Του Κώστα Μήλα*
Τέτοια εποχή, κάθε χρόνο, με αφορμή και τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων, πληθώρα γονέων σκέφτεται εάν αξίζει να στείλουν τα παιδιά τους για σπουδές στο εξωτερικό και δη στην Μ. Βρετανία. Με την οικονομική στασιμότητα να επιμένει για 7 περίπου έτη και τα capital controls να (εξακολουθούν) να λειτουργούν ως αποτρεπτικός παράγοντας, οι σπουδές στη Μ. Βρετανία δεν δείχνουν ελκυστικές.
Ο γράφων πιστεύει ότι οι σπουδές στην Μ. Βρετανία εξακολουθούν να αποτελούν προσοδοφόρα επένδυση για την εξεύρεση εργασίας με υψηλή μισθολογική απόδοση. Πράγματι, ο κάτοχος πτυχίου από Πανεπιστήμιο της Μ. Βρετανίας θεωρείται, εξ'ορισμού, καλός γνώστης της αγγλικής γλώσσας κάτι το οποίο διευκολύνει την πρόσβαση του στις αγορές εργασίας των Αγγλωσαξόνων. Επιπλέον, ο κάτοχος του παραπάνω πτυχίου δεν αφήνεται «στην τύχη του». Πράγματι, τα αγγλικά πανεπιστήμια προσφέρουν υπηρεσίες (career services) οι οποίες (α) προσκαλούν εργοδότες στο ίδιο το πανεπιστήμιο με στόχο να τους φέρουν σε άμεση επαφή με τους πανεπιστημιακούς απόφοιτους, και (β) μέσω ειδικών σεμιναρίων, προετοιμάζουν τους απόφοιτους για την καλύτερη δυνατή επίδοση στην περίπτωση κατά την οποία κληθούν σε συνέντευξη εργασίας (job interview).
Πάντως, τα τελευταία χρόνια, όλο και λιγότεροι έλληνες φοιτητές επιλέγουν την Μ. Βρετανία για σπουδές: 10.890 το ακαδημαϊκό έτος 2012-13, 10.130 το 2014-15 και μόνο 9.790 το 2015-16 με την συντριπτική πλειοψηφία αυτών (σε ποσοστό 79%) να προτιμά την Αγγλία έναντι της Σκωτίας, της Ουαλίας ή της Βόρειας Ιρλανδίας.
Δυστυχώς, όμως, το εν εξελίξει Brexit έχει μειώσει την επιθυμία των φοιτητών να σπουδάσoυν στην Μ. Βρετανία. Τα τελευταία στατιστικά στοιχεία δείχνουν κάμψη αιτήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε). για σπουδές στην Μ. Βρετανία κατά 7% μετά το Δημοψήφισμα. Η κάμψη αυτή λαμβάνει χώρα παρά το ότι η κυβέρνηση της κ. May δήλωσε ότι οι φοιτητές από την Ε.Ε. θα εξακολουθήσουν, το 2017-2018, να πληρώνουν τα ίδια δίδακτρα (home fees) με τους Βρετανούς φοιτητές τα οποία φτάνουν μέχρι και 9,000 Στερλίνες ετησίως.
Σύμφωνα με τα προ-Brexit δεδομένα, οι φοιτητές της Ε.Ε. μπορούν, παράλληλα με τις σπουδές τους, να εργασθούν στην Μ. Βρετανία με απλή επίδειξη διαβατηρίου ή αστυνομικής ταυτότητας, χωρίς δηλαδή να χρειάζονται την χορήγηση ειδικής άδειας εργασίας από τις αρχές. Μετά το Brexit όμως, το εργασιακό καθεστώς για αυτούς ενδέχεται να αλλάξει. Αυτό αποτελεί, την στιγμή αυτή, πεδίο διαπραγματεύσεων μεταξύ της Μ. Βρετανίας και Ε.Ε.
Πληθώρα φοιτητών της Ε.Ε. (και φυσικά οι Έλληνες οι οποίοι λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης αδυνατούν να βρουν εργασία στην Ελλάδα) χρησιμοποιούν (και καλώς πράττουν) το Βρετανικό πτυχίο ως «ενδιάμεσο σταθμό» εξασφάλισης μόνιμης εργασίας στην Μ. Βρετανία. Όμως, η Βρετανική κυβέρνηση θέλει να περιορίσει τον αριθμό Ευρωπαίων φοιτητών/πολιτών που θα εργάζονται μελλοντικά στην Μ. Βρετανία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μεγάλος αριθμός φοιτητών της Ε.Ε. θα στρέψει το ενδιαφέρον του από την Μ. Βρετανία στην λοιπή Ε.Ε. για σπουδές και εργασία.
Το Brexit, όμως, έχει και κάποια θετικά. Η μείωση της αγοραστικής δύναμης της Στερλίνας σε πραγματικούς όρους (οι οποίοι λαμβάνουν υπόψιν την διαφορά πληθωρισμού στην Μ. Βρετανία σε σχέση με το εξωτερικό) μέχρι και 10% από τον Ιούνιο του 2016 σημαίνει ότι οι σπουδές στην Μ. Βρετανία είναι πολύ φθηνότερες σε σχέση με το παρελθόν. Επιπλέον, οι απόφοιτοι, από τα Βρετανικά Πανεπιστήμια, με πτυχίο «Economics» (στον δικό μου τομέα δηλαδή) απολαμβάνουν σήμερα μέσο ακαθάριστο αρχικό ετήσιο μισθό 28.157 Στερλίνες ο οποίος υπερβαίνει κατά το εντυπωσιακό 22,5% τον μέσο ακαθάριστο αρχικό ετήσιο μισθό σε σύνολο 70 πτυχίων. Συνεπώς, συνεχίζω να πιστεύω ότι οι σπουδές στην Μ. Βρετανία αποτελούν μια προσοδοφόρα επένδυση για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα και την βούληση να το τολμήσουν!
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής και Πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Οικονομικών, Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool