Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Μια απλή επισκόπηση της φορολογικής βάσης δεδομένων του ΟΟΣΑ για τις κύριες κατηγορίες φόρων αποδεικνύει το πόσο υψηλή είναι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες – μέλη του Οργανισμού.
Πιο συγκεκριμένα, σε ότι αφορά τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων, η Ελλάδα είχε το 2018 τον όγδοο υψηλότερο συντελεστή (29%), σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, ο οποίος το έτος 2018 διαμορφώθηκε στο 23,69%. Η φορολογική επιβάρυνση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη για μια νέα επιχείρηση, η οποία -εάν ο μη γένοιτο- έχει την ατυχία να εμφανίσει κέρδη θα κληθεί να πληρώσει προκαταβολή φόρου για τον επόμενο χρόνο το 100% του φόρου που βαρύνει την πρώτη χρήση της.
Ακόμη η φορολογική επιβάρυνση των φυσικών προσώπων μετόχων μιας επιχείρησης για τα διανεμόμενα κέρδη προς αυτούς το 2018 άγγιξε το 25% (φόρος επί των μερισμάτων + εισφορά αλληλεγγύης) ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ διαμορφώθηκε στο 8%. Αλλά ο φόρος που πληρώνει ο μέτοχος μιας επιχείρησης, ως φυσικό πρόσωπο, επηρεάζει την απόδοση της επένδυσής του και σε τελική ανάλυση την τσέπη του και είναι καθοριστικός στην απόφασή του να προχωρήσει ή όχι σε μια επένδυση.
Επιπροσθέτως, εάν στους φόρους προστεθούν και οι ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον εργοδότη, τότε η συνολική φορολογική επιβάρυνση της επιχείρησης στην Ελλάδα αγγίζει το 41% (μέσος όρος του ΟΟΣΑ 35,9%). Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του ΟΟΣΑ (Τax Policy Reform 2018) την τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη μεταξύ των χωρών του οργανισμού στην αύξηση φόρων και εισφορών ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Οι συνέπειες αυτής της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και στις άμεσες ξένες επενδύσεις γίνονται ακόμα πιο αισθητές εάν συνυπολογιστεί η χαμηλή φορολογία στις γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία που εφαρμόζει συντελεστή 10% και η Κύπρος που εφαρμόζει συντελεστή 12,5%.
Στην ετήσια έκδοση του ΟΟΣΑ για το 2018 «Taxing Wages» υπολογίζεται η πραγματική φορολογική επιβάρυνση συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών στις χώρες – μέλη του οργανισμού για οκτώ διαφορετικούς τύπους οικογενειών.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η επιβάρυνση που προκύπτει αθροιστικά από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και τις εισφορές εργαζομένων ως ποσοστό των μικτών αποδοχών για το έτος 2017, είναι για τους 7 από τους 8 τύπους οικογενειών υψηλότερη από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Επιπλέον, μελετώντας τα στοιχεία της βάσης δεδομένων του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις ευρωπαϊκές χώρες – μέλη του Οργανισμού, σε σχέση με τον ανώτατο οριακό συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και το ύψος του εισοδήματος πάνω από το οποίο επιβάλλεται το έτος 2017, προκύπτει ότι μόνο πέντε χώρες εμφανίζουν υψηλότερο ανώτατο οριακό φορολογικό συντελεστή από την Ελλάδα (Αυστρία, Ολλανδία, Βέλγιο, Σλοβενία, Πορτογαλία).
Εντούτοις, η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα -με το συνυπολογισμό μάλιστα της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης- είναι μεγαλύτερη όλων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, εάν ληφθεί υπόψη το ύψος του εισοδήματος πάνω από το οποίο εφαρμόζεται ο ανώτατος συντελεστής. Η Ελλάδα εφαρμόζει δηλαδή τον ανώτατο συντελεστή σε εντυπωσιακά χαμηλότερο ύψος εισοδήματος.
Εν κατακλείδι, είμαστε ιδανικοί αυτόχειρες.