Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης λογοτεχνικών βιβλίων, βρίσκει κανείς εκφράσεις, που περιγράφουν με απόλυτα ταιριαστό τρόπο αυτά που ζει. Έτσι ο Ίταλο Καλβίνο στο βιβλίο του, «H μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου», βάζει τον ήρωα του Αμερίγκο Ορμέα να έχει την εντύπωση ότι «προχωράει πέρα από τα σύνορα του κόσμου του».
Άλλωστε αυτό δεν είναι, που πρέπει να σκεφτόμαστε σήμερα; Να σκεφτόμαστε, ότι πρέπει να αφήσουμε τη νοσταλγία και την ασφάλεια του γνώριμου παρελθόντος, τον εφησυχασμό της σημερινής ημέρας και να βαπτιστούμε μέσα στο άγνωστο αύριο. Να αλλάξουμε, να εκσυγχρονιστούμε, να βελτιωθούμε. Όχι μόνο γιατί το επιτάσσουν οι καιροί. Όχι μόνο διότι το απαιτούν οι συνθήκες. Αλλά γιατί η ανάγκη για προσαρμογή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία του ανθρώπου. Και γνωρίζουμε καλά τι συνέβη σε όσους αρνήθηκαν να αντικρύσουν την πραγματικότητα και σε όσους δεν ανταποκρίθηκαν στις αλλαγές.
Αυτή η μικρή εισαγωγή, μας οδηγεί δια της πλαγίας οδού στην έννοια των μεταρρυθμίσεων. Αρκετοί εστιάζουν ακόμα στην άποψη, ότι η κρίση στην Ελλάδα, είχε κατά βάση δημοσιονομική χροιά. Όμως κατά βάθος η κρίση, ήταν μια κρίση ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή μια κρίση, που οφειλόταν στην αδυναμία της οικονομίας να παράγει ανταγωνιστικά προϊόντα. Που όχι μόνο να μπορούν να υποκαταστήσουν μέρος των εισαγωγών, αλλά να μπορούν να σταθούν επάξια στις διεθνείς αγορές.
Έτσι η χώρα πορεύτηκε για χρόνια πάνω σε μια κραυγαλέα ανισορροπία στο ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών. Έχει γίνει πλέον κατανοητό στους περισσότερους, ότι η αιτία που οδηγήθηκε η Ελλάδα στην κρίση και αργότερα στο σειρά των μνημονίων, δεν ήταν τόσο το ύψος του Δημοσίου χρέους, αλλά το μέγεθος των διπλών ελλειμμάτων.
Για το ξεπέρασμα αυτής της ανισορροπίας δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές. Η συνταγή είναι μια. Αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Δηλαδή «ξεβόλεμα» από αυτά που είναι μπορεί να είναι οικεία και δημοφιλή, αλλά αποδείχθηκε ότι είναι δυσλειτουργικά και αναποτελεσματικά. Οι μεταρρυθμίσεις σαν αλλαγές, σαφώς και δεν έχουν ουδέτερα χαρακτηριστικά.
Τα παραδείγματα στην ιστορία αποδεικνύουν πως τα αποτελέσματα από την υιοθέτηση τους, είχαν διπλή ανάγνωση. Μια ανάγνωση από αυτούς που ευνοήθηκαν άμεσα ή έβλεπαν το γενικότερο κέρδος σε βάθος χρόνου και μια δεύτερη ανάγνωση από αυτούς που έχαναν αυτόματα θέσεις εργασίας, θέσεις εξουσίας, μοντέλο ζωής και υφίσταντο σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που είχαν συνηθίσει να λειτουργούν και να βιοπορίζονται.
Η υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων, δεν περνάει αποκλειστικά και μόνο μέσα από τη αποδοχή τους από την κοινωνία, όπου τα πράγματα είναι ήδη δύσκολα. Πρωταρχικά περνάει μέσα από την υιοθέτηση τους από τους πολιτικούς, οι οποίοι σκέφτονται κυρίως με γνώμονα την επιθυμία για την επανεκλογή τους.
Όλοι, λίγο - πολύ γνωρίζουμε, το τι έπρεπε και το τι πρέπει να γίνει στη χώρα. Όμως το λεγόμενο πολιτικό κόστος ήταν η βασική αιτία παραπομπής των πάντων στις καλένδες. Και το πολιτικό κόστος δεν ήταν η αντίδραση των πολιτών, αλλά ο φόβος των πολιτικών να ρισκάρουν την επανεκλογή τους, που σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από τη στήριξη συντεταγμένων συνδικαλιστικών, επιχειρηματικών και επαγγελματικών συμφερόντων.
Οι πολιτικοί πολλές φορές διστάζουν να προτείνουν και να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις. Διότι γνωρίζουν, ότι οι θετικές επιπτώσεις θα αναδυθούν σε βάθος χρόνου, σε αντίθεση με τις αντιδράσεις κατά των μεταρρυθμίσεων, που θα κάνουν την εμφάνιση τους άμεσα.
Δυστυχώς οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις δεν πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των ανοδικών οικονομικών κύκλων και σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης, όπου υπάρχουν πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της αποδοχής των αλλαγών, αλλά κατά τη διάρκεια κρίσεων
Όταν αναγκαστικά, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να προωθούνται, τη ίδια στιγμή που οι κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με «τα τέρατα». Με το τέρας της ύφεσης, με το τέρας της ανεργίας, το τέρας της πανδημίας, της ανασφάλειας και του φόβου που δρουν αποτρεπτικά προς κάθε αλλαγή.
Εκεί, η σκέψη και η ανάγκη να προχωρήσουμε πέρα από «τα σύνορα του κόσμου μας», δίνουν τη θέση τους στην περιχαράκωση και στην στασιμότητα, ως συστατικά της αδράνειας απέναντι σε οποιαδήποτε μεταβολή. Αυτό το γνωρίζουν καλά οι πολιτικοί, οι οποίοι σε περιόδους κρίσης ταυτίζονται με το θυμικό των πολιτών, αντιδρούν και αυτοί απέναντι σε τρίτους πλασματικούς εχθρούς, ενώ είναι οι ίδιοι αυτοί, που με τις αποφάσεις τους σε μεγάλο βαθμό, ευθύνονται για την πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες.
Προς επίρρωση αυτών, ας θυμηθούμε πόσες μεταρρυθμίσεις που είχαν δεσμευτεί να πραγματοποιήσουν οι κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια των μνημονίων, μετατρέπονταν σε απαραίτητα “προαπαιτούμενα”, όποτε ο κόμπος έφτανε στο χτένι για να εκταμιευθεί η επόμενη δόση από το πρόγραμμα στήριξης.
Και σημειώνω, το “είχαν δεσμευτεί να πραγματοποιήσουν”, διότι ήταν φανερό πως χωρίς την πίεση της Τρόικα δεν θα είχαν υιοθετηθεί, από την ελληνική βουλή αυτές ή έστω και οριακές μεταρρυθμίσεις. Ίσα ίσα, που ο “μπαμπούλας” της χρεοκοπίας λόγω της μη εκταμίευσης των δόσεων, οδηγούσε στην ψήφιση «στο παρά πέντε», όλων των μέτρων.
Έτσι αρκετοί υποστηρίζουν, ότι τα προγράμματα διάσωσης έσωσαν μεν τη χώρα από την κατάρρευση, όμως την απέτρεψαν από το να λάβει από μόνη της όλα εκείνα τα απαραίτητα, επώδυνα αλλά αποτελεσματικά μέτρα, που θα την έκαναν να αλλάξει άρδην την πορεία της. Πως τα προγράμματα, απέτρεψαν τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις και τους πολίτες, από το να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Και ίσως πράγματι να ισχύει αυτό.
Έτσι και σήμερα, τόσο το Ευρωπαϊκό Πακέτο Ανάκαμψης, όσο και το Ελλάδα 2.0, μπορεί να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον μας λόγω της οικονομικής τους διάστασης, αφού προσφέρεται η ευκαιρία στη χώρα μας να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό που έχει δημιουργηθεί κατά τα τελευταία χρόνια. Όμως και τα δύο πακέτα, αποτελούν ίσως την τελευταία ευκαιρία της χώρας να υιοθετήσει μια σειρά από βαθιές τομές και αλλαγές, από δυναμικούς επανασχεδιασμούς και επανατοποθετήσεις. Η Ελλάδα, θα προχωρήσει και θα αλλάξει την πορεία της, όχι διότι θα βρεθεί ξαφνικά μέσα σε μια λίμνη κεφαλαίων, αλλά διότι θα έχει προχωρήσει πέρα από τα σύνορα του περιορισμένου κόσμου της.