Ο βαθμός αποδοχής του Κυριάκου Μητσοτάκη σε κοινωνία αλλά και κόμμα δείχνει το δρόμο στην κυβέρνηση για προώθηση των απαιτούμενων αλλαγών. Ταυτόχρονα επιτρέπει στην κεντροδεξιά παράταξη και το κόμμα της Ν.Δ, να ξεφύγει από τη μόνιμη γκρίνια που τη διακατέχει και να θέσει τις βάσεις για την ιδεολογική της επικράτηση μέσα από την οποία θα καταστεί εφικτή η προώθηση των μεταρρυθμίσεων.
Οι δημοσκοπήσεις, ακόμη και αυτές που πραγματοποιήθηκαν στην κορύφωση της πανδημίας και εν μέσω lockdown επιβεβαιώνουν την αποδοχή του Πρωθυπουργού όχι μόνο μεταξύ των ψηφοφόρων της Ν.Δ. αλλά και του ΚΙΝΑΛ. Και ακόμη περισσότερο και σε ένα σημαντικό ποσοστό αυτών που ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές ΣΥΡΙΖΑ.
Η καταλληλότητά του δε, για τη θέση του Πρωθυπουργού, είναι υπερδιπλάσια, όπως έδειξε και η δημοσκόπηση της opinion poll αυτής του Αλέξη Τσίπρα. Στο πλαίσιο αυτό η σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ. διατηρεί όχι απλά το προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά διαθέτει αυτό το ειδικό βάρος που απαιτείται για να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα οδηγήσουν σε μια ιδεολογική επικράτηση έναντι της «αγίας» και «μαρτυρικής αριστεράς».
Μιας αριστεράς που επί σειρά ετών επένδυσε στο ηθικό πλεονέκτημα και την «μαρτυροποίηση» των στελεχών της για να έρθει την περίοδο του 2012 - 2015 να επενδύσει σε μια καταρρακωμένη κοινωνία και να πατήσει πάνω σε ένα κύμα αγανάκτησης φτάνοντας στις καρέκλες της εξουσίας
Μιας εξουσίας που επιχειρεί να ανακαταλάβει βάζοντας εκ νέου ιδεολογικά και ταξικά πρόσημα. Οι νεκροί και το νέο, δια στόματος Αλέξη Τσίπρα, «μετά θα λογαριαστούμε» είναι το ένα αφήγημα στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα πατήσει αυτή την φορά. Το άλλο είναι το ιδεολογικό.
Δεν είναι τυχαίο ότι με κάθε αφορμή ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του ιδεολογικοποιούν ακόμη και την προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης. Για ιδεολογική εμμονή κατηγορούν τον πρωθυπουργό για τη λειτουργία του ΕΣΥ αποδίδοντας απώτερους σκοπούς και στόχους όπως η ιδιωτικοποίηση του συστήματος Υγείας της χώρας.
Ελίτ, δεξιά, κεφάλαιο, δημοκρατία, και κυρίως νεοφιλελευθερισμός, λέξεις-κλειδιά σε διαρκή αναφορά από όλα τα στελέχη. Προπαγάνδα και προβοκατόρικες εύπεμπτες αναφορές όπως και τα fake news που διασπείρονται εν ριπή οφθαλμού και διαψεύδονται με κόπο και μακροσκελείς αναφορές δύσπεπτες για το ευρύ κοινό.
Με τον «νεοφιλελευθερισμό» να πρωτοστατεί παρ' ότι αποτελεί ένα νεολογισμό που δεν ανταποκρίνεται σε καμία σχολή οικονομική και πολιτική. Μετατρέπεται όμως σε αιχμή του αντιπολιτευτικού δόρατος αφού μετατρέπεται στο ξόρκι πίσω από το οποίο κρύβεται η σκοτεινή πλευρά της αριστεράς, του κρατισμού και των διαστροφών που επιφέρει στην κοινωνία και την ίδια την κοινωνική συνοχή.
Και η κεντροδεξιά παράταξη πως αντιδρά;
Με κάθε αφορμή και με το παραμικρό, εν αντιθέσει με την αριστερά, η λαϊκή δεξιά αναδεικνύει το μόνιμο πρόβλημα του χώρου. Την γκρίνια συνδυαστικά με τα λεγόμενα φοβικά σύνδρομα τα οποία με επιτυχία έχει καταφέρει να δημιουργήσει η αριστερά.
Ζητά, έως απαιτεί να μετατραπεί το πολιτικό σκηνικό σε ένα πλειοδοτικό μηχανισμό παροχών προς όλους όσοι καταθέτουν αιτήματα και πέφτουν στην παγίδα αυτών που κινούνται με γνώμονα τις «ιερές γραφές» του Μαρξισμού, προσαρμοσμένες ανά περίπτωση, στο όνομα ενός λαού επιρρεπή στον λαϊκισμό, όπως συνέβη τουλάχιστον κατά την περίοδο των μνημονίων.
«Ανύποπτα» τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, κατά τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, δεν είχαν σχέσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα αντιθέτως με την δεξιά που κατά τον πρώην υπουργό Οικονομικών ετοιμάζεται να φέρει ένα νέο μνημόνιο διότι επιδιώκει να απομυζήσει τον λαό που η αριστερά προστατεύει. Το αφήγημα στήνεται από όλες τις πλευρές με κεντρικό παρανομαστή τον νεοφιλελευθερισμό.
Η εμφανής αδυναμία της κεντροδεξιάς να αντιπαρέλθει αυτής της σύγκρουσης, χάνεται στα βάθη του παρελθόντος. Αυτή τη φορά όμως έχει το περιθώριο να μεταφέρει την ιδεολογική μάχη στο δικό της πεδίο. Το επιτρέπει η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και η αποδοχή του από τους πολίτες που προς το παρόν κλείνουν τα αυτιά στον λαϊκισμό.
Και είναι αυτή ακριβώς η στιγμή όπου η Ν.Δ. οφείλει να αναδείξει την ιδεολογική της υπεροχή, η οποία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και τις σύγχρονες συνθήκες. Να επαναλάβει το εγχείρημα του Ευάγγελου Αβέρωφ ο οποίος πρώτος αναφέρθηκε στον μεσαίο χώρο αναζητώντας μέσα από τα κείμενα του μια νέα πλατφόρμα που θα οδηγεί σε μια πολιτική και κοινωνική αναμόρφωση, βασισμένη στην έννοια της ελευθερίας.
Άλλωστε θέμα ιδεολογικό στη Ν.Δ έχει να τεθεί ακριβώς από την εποχή του Ευ. Αβέρωφ. Σήμερα η ευκαιρία είναι ιδανική. Η φιλελεύθερη Δημοκρατία είναι το κυρίαρχο πολιτικό αλλά και οικονομικοκοινωνικό σχήμα.
Αυτό που πρέπει αυτή τη φορά να γίνει είναι να δοθεί στους πολίτες η ευκαιρία να κατανοήσουν την φιλελεύθερη προσέγγιση και τι υπάρχει στον πυρήνα της όπου κυριαρχεί η δυνατότητα να έχουν όλοι πολλαπλές επιλογές. Ακόμη και στα βασικά αγαθά. Να μην αποτελεί το κράτος μονοπωλιακό αντισυμβαλλόμενο που στο τέλος κρατά δέσμιους τους πολίτες και την ίδια την ανάπτυξη. Από την παιδεία και την υγεία μέχρι την ενέργεια και την ασφάλιση.
Ο κρατισμός δοκιμάστηκε ακόμη και επί κυβερνήσεων Ν.Δ. και απέτυχε, όπως άλλωστε στο σύνολο των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σε αντιδιαστολή με τον απόλυτο και άκρατο καπιταλισμό η Ν.Δ. οφείλει πλέον να θέσει στο τραπέζι την πραγματικότητα και μέσα από αυτή να πετύχει στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων για τις οποίες ψηφίστηκε και από τον ελληνικό λαό τον Ιούλιο του 2019.
Η ιδεολογική αυτή επικράτηση θα αποτελέσει τον βασικό πυλώνα των μεταρρυθμίσεων, αποτελώντας ταυτόχρονα τροχοπέδη στην προσπάθεια επανάληψης φαινομένων, όπως αυτό τη περιόδου των μνημονίων- αντιμνημονίων.