Του Νότη Μαυρουδή
Ο Τζίμης Πανούσης έφυγε και πήρε όλα τα μυστικά μαζί του.
Έτσι γίνεται με τους ιδιαίτερα ταλαντούχους που βλέπουν τη ζωή από ένα πρίσμα το οποίο δεν βλέπουν οι άλλοι…
Είναι «μοναδικοί» αυτοί; Ναι, θα έλεγα ευθαρσώς. Διότι ο κάθε δημιουργός προσπαθεί, ψάχνει, μοχθεί για να φτιάξει ένα δικό του, ξεχωριστό δημιούργημα. Μια ιδέα, μια σκέψη, κάτι που να διαθέτει μια πρωτοτυπία, μια διαφορετικότητα, κάτι ανατρεπτικό, που να ταράζει τα λεγόμενα «λιμνάζοντα ύδατα»…
Ο Τζίμης, ο Τζιμάκος, ήταν, πώς να το κάνουμε, ξ ε χ ω ρ ι σ τ ό ς με τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούσε, ακόμα και με τον σωματότυπο που διέθετε… Κοντός, στρογγυλούλης, συνεσταλμένο πρόσωπο κρυμμένο μέσα στο μακρύ μαλλί, στη γενειάδα σε στιλ ιερέως… Αν κάποιος, που δεν τον γνώριζε, τον έβλεπε στο δρόμο, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί πως αυτό το… πλάσμα, θα έβγαζε από μέσα του τόσες σύνθετες σκέψεις, τέτοια και τόση ανατροπή, τόσο σαρκασμό, τόσο γέλιο, τόση… πλάκα!
Θέλω να… εξομολογηθώ πως δεν πάτησα το πόδι μου ποτέ σε κάποιο θέαμά του. Μου αρκούσαν τα βιντεάκια του στο internet και γέλαγα με την ψυχή μου. Γνωρίζω πως σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν κάποιος θέλει να απολαύσει περισσότερο τον κωμικό, τον σατυρικό λόγο τού δημιουργού, καλό είναι να τον δει ζωντανά, πάνω στη σκηνή, σε διάλογο με το κοινό του, να παρατηρεί πολλές λεπτομέρειες και τη σχέση του με τον κόσμο του.
Την ίδια συμπεριφορά κρατάω και με το γήπεδο. Είμαι φίλαθλος του καναπέ… Δεν έχω πατήσει το πόδι μου σε γήπεδο και χάνω ένα μεγάλο ποσοστό τού θεάματος.
Η ονομαζόμενη «όρθια κωμωδία» (stand up comedy) ήταν το ατού τού Τζίμη Πανούση. Δεν μπορώ να γνωρίζω με ποιο τρόπο επεξεργαζόταν το πλαίσιο και τις λεπτομέρειες της κεντρικής ιδέας που είχε αποφασίσει να αναπτύξει επί σκηνής, πριν βγει στη σκηνή. Υποθέτω, πως άφηνε σχεδόν τα πάντα στο παιχνίδι τού αυτοσχεδιασμού και της στιγμιαίας έμπνευσης. Περίμενε τη στιγμή, τη λεπτομέρεια, το πέταγμα ενός… κουνουπιού, την… συμμετοχική αντίδραση του κοινού, οτιδήποτε προκαλεί έκκριση σκέψης για να φτιάξει, ο ευφάνταστος και ταλαντούχος δημιουργός, επί τόπου το σενάριό του… Όρθιος, μπροστά στο μικρόφωνο και στο κοινό, θα απλώσει τον λόγο του τον οποίο ασφαλώς και θα… κεντήσει με τα προσωπικά του χρώματα, πάνω και πέρα απ' ό,τι έχει προετοιμάσει. Γι' αυτό και σπανίζουν οι τόσο ταλαντούχοι κωμωδοί. Δεν θα ήταν δυνατό να υπάρχουν πολλοί αριστοφανικοί αυτοσχεδιαστές…
Ήδη από τη δεκαετία τού '60 ο Σαββόπουλος ανέπτυξε με τον καιρό τη δική του δυναμική, η οποία, χωρίς να είναι ακριβώς σατυρική ή κωμική, ήταν αρκούντως καυστική και δηκτική για όσα τον ενοχλούσαν στον πολιτικό και κοινωνικό περίγυρο, αυτή η δυναμική θεωρώ πως έγινε καλή βάση για να στηριχτεί ένα αντίστοιχο οικοδόμημα. Υποθέτω πως ο Πανούσης κάπου εκεί «πάτησε» και θέριεψε. Ενώ όμως για τον Σαββόπουλο, το τραγούδι υπήρξε το θεμέλιο και η πηγή του, ο Τζίμης βασίστηκε περισσότερο στα άλλα του χαρίσματα. Δεν φάνηκε να στηρίχτηκε σε παρόμοια μουσική βάση και μήτρα, παρ' όλο που προηγήθηκαν οι «Μουσικές Ταξιαρχίες» του και άλλα σκόρπια τραγούδια, μικρότερου όμως βεληνεκούς, που όμως δεν ήταν αυτά που τον ανέδειξαν ως κάτι ξεχωριστό.
Παρ' όλα αυτά, τον Πανούση, αν θα έπρεπε να τον κατατάξουμε σε μια κατηγορία, θα τον τοποθετήσουμε τόσο ως μέλος τής τραγουδιστικής οικογένειας, όσο και της θεατρικής και πολιτικής σάτιρας.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο Metarithmisi.gr