Τη ζημιά που έχει μέχρι στιγμής προκαλέσει η πολιτική του προέδρου Τραμπ, και η απλοϊκή του αντίληψη για τον πλανήτη, τόσο σε εμπορικό, όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο, αποτιμά, μιλώντας στο liberal.gr, ο Κώστας Λάβδας, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Και εξηγεί ότι ο μόνος τρόπος για να μην αποβεί αυτή η ζημιά οριστικά μη αναστρέψιμη, είναι οι παραδοσιακοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση. Δηλαδή να αποφύγουν τον πειρασμό, να κεφαλαιοποιήσουν και να επιτείνουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στη Ουάσιγκτον και τον Τραμπ.
Διαφορετικά, ο κίνδυνος να διαρραγούν οι ευρωατλαντικές σχέσεις, είναι υπαρκτός, εφόσον η Ευρώπη εκμεταλλευτεί την περίοδο Τραμπ για εσωτερική ευρωπαϊκή κατανάλωση με τη δημιουργία μιας «αντιαμερικανικής» ευρωπαϊκής ταυτότητας. «Οι ΗΠΑ είναι δημοκρατία, οι κυβερνήσεις έρχονται και φεύγουν και η κάθε περίοδος έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, χαρακτηριστικά και προκλήσεις», λέει με νόημα ο κ. Λάβδας.
Σχολιάζοντας το αποτέλεσμα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής στο Ελσίνικι, εξηγεί γιατί τουλάχιστον σε επίπεδο εντυπώσεων, ο Τραμπ έχασε, ενώ ο Ρώσος πρόεδρος κέρδισε - «στην ουσία ο Πούτιν πήρε ελάχιστα, αλλά και βέβαια δεν έδωσε τίποτα», όπως λέει - ενώ μιλά και για την συμφωνία ΕΕ-Ιαπωνίας για ζώνη ελεύθερου εμπορίου, σημειώνοντας ότι αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα εναντίον του αδιέξοδου προστατευτισμού.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Στον απόηχο της προσέγγισης Τραμπ - Πούτιν, καταγράφεται μια θύελλα αντιδράσεων στις ΗΠΑ και μια εντεινόμενη ανησυχία στην Ευρώπη. Που βλέπετε να οδηγούνται τα πράγματα;
Αναμφίβολα η κοινή συνέντευξη τύπου με τον Πούτιν ήταν η χειρότερη στιγμή του Τραμπ ως προέδρου μέχρι σήμερα. Παρ' ότι ο ίδιος προσπάθησε να ανασκευάσει εν μέρει κάποιες από τις απαντήσεις που έδωσε, π.χ. αναφορικά με την αμφισβήτηση εκ μέρους του των ευρημάτων των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών για τη ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές, οι δηλώσεις στο σύνολο τους ήταν προφανώς απαράδεκτες για την αμερικανική πολιτική, διπλωματική και τεχνοκρατική ηγεσία.
Στην εδώ πλευρά του Ατλαντικού, η συνάντηση καταγράφηκε ως νέο επεισόδιο στο υπό διαμόρφωση ευρω-σενάριο «ο κακός, απολίτιστος και απρόβλεπτος πρόεδρος Τραμπ και οι αυξημένες ευθύνες για τις καλές, πολιτισμένες και προβλέψιμες ευρωπαϊκές ηγεσίες».
Έχετε κατανοήσει την πολιτική Τραμπ, και ποιος είναι ο ορίζοντάς της; Συνεχίζει να απευθύνεται στο θυμικό του μέσου Αμερικανού, που θεωρεί ότι έχει πέσει θύμα της παγκοσμιοποίησης, και ταυτόχρονα πιστεύει πως η μείωση της φορολογίας είναι αρκετή για να επαναφέρει στην αμερικάνικη οικονομία το χαμένο της δυναμισμό;
Πρέπει να αντιληφθούμε δυο παραμέτρους, αφουγκραζόμενοι τις μεσοπρόθεσμες εξελίξεις, πέρα από τον αχό της στιγμής. Πρώτον, φαίνονται σήμερα πια οι επιπτώσεις από τις αλλαγές στη σύνθεση της κυβέρνησης Τραμπ που έγιναν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο με την αντικατάσταση του Tillerson από τον Pompeo στο υπουργείο εξωτερικών και του McMaster από τον Bolton στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, ο οποίος Bolton λίγο μετά απομάκρυνε από το Συμβούλιο και τον στρατηγό Waddell.
Οι αλλαγές αυτές άφησαν τον πρόεδρο σε ένα κενό εποικοδομητικής κριτικής και επιχειρηματολογίας στο στενό κύκλο λήψης αποφάσεων στην εξωτερική πολιτική. Οι περισσότεροι τώρα απλώς του λένε αυτό που θέλει να ακούσει, είτε επειδή έχουν την ίδια απλοϊκή αντίληψη για τον πλανήτη μας είτε επειδή απλώς επιθυμούν να είναι αρεστοί στον πρόεδρο. Ευτυχώς παραμένει ο φιλο-ΝΑΤΟϊκός και εξαιρετικά έμπειρος στρατηγός Mattis στο υπουργείο Αμύνης, μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Δεύτερον, ως προς την εσωτερική αμερικανική πολιτική, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Ο Τραμπ υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει την οικονομική παραγωγή να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, μέχρι στιγμής αυτό που κάνει είναι να ενισχύει την πόλωση και την ένταση των διχαστικών αντιλήψεων στην αμερικανική πολιτική.
Η πόλωση αντανακλάται σήμερα και στο συγκεκριμένο θέμα της συνάντησης με τον Πούτιν. Το 71% όσων δηλώνουν Ρεπουμπλικανοί φέρονται να εγκρίνουν τους χειρισμούς του ως προς την Ρωσία, ενώ το ποσοστό πέφτει στο 14% αυτών που δηλώνουν Δημοκρατικοί.
Επίσης, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των Δημοκρατικών πιστεύει ότι η Ρωσία επιχείρησε να επηρεάσει τις εκλογές υπέρ του Τραμπ, με την άποψη αυτή συμφωνεί μόνο το 32% των Ρεπουμπλικανών. Η πόλωση εντείνεται στην αμερικανική πολιτική και επηρεάζει τις αντιλήψεις σχεδόν για κάθε θέμα.
Βλέπουμε σε κάθε περίπτωση ότι ο πρόεδρος Τραμπ περιφρονεί ανοιχτά ανεξάρτητες αρχές και δημοκρατικούς θεσμούς όπως ο Τύπος και η Δικαιοσύνη. Απειλεί με ένα παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, ενώ επιδεικνύει συχνά τον θαυμασμό του για τον Πούτιν και την περιφρόνησή του για ηγέτες δημοκρατικών χωρών όπως οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Μπορούμε επομένως να αποτιμήσουμε τη ζημιά που έχει κάνει ο Αμερικανός πρόεδρος με τη πολιτική του;
Αναφορικά με τη Δικαιοσύνη, η σημερινή περίοδος στις ΗΠΑ επιβεβαιώνει και αυτή το μεγαλείο του αμερικανικού ομοσπονδιακού πολιτικού συστήματος με την πραγματική ανεξαρτησία των διαφορετικών εξουσιών και τους πραγματικούς ελέγχους και τις εξισορροπήσεις μεταξύ τους.
Ο πρόεδρος επιχειρεί αλλά δεν κατορθώνει να ανακόψει μια διαδικασία διερεύνησης που εμμέσως πλην σαφώς στρέφεται και εναντίον του. Αυτή η διάσταση είναι κρίσιμη και δεν πρέπει να την παραβλέπουμε.
Αναφορικά τώρα με το διεθνές πεδίο, ο Τραμπ εκδήλωσε εξαρχής την προτίμηση του για διμερείς, όχι πολυμερείς συμφωνίες και συνεννοήσεις, κάτι που αναπόφευκτα φθείρει τους διεθνείς θεσμούς και τις διεθνείς νόρμες.
Αλλά για εμένα το μεγάλο ερώτημα είναι, κατά πόσον η ζημιά που προκαλεί το φαινόμενο Τραμπ στις εξωτερικές σχέσεις των ΗΠΑ είναι αναστρέψιμη. Η δική μου απάντηση με τα μέχρι σήμερα δεδομένα είναι πως ναι, η ζημιά είναι αναστρέψιμη, στο μέτρο που συμμαχικοί δρώντες όπως η Γαλλία και η Γερμανία δεν θα μπουν στον πειρασμό να επιχειρήσουν να κεφαλαιοποιήσουν και να επιτείνουν τη δυσαρέσκεια απέναντι στη Ουάσιγκτον.
Το μέλλον της Ε.Ε. μπορεί να είναι μέλλον με ειρήνη και ευημερία μόνο σε ένα περιβάλλον ευρωατλαντικών σχέσεων που εξελίσσονται και ενδεχομένως αλλάζουν βάσει αμοιβαίας κατανόησης.
Ας πάμε στο δια ταύτα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής. Συμφωνείτε με τις απόψεις πολλών διεθνών μέσων ότι ο Ρώσος πρόεδρος πήρε ό,τι ήθελε από τον αμερικανό, χωρίς να καταβάλει το παραμικρό τίμημα;
Σε επίπεδο εντυπώσεων, ναι. Ο Τραμπ έχασε, ο Πούτιν κέρδισε. Στην ουσία όμως, ο Πούτιν πήρε ελάχιστα αλλά και, βέβαια, δεν έδωσε τίποτε. Μέχρι στιγμής, ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά για «συμφωνίες» μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον ως αποτέλεσμα της συνάντησης.
Μάλιστα σε ένα ενδιαφέρον κείμενο του για το Brookings, ο βετεράνος διπλωμάτης Steven Pifer επισημαίνει ότι είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο και περίεργο το γεγονός ότι ημέρες μετά τη συνάντηση δεν υπάρχει επίσημη ενημέρωση για ό,τι υποτίθεται ότι συμφωνήθηκε.
Θεωρώ ότι πρόκειται για μια στιγμή ιδιόρρυθμης διπλωματικής φάρσας, θα την ονόμαζα «διπλωματία της αμφίπλευρης εικονικής συνεννόησης». Για να είμαι σαφής, αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν σοβαρές επαφές και συνεχείς συνεννοήσεις.
Στα παραπάνω προσθέστε και ένα ευρωπαϊκό αντιπερισπασμό, δηλαδή τη συμφωνία με την Ιαπωνία για ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Πως να διαβάσουμε την εξέλιξη σε σχέση πάντα με όλα τα παραπάνω;
Ορισμένα από τα ζητήματα που θέτει η αμερικανική κυβέρνηση είναι υπαρκτά και πολύ σημαντικά, όπως π.χ. η ανάγκη να μειώσει η Κίνα την πλεονάζουσα παραγωγή της σε τομείς όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο. Ή η ανάγκη να μειώσει η Ευρώπη την ενεργειακή εξάρτηση της από την Ρωσία.
Αλλά η συνολική προσέγγιση και οι ρητορικές εξάρσεις του Trump τείνουν να οδηγούν στην κατεύθυνση ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ εμπορικών μπλοκ, κάτι που θα ήταν καταστροφικό για την παγκόσμια οικονομία. Η Ε.Ε. έχει και αυτή τα δικά της ζητήματα και θα πρέπει να αποφύγει τον πειρασμό να εκμεταλλευτεί την περίοδο Τραμπ για εσωτερική ευρωπαϊκή κατανάλωση με τη δημιουργία μιας «αντιαμερικανικής» ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Τώρα αναφορικά με τη σημαντική νέα συμφωνία με την Ιαπωνία, την υπογραφή της οποίας ο Τουσκ από πλευράς Ε.Ε. χαρακτήρισε «καθαρό μήνυμα εναντίον του προστατευτισμού», θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων τεσσάρων ετών που είχαν ολοκληρωθεί, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, το Δεκέμβριο του 2017.
Η συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ το φθινόπωρο του 2019. Παρά λοιπόν τις υπερβολές στα διεθνή μίντια, δεν αποτελεί άμεση απάντηση στις προκλήσεις του Τραμπ. Αποτυπώνει όμως τη συνεπή και μακροχρόνια στρατηγική της Ε.Ε. υπέρ των πολυμερών οικονομικών και εμπορικών συμφωνιών και εναντίον του αδιέξοδου προστατευτισμού.
Παρεμπιπτόντως, κάτι που αφορά άμεσα και χώρες όπως η Ελλάδα, είναι ότι οι αγροτικές εξαγωγές προς την Ιαπωνία από την Ε.Ε. αναμένεται να αυξηθούν στα επόμενα χρόνια, καθώς οι δασμοί σε προϊόντα όπως το τυρί θα εξαλειφθούν.
Είναι βέβαιο ότι η Ιαπωνία, η οποία στο πολιτικό – στρατηγικό πεδίο αποτελεί σήμερα πολύτιμο και αναντικατάστατο σύμμαχο των ΗΠΑ στον Ειρηνικό, προσβλέπει ως προς το οικονομικό – εμπορικό πεδίο στην μετά τον Τραμπ εποχή. Οι ΗΠΑ είναι δημοκρατία, οι κυβερνήσεις έρχονται και φεύγουν και η κάθε περίοδος έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, χαρακτηριστικά και προκλήσεις.
Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.