα στηριχθούν από τον προϋπολογισμό και από άλλα εξειδικευμένα εργαλεία στήριξης.
Τέλος σε όσους είχαν την απαίτηση, οι επιχειρήσεις τους να στηριχθούν από τις τράπεζες, ο υπουργός απαντά, υποστηρίζοντας ότι «δάνειο που θα δοθεί από τράπεζα σε επιχείρηση, την οποία η τράπεζα αξιολογεί ότι δεν θα το αποπληρώσει, δεν συνιστά ενίσχυση. Είναι προϋπόθεση εθνικής καταστροφής στο μέλλον».
Εστιάζω σήμερα στο άρθρο του υπουργού, διότι διατυπώνει τις απόψεις που συζητούμε άνετα μεταξύ μας, όλοι όσοι ασχολούμαστε με τα χρηματοοικονομικά, τις χρηματοδοτήσεις και τα χρηματιστήρια. Όμως σπάνια, βλέπουμε επίσημες υπουργικές πένες να προσεγγίζουν με τέτοιο τρόπο την πραγματικότητα.
Για όσους θεωρήσουν ότι το άρθρο αυτό αποτελεί μια αγιογραφία του υπουργού, θα τους προλάβω και θα πω, ότι δεν έχω προσωπική επαφή ή σχέση με τον Άδωνι Γεωργιάδη και ότι τον έχω συναντήσει μόνο μια φορά στη ζωή μου, ως προσκεκλημένο της τηλεοπτικής εκπομπής «Τέτοιοι είναι».
* * *
Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.