Να μιλήσουμε για την οπλοκατοχή με αφορμή το μακελειό στις ΗΠΑ; Μέχρι πριν δυο δεκαετίες, στους γάμους στην Κρήτη οι παρέες του γαμπρού, της νύφης και του κουμπάρου συναγωνίζονταν ποια θα ρίξει περισσότερες σφαίρες στο γλέντι. Υπήρχαν γάμοι, ειδικά στα ορεινά, που η μάχη των Αρδενών ωχριούσε μπροστά τους. Δεν το ‘χε σε τίποτα μια παρέα να ρίξει 1.000 σφαίρες στον αέρα και η απέναντι να ανταποδώσει με 1.200. Σήμερα το φαινόμενο έχει εκλείψει.
Απομένει μόνο η μυθολογία του κρητικού γάμου με τις εκατοντάδες «μπαλωθιές», που εμείς κάτω τις λέμε «μπαλωτές». Εμείς που ζούμε στο νησί ξέρουμε ότι ο εκρηκτικό αυτός γάμος (ή η βάφτιση ή –σπάνια- η κηδεία) δεν υπάρχει πια. ελάχιστες πλέον φορές θα ακουστεί πυροβολισμός κι αν υπάρξει θα είναι μοναχικός, μουλωχτός και απομακρυσμένος από το πλήθος. Πώς το καταφέραμε αυτό;
Υπήρξε συνδυασμός δυο παραγόντων. Πρώτον της πολιτείας, που κάποια στιγμή αποφάσισε να αντιδράσει. Δεύτερον, της ίδιας της κρητικής κοινωνίας, που το πήρε απόφαση να περιορίσει και τελικά να εξαλείψει ένα έθιμο που είχε μεταβληθεί σε ανούσια και χαζή επίδειξη. Δεν ήταν εύκολο, αλλά τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ανέφικτο. Έγινε. Απλώς χρειάστηκε αποφασιστικότητα και στοχοπροσήλωση από όλους.
Όταν η Ελληνική Αστυνομία αποφάσισε να στήνει μπλόκα σε όλους τους δρόμους γύρω από χωριά ή μαγαζιά απ’ όπου ακούγονταν πυροβολισμοί και να ελέγχει όλους όσους έφευγαν, κατ’ ευθείαν το φαινόμενο περιορίστηκε. Κατασχέθηκαν μερικές χιλιάδες πιστόλια, πέρασαν κάμποσοι τη νύχτα τους στο κρατητήριο (όπου και ξεμέθυσαν), έφαγαν ποινή την επόμενη μέρα στο αυτόφωρο, καταδικάστηκαν με αναστολή, πλήρωσαν ένα τσουχτερό πρόστιμο… στον επόμενο γάμο πήγαν δίχως το κουμπούρι στην κωλότσεπη.
Το βασικότερο όμως ήταν ότι σταδιακά οι πυροβολισμοί έχασαν το κύρος τους, έπαψαν να είναι της μόδας. Όταν βγάλει κανείς το πιστόλι και αρχίσει να ρίχνει, οι διπλανοί του στο τραπέζι δεν του φωνάζουν πια «παίξε κι άλλες» ή «μπράβο». Του φωνάζουν «κάτσε κάτω ρε» ή «πάρε το πιστόλι σου και τράβα». Και όταν η ίδια η νύφη ή ο γαμπρός πάει στ ον κουμπουροφόρο και του λέει «σε παρακαλώ κρύψε το όπλο ή φύγε, δε θέλω τέτοια στον γάμου μου», κατ’ ευθείαν ο άντρακλας μετατρέπεται σε παρείσακτο. Παλιότερα ήταν το κέντρο του γλεντιού, τώρα είναι αποσυνάγωγος.
Παλιότερα, δεν υπήρχε χρονιά να μη θρηνήσουμε ένα-δυο θύματα από ατυχήματα σε γλέντια. Τώρα έχω πάνω από δέκα χρόνια, μπορεί και δεκαπέντε, να ακούσω κάτι τέτοιο. Η ίδια η κοινωνία με τη συνεπικουρία του κράτους κατάφερε αυτό που έμοιαζε ακατόρθωτο, καθότι ήταν παμπάλαιο έθιμο, βαθιά ριζωμένο στις συνειδήσεις των κρητικών.
Παραλλήλως χτυπήθηκε και μια ανθούσα παράνομη οικονομική δραστηριότητα. Μια σφαίρα περιστρόφου στην παράνομη αγορά κοστίζει πέντε ευρώ, αυτός που θα αδειάσει δέκα φορές το όπλο του στο αέρα έχει πληρώσει 250 ευρώ, έτσι για πλάκα. Οι 3.000 σφαίρες σ’ έναν μεγάλο παλιότερο γάμο, θα έφερναν στην τσέπη των λαθρεμπόρων 15.000 ευρώ.
Φυσικά, στο νησί υπάρχουν εκατομμύρια όπλα. Όμως η χρήση έχει περιοριστεί αισθητά. Και φρονώ ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες να γίνει μια εκστρατεία οικειοθελούς παράδοσης των όπλων, δίχως συνέπειες για όσους τα δώσουν. Αν γίνει νόμιμα, μεθοδικά, έξυπνα και με την υποστήριξη προσωπικοτήτων του νησιού, θα εκπλαγούμε και από τον αριθμό των όπλων που θα παραδοθούν, αλλά και από την προθυμία των κρητικών.
Δε θα ξεχάσω ποτέ τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου, έναν στέρεο και συνετό άνθρωπο, που όταν πιτσιρικάς του είπα πως μόλις μεγαλώσω θα πάρω κι εγώ όπλο, με κοίταξε αυστηρά και μου είπε. «Ο άντρας, το πιστόλι το ‘χει στην καρδιά, δεν το βαστά στη χέρα.»