Νέα κρίση, νέα μέτρα στην Ελλάδα

Νέα κρίση, νέα μέτρα στην Ελλάδα

Tου Γκίκα Α. Χαρδούβελη

Από τον Ιανουάριο του 2015, βιώνουμε μια δεύτερη κρίση στην οικονομία, που την προξένησε η ίδια η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Η ανάπτυξη του 2014 μετατράπηκε σε ύφεση, η αξιοπιστία που είχε χτιστεί μεθοδικά, χάθηκε και η τότε αναμενόμενη απογείωση της οικονομίας εκτροχιάστηκε. Αυτή η δεύτερη κρίση έφερε το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο 2015-2018, και τα νέα μέτρα του, που διαρκώς φτωχαίνουν τους Έλληνες.

Πιο συγκεκριμένα, οι απαιτούμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις στην τετραετία 2015-2018 του τρίτου Μνημονίου πλησιάζουν τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ. Ήδη το 2015, πάρθηκαν μέτρα €1,54 δις (€1,01 δις περισσότερα έσοδα και €0,53 δις λιγότερες δαπάνες), το 2016 €1,41 δις (€0,60 δις έσοδα, €0,81 δις δαπάνες), ενώ για το 2017 προϋπολογίζονται επιπλέον μέτρα €2,6 δις και για το 2018 αναμένονται άλλα €3,3 δις. Τα μέτρα του 2017 και 2018 προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την πλευρά των εσόδων, δηλαδή από ένα μείγμα πολιτικής εντελώς αντι-αναπτυξιακό. Μάλιστα πολύ μεγάλο μέρος της αύξησης των εσόδων προέρχεται από την αύξηση των έμμεσων φόρων που επιβαρύνει τα πιο αδύνατα οικονομικά στρώματα της κοινωνίας. Και βέβαια, μπορεί να απαιτηθούν και επιπλέον μέτρα για την περίοδο μετά το 2017, εφόσον τελικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) συμμετάσχει στο πρόγραμμα δανεισμού.

Το μέγεθος των παρεμβάσεων είναι πολλαπλάσιο αυτών που σχεδιάζονταν το 2014, τα οποία με δυσκολία ανέρχονταν στο μισό δισεκατομμύριο ευρώ. Τότε τα κύρια σκληρά μέτρα ήταν η αύξηση του φόρου στα ξενοδοχεία από 6,5% στο 13%, που αναμένονταν να φέρει επιπλέον έσοδα 350 εκατ. ευρώ. Αυτά τα σκληρά μέτρα ωχριούν σε σχέση με αυτά που ήδη επιβλήθηκαν και με αυτά που έρχονται.

Η κύρια αιτία της δραματικής αύξησης των νέων μέτρων είναι η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας μετά το 2014, η οποία έφερε τα δημόσια οικονομικά πάλι σε κατάσταση ανισορροπίας, καθώς και η μεγάλη στροφή του 2015 στις προσδοκίες για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, η οποία έκαμε τους δανειστές περισσότερο επίμονους στη λήψη πρόσθετων μέτρων. Το ίδιο το ΔΝΤ, για παράδειγμα, που το 2014 έβλεπε το δημόσιο χρέος βιώσιμο, μέσα στο 2015 άλλαξε γνώμη ακριβώς επειδή δεν έβλεπε πλέον την οικονομία να τρέχει στο μέλλον με τους γρήγορους ρυθμούς που έβλεπε το 2014.

Το οικονομικό κλίμα, που το 2014 είχε μια ανοδική πορεία και οι αυξομειώσεις του συμβάδιζαν με τις αντίστοιχες αυξομειώσεις του κλίματος στην υπόλοιπη Ευρώπη, βυθίστηκε το 2015 και οι διακυμάνσεις του αποσυνδέθηκαν από την Ευρώπη. Συγχρόνως, μέσα στο 2015 επιβλήθηκαν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, γεγονός ασυνήθιστο διεθνώς, ιδιαίτερα για μια χώρα που συμμετέχει σε νομισματική ένωση. Οι περιορισμοί αυτοί συνήθως επιβάλλονται στο ξεκίνημα μιας κρίσης, και όχι με καθυστέρηση και μάλιστα αφότου η πρώτη κρίση έχει τελείως ξεπεραστεί, όπως έγινε στη χώρα μας.

Οι τράπεζες, που το 2014 στον πρώτο πανευρωπαϊκό έλεγχο της ΕΚΤ, δεν χρειάστηκαν νέα κεφάλαια, μέσα στο 2015 έχασαν όλη τη μετοχική αξία τους, και χρειάστηκαν νέα ανακεφαλαιοποίηση. Συγχρόνως, τα προβληματικά τους δάνεια που είχαν αρχίσει να μειώνονται στο τέλος του 2014, εκτοξεύτηκαν προς τα πάνω και σήμερα πλησιάζουν το 50% του συνολικού χαρτοφυλακίου των δανείων. Η αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση δεν έχει σταματήσει και αν η ανησυχητική αυτή πορεία τους δεν αντιστραφεί σύντομα και μάλιστα με γρήγορους ρυθμούς, θα αποτελέσει μια επιπλέον τροχοπέδη στην οποιαδήποτε αναμενόμενη ανάκαμψη. Οι Ευρωπαίοι επόπτες των τραπεζών επιμένουν στη μείωση τους κατά 40% έως το τέλος του 2019.

Συγχρόνως, η εξάρτηση των τραπεζών από τον ακριβό δανεισμό του ELA, που είχε μηδενιστεί το Νοέμβριο του 2014, εκτοξεύτηκε από το μηδέν στα €87 δις τον Ιούνιο του 2015, μετά την απώλεια πρόσβασης στη διεθνή διατραπεζική αγορά αλλά και σημαντικών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, περίπου €43 δις. Σήμερα η εξάρτηση αυτή έχει μειωθεί, αλλά το ύψος του δανεισμού μέσω ELA παραμένει στα περίπου €45 δις.

Το 2014 η χώρα είχε ήδη βγεί στις αγορές και είχε εκδώσει τριετή και πενταετή ομόλογα με λογικά επιτόκια. Είχε μάλιστα δρομολογήσει και την έξοδό της από τα μνημόνια, αφού είχε συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους την έξοδο αυτή και την ταυτόχρονη δημιουργία προληπτικής πιστωτικής γραμμής στήριξης, με χρήματα του ΤΧΣ που υπήρχαν, και που η κυβέρνηση του 2015 απώλεσε. Με άλλα λόγια, το πολυδιαφημιζόμενο «σκίσιμο των μνημονίων» είχε στην πράξη επιτευχθεί το 2014. Όμως, το Μνημόνιο και οι δεσμεύσεις του επανήλθαν το 2015 με επέκταση της περιόδου έως το 2018 και με επιπλέον καθαρό δανεισμό (που τον υπολογίζω γύρω στα €40 δις), που θα κληθούν οι επόμενες γενεές να εξυπηρετήσουν. Ο καθαρός αυτός δανεισμός δεν είναι τα €86 δις του τρίτου Μνημονίου, αλλά προέρχεται κυρίως από την απώλεια της αξίας των τραπεζικών μετοχών που είχε στην κατοχή του το Δημόσιο, καθώς και από την μη επίτευξη ικανοποιητικών πρωτογενών πλεονασμάτων την περίοδο 2015-2018.

Επιπλέον, τα τελευταία δύο μόνο χρόνια, το 2015 και 2016, χάθηκαν σωρευτικά περίπου €14δις από το ετήσιο ΑΕΠ της χώρας σε σχέση με το ΑΕΠ που θα είχαμε αν η οικονομία είχε αφεθεί στην προηγούμενη τροχιά της, γεγονός που ισοδυναμεί με απώλεια 1300 ευρώ ανά κάτοικο, μια απώλεια που στην πραγματικότητα είναι πολύ μεγαλύτερη σε όρους αγοραστικής δύναμης, αφού τόσο η άμεση όσο και η έμμεση φορολογία έχουν αυξηθεί δραματικά.

Σήμερα η χώρα προσπαθεί ακόμα να βγει από τη δεύτερη αυτή ύφεση, χωρίς πυξίδα και μακροχρόνια στρατηγική, με την ανεργία σε υψηλά επίπεδα, με περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων, με ανυποληψία στην Ευρώπη, με τους πολίτες υπερ-φορολογημένους και στα όρια αντοχής τους, με την παρα-οικονομία να οργιάζει, και με τους νέους και τις επιχειρήσεις να προσπαθούν να βρουν διέξοδο στο εξωτερικό. Η χώρα δεν προωθεί δυναμικά τις μεταρρυθμίσεις και σέρνεται χωρίς εργαλεία πολιτικής.

Η χώρα ελπίζει στις αγαθές προθέσεις της ΕΚΤ να την συμπεριλάβει στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης, ώστε να μειωθούν τα ελληνικά επιτόκια δανεισμού, να αρχίσει να ανακτά η Ελλάδα την εμπιστοσύνη των επενδυτών και έτσι, να ξεκινήσει ένας ενάρετος κύκλος αυξημένων επενδύσεων και θετικών προσδοκιών. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η βιωσιμότητα του χρέους, γεγονός που φέρνει στο προσκήνιο τα αναμενόμενα βοηθητικά μέτρα του ESM για το χρέος, αλλά και τις τελικές επιλογές του ΔΝΤ για το αν και πως θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα δανεισμού της Ελλάδας.