Μητέρα ζήτησε από φίλη της να μεσολαβήσει σε κορυφαίο στέλεχος γνωστής εταιρείας για να βρει εργασία το παιδί της. Και του βρήκε πράγματι μία θέση στο εμπορικό τμήμα με 800 ευρώ καθαρά τον μήνα, τηλέφωνο και ιδιωτικό πρόγραμμα υγείας. Η απάντηση ήταν όμως αρνητική! «Το παιδί παίρνει το ανεργίας, κάνει και κανένα μεροκάματο, του δίνω κι εγώ κάτι»…
Μην βιαστείτε να κάνετε σχόλια του τύπου «πρόκειται για έναν καλομαθημένο νεοέλληνα» και άλλα παρόμοια. Εδώ είμαστε αντιμέτωποι με κάτι πιο σοβαρό και επικίνδυνο. Αυτό που φαίνεται να έχει χαθεί τα τελευταία χρόνια είναι η διάθεση του κόσμου για μια καλύτερη ζωή. Οι περισσότεροι είναι βολεμένοι σε αυτό που έχουν. Ένα μικρό επίδομα από το κράτος, μία μικρή βοήθεια από την οικογένεια, ένα «μαύρο» μεροκάματο. Οτιδήποτε, αρκεί να βγαίνει. Ή καλύτερα, ίσα – ίσα να βγαίνει.
Η αλλαγή που έχει συντελεστεί στην νοοτροπία είναι ότι πολλοί άνθρωποι φαίνεται να είναι ικανοποιημένοι με τα λίγα, δεν είναι διατεθειμένοι να μπουν σε κάποια διαδικασία ανταγωνισμού, έτσι ώστε να προκύψει μία ζωή με καλύτερες συνθήκες. Εχθρεύονται την αριστεία, την σκληρή εργασία, την κοινωνική ανέλιξη. Είναι μια γενικευμένη τάση; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το πόσο γενικευμένη είναι. Αλλά το συναντάμε όλο και πιο συχνά.
Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι τα παιδιά που ήθελαν να παλέψουν για κάτι καλύτερο έφυγαν (και συνεχίζουν να φεύγουν) στο εξωτερικό. Μπορούμε να συμφωνήσουμε εν μέρει. Διαφορετικά θα μπούμε σε μία συζήτηση τελείως αυθαίρετη που δεν θα βοηθήσει να ερευνήσουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Εφόσον αποδεχτούμε ότι αυτοί που ήθελαν τον ανταγωνισμό έφυγαν από την χώρα, οδηγούμαστε στην εύκολη απάντηση ότι αυτοί που έμειναν δεν τον ήθελαν. Κάτι που δεν είναι αληθές.
Μια άλλη εξήγηση είναι ότι ο τραυματισμός των εργασιακών σχέσεων έχει βαθύτατες κοινωνικές επιπτώσεις. Όταν ένας νέος άνθρωπος αμείβεται με το ποσό των 400 ή των 500 ευρώ, δεν έχει πραγματικό κίνητρο για εργασία. Μπορεί να βολευτεί με ένα καλό «χαρτζιλίκι» από τους γονείς του ή από ένα κρατικό επίδομα. Θα γλιτώσει και τα μεταφορικά.
Σκεφτείτε ποια είναι η διαφορά των 500 ευρώ με τα 360 ενός επιδόματος, όταν μεσολαβούν και τα εισιτήρια του λεωφορείου. Ποια είναι η λύση; Ούτε η κατάργηση των επιδομάτων, ούτε και η αύξηση των μισθών με … αγορανομικές διατάξεις.
Και δεν είναι μόνο ο τραυματισμός των εργασιακών σχέσεων. Είναι και το γεγονός ότι το φορολογικό σύστημα τιμωρεί στο τέλος όποιον προσπαθήσει να ξεφύγει από την «νέα λογική» που θεοποιεί την πτώχεια. Από την μία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του ταμείου ανεργίας και ενός χαμηλού μισθού εργασίας και από την άλλη όποιος προσπαθήσει να… προοδεύσει θα συναντήσει τον έφορο σε ρόλο Δικαστή Ντρέντ να τον επαναφέρει με τους υψηλούς φόρους στο σημείο αφετηρίας.
Υπάρχει και κάτι ακόμη! Η κοινωνία έχει δεχτεί βομβαρδισμό μηνυμάτων ενάντια στην αριστεία και στον ανταγωνισμό.
Οτιδήποτε θυμίζει μια κανονικότητα δυτικού τύπου έχει χαρακτηριστεί «ακροδεξιό», «καπιταλιστικό», «απάνθρωπο» κλπ. Κάποτε οι νέοι άνθρωποι το θεωρούσαν υποχρέωσή τους να προσπαθήσουν να κάνουν κάτι καλύτερο από τους γονείς τους. Σήμερα οι νέοι διαπαιδαγωγούνται σε μια τελείως διαφορετική λογική.
Από την μία η κρίση, η έλλειψη ικανοποιητικών ρυθμών ανάπτυξης και η ανίκητη γλώσσα των αριθμών. Κι από την άλλη μια Αριστερά που θέλει τις μάζες εξαρτημένες από επιδόματα και κουπόνια. Κάπως έτσι φτάνουμε σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ούτε μια άλλη κυβέρνηση μπορεί να πάρει τους ανθρώπους και να τους βάλει να δουλέψουν με το ζόρι, ούτε και μπορεί αυτή η Οικονομία να υποσχεθεί αυξήσεις που δεν μπορεί να δώσει.
Το πρώτο πράγμα που ίσως θα πρέπει να κάνει η επόμενη κυβέρνηση σε αυτό το θέμα είναι να βγάλει από τον δρόμο των ανθρώπων που θέλουν μια καλύτερη ζωή τα εμπόδια που έχουν βάλει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Το άλλο, να φέρει χρήματα στην ελληνική Οικονομία και να αυξηθεί η πίτα. Δεν θα αλλάξει η κατάσταση από την μία μέρα στην άλλη. Μπορεί να έχουμε μόνο 4 χρόνια Αριστεράς, αλλά έχουμε αρχίσει να αντιμετωπίζουμε προβλήματα ανάλογα με εκείνα που είχαν οι άνθρωποι στις ανατολικές χώρες με την πτώση του κομμουνισμού.
Δεν έχουμε τις λύσεις για όλα τα προβλήματα. Ανησυχούμε, όμως, για το γεγονός ότι η ίδια η κοινωνία αδιαφορεί. Τόσο για τα προβλήματα αυτά καθαυτά, όσο και για έναν διάλογο πάνω σε αυτά και στην προοπτική επίλυσής τους. Αν αυτό δεν είναι επικίνδυνο, τι άλλο μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιο;
Θανάσης Μαυρίδης
[email protected]