Ο ΔΟΛ υπήρξε ένα ιστορικό εκδοτικό συγκρότημα. Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν εύκολο για τους μετόχους του να διατηρήσουν ένα τέτοιο μαγαζί. Η ενημέρωση, πάντως, έγινε φτωχότερη. Από την εποχή των παραδοσιακών εκδοτών περάσαμε κάποτε σε εκείνη των διαπλεκόμενων και τώρα ετοιμάζουμε αλεξίσφαιρα γιλέκα για να επιβιώσουμε στην εποχή των ολιγαρχών- εκδοτών. Η εποχή των εφημερίδων των αναγνωστών αργεί. Ακόμη…
Να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς απέναντι στον κόσμο και κυρίως απέναντι στους εαυτούς μας. Η ιστορικότητα δεν είναι λόγος διάσωσης μιας επιχείρησης. Εμάς, τους ανθρώπους του Τύπου, μας θλίβει ο θάνατος ενός ιστορικού συγκροτήματος. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα σχέδιο διάσωσης, όπως συνέβη παλιότερα με τις ποδοσφαιρικές ομάδες. Το ελληνικό ποδόσφαιρο και η ελληνική κοινωνία δεν κέρδισαν κάτι από τον Νέο Πανιώνιο. Ούτε και είναι εφικτό να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχουν λεφτά για πέταμα.
Εκείνο που μπορεί να γίνει είναι η αλλαγή της νομοθεσίας, έτσι ώστε να είναι εφικτό να διασώζονται επιχειρήσεις που μπορούν να διασωθούν. Διότι σήμερα ο τραπεζίτης εκείνος που θα βάλει την υπογραφή του σε ένα σχέδιο διάσωσης κινδυνεύει να πάει φυλακή. Αλλά κι εδώ μιλάμε συνολικά για τον ιδιωτικό τομέα και όχι ειδικά για τις εκδοτικές εταιρείες. Δεν υπάρχει κάτι που να κάνει τις εκδοτικές εταιρείες πιο σημαντικές (ως εταιρείες) από άλλες. Όσο ιστορικές κι αν είναι.
Ο ΔΟΛ θα μπορούσε πράγματι να σωθεί. Σίγουρα όχι με το ύψος των δανείων που έχει στην πλάτη του. Σίγουρα όχι με τους σημερινούς μετόχους που στάθηκαν ανίκανοι να διαχειριστούν την κατάσταση. Μεταξύ της διατήρησης της μέχρι πρότινος αρρωστημένης κατάστασης με τους απλήρωτους λογαριασμούς και τους λιμοκτονούντες εργαζόμενους και εκείνης του λουκέτου, υπάρχουν κι άλλες επιλογές. Δηλαδή, η εξής μία: Εκείνη της αναδιάρθρωσης των δανείων και της εξεύρεσης νέων μετόχων. Αλλά είπαμε! Χρειάζεται να αλλάξει πρώτα το νομικό πλαίσιο.
Ο χώρος του Τύπου ασθενεί εδώ και καιρό, δεν είναι μόνο η περίπτωση του ΔΟΛ. Μεγάλα προβλήματα φαίνεται ότι αντιμετωπίζει και ο Πήγασος, ενώ τα πράγματα δεν είναι καλύτερα για άλλες μικρότερες εκδοτικές επιχειρήσεις που οφείλουν αρκετά χρήματα στο δημόσιο και σε ασφαλιστικά ταμεία. Το μοντέλο των εργολάβων – εκδοτών πεθαίνει. Και γι αυτό φταίει πράγματι η κρίση. Η Ελλάδα του 2016 δεν μπορεί να συντηρήσει πολλούς κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες κι αυτό ορθώς συμβαίνει. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι οι ημέρες που έρχονται θα είναι καλύτερες. Έχει δυστυχώς αποδειχτεί ότι κάθε χτες ήταν και καλύτερα.
Εκείνο που πραγματικά χρειάζεται ο Τύπος είναι νέες προσπάθειες και νέα πρόσωπα. Και κυρίως να μην ανακατεύεται το κράτος στις δουλειές του. Χρειάζεται , λοιπόν, νέο αίμα. Επιχειρηματίες που θα προσπαθήσουν να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά στον χώρο και όχι εκδότες που θα σκορπίσουν λεφτά για να αποκτήσουν πολιτική επιρροή, την οποία θα σπεύσουν στην συνέχεια να την μετατρέψουν σε εργολαβίες και προμήθειες. Με άλλα λόγια χρειάζεται να βγουν μπροστά υγιείς δυνάμεις. Κι αν δεν υπάρχουν να ανακαλυφθούν! Οι συνεταιριστικές κινήσεις θα μπορούσαν, επίσης, να είναι μία απάντηση στην κρίση της ενημέρωσης. Για παράδειγμα, η Εφημερίδα των Συντακτών είναι μία καλή προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση και μακάρι να έβρισκε μιμητές.
Όλα αυτά μπορούν πράγματι να συμβούν σε ένα κόσμο αγαθό και χριστιανικό. Έστω σε μία κανονική χώρα της Ευρώπης. Στον δικό μας κόσμο ας μην περιμένουμε πολλά καλά πράγματα. Δεν το έχουμε συνηθίσει κιόλας. Το πολύ – πολύ να αποκτήσει ο κάθε ολιγάρχης και από ένα μέσο ενημέρωσης. Όπως οι κυρίες της καλής κοινωνίας έχουν από έναν σκύλο ράτσας. Και μάλιστα μιλάμε για ολιγάρχες νέου τύπου. Σαν κι αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες στις αστυνομικές…
Η εποχή των εφημερίδων των αναγνωστών αργεί. Όταν θα έρθει θα το καταλάβουμε από τις κυκλοφορίες. Επειδή οι εφημερίδες πρέπει να ζουν από τα φύλλα που αγοράζουν οι αναγνώστες στο περίπτερο και όχι από τις διαφημίσεις. Κάποια στιγμή θα συμβεί κι αυτό…
Θανάσης Μαυρίδης