Κάθε άτομο έχει δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την προσωπική του ασφάλεια.
Άρθρο 3, Οικουμενική διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα
Δεν ξέρω ποιος χρειάζεται να το διαβάσει, ίσως οι 900 συνάδελφοι που υπέγραψαν το πρόσφατο ψήφισμα κατά των σχεδιαζόμενων Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Πανεπιστημιακής Αστυνομίας δηλαδή), αλλά ξεκινάω μ’αυτό καλού-κακού: Η προσωπική ασφάλεια, εκτός από ανθρώπινο δικαίωμα, είναι απολύτως απαραίτητη για την ακαδημαϊκή ελευθερία. Η ελεύθερη αναζήτηση της γνώσης δεν μπορεί να γίνει σε περιβάλλον συστηματικής απειλής για την ατομική ακεραιότητα και αξιοπρέπεια.
Γιατί το γράφω; Γιατί δυστυχώς αρκετοί συμπολίτες μας δε γνωρίζουν ή αρνούνται να κατανοήσουν ότι το περιβάλλον σε πολλά ελληνικά ΑΕΙ συχνά εγκυμονεί κινδύνους και απειλές για την ατομική ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια καθηγητών, ερευνητών, υπαλλήλων και φοιτητών. Στα κοινωνικά δίκτυα κυκλοφορούν αρκετές αναρτήσεις συναδέλφων που αποδελτιώνουν, χωρίς δυσκολία, πολλά περιστατικά, ενώ όλοι αναφέρουν ότι παραλείπουν πολλά περισσότερα. Για παράδειγμα, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να δει αυτή την ανάρτηση ή αυτή. Στο ΟΠΑ η συχνή επωδός σε συζητήσεις μεταξύ των καθηγητών είναι «αυτό δε γίνεται, γιατί είδες τι έπαθε ο τάδε». Το άνοιγμα των προσφορών για τη μελέτη ανακαίνισης κτηρίου του πανεπιστημίου έγινε προ ολίγων ετών σε παρακείμενο ξενοδοχείο, γιατί η μελέτη αφορούσε κτήριο που τελούσε υπό υποτιθέμενη κατάληψη. Εκτός ιδρύματος έγινε και η συνέντευξη τύπου για τα 100 χρόνια του ΟΠΑ, «καλού-κακού». Έχω ζήσει ομηρεία στην αίθουσα Συγκλήτου από φοιτητές, με άσκηση βίας για παρεμπόδιση εξόδου από την αίθουσα και εξοργιστικές κατηγορίες για άσκηση βίας από ... τους καθηγητές που προσπάθησαν να εξέλθουν από την αίθουσα. To 2009 μια υποψήφια διδάκτορας που τώρα διαπρέπει ως ερευνήτρια στην IBM στις ΗΠΑ έπεσε μέρα-μεσημέρι θύμα ληστείας από μασκοφόρο μαχαιροβγάλτη μέσα στο ερευνητικό μας εργαστήριο. Το εργαστήριο βρισκόταν στον 4ο όροφο ενός κτηρίου του πανεπιστημίου με ένα μόνο κεντρικό κλιμακοστάσιο και ασανσέρ – και όμως ο δράστης έφυγε «κύριος». Η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί από τότε – αν δεν έχει χειροτερέψει κιόλας. Και υπάρχουν αναρίθμητα ακόμα περιστατικά προπηλακισμών, επεισοδίων, και άλλων πράξεων βίας και βανδαλισμού, συχνά επαναλαμβανόμενα και συνεχώς επαπειλούμενα.
Οι λόγοι που σχετικά περιστατικά δεν απασχολούν καθημερινά τη δημόσια σφαίρα είναι βασικά τρεις: Ο ένας είναι ότι συχνά δεν ειναι αρκετά «σημαντικά» για τα ΜΜΕ – ποιος να ασχοληθεί με το ότι πέντε τραμπούκοι στρίμωξαν ένα καθηγητή σε μια γωνία, τον εξύβρισαν και τον απείλησαν; Η’ με το ότι ένας διοικητικός υπάλληλος μπήκε «στη μέση» με κίνδυνο της ακεραιότητάς του για να γλυτώσει φοιτητή από ξυλοδαρμό από άλλους φοιτητές;
Ο δεύτερος είναι ότι συχνά οι πανεπιστημιακοί δε μιλάνε – είτε από κακώς εννοούμενο αίσθημα προστασίας του ιδρύματός τους από την κακή δημοσιότητα, είτε διότι έχουν εσωτερικεύσει το επικίνδυνο αφήγημα της «αυτοπροστασίας» των ιδρυμάτων, είτε διότι, όταν είναι οι ίδιοι τα θύματα, ντρέπονται. Και ο τρίτος είναι διότι έχουμε μάθει πώς να αποφεύγουμε τις κακοτοπιές: δεν οργανώνουμε εκδηλώσεις που θα «προκαλέσουν» τις βίαιες μειονότητες εντός των ιδρυμάτων, δεν θίγουμε ακαδημαϊκά κακώς κείμενα που αποτελούν «κεκτημένα», αυτολογοκρινόμαστε για να έχουμε την ησυχία μας – άλλωστε οι περισσότεροι εξ ημών δεν θεωρούμε μέρος της δουλειάς μας να εκτιθέμεθα σε κινδύνους, και θεωρούμε μέρος της δουλειάς να μην εκθέτουμε τους φοιτητές μας σε κινδύνους.
Εν ολίγοις, η κατάσταση είναι εξόχως προβληματική, και θα έπρεπε να είναι καθολική κοινωνική απαίτηση να διορθωθεί. Το ότι δεν είναι, είναι μια ακόμα ένδειξη για τις προτεραιότητες της κοινωνίας. Εν πάσει περιπτώσει όμως, φαίνεται ότι αποτελεί (επιτέλους!) κυβερνητική προτεραιότητα.
Το πρόβλημα της ασφάλειας των ΑΕΙ είναι πολυπαραμετρικό. Τα ΑΕΙ έχουν μεγάλη έκταση, περιλαμβάνουν πολλά κτήρια, έχουν εκτεταμένες ώρες λειτουργίας, και, κυρίως, μεγάλο και ετερογενές κοινό που εργάζεται, μορφώνεται και κυκλοφορεί εντός τους. Έχουν ακριβές εγκαταστάσεις, αίθουσες, και μηχανήματα, και πολύ κρίσιμο ρόλο στην οικονομική και μηχανήματα. Και το κυριότερο, υπάρχει μια εγκαθιδρυμένη ανοχή στη μικρή και μεγάλη παραβατικότητα και «χαμηλής έντασης» βία. Αυτή την ανοχή την απαιτούν δυναμικά μικρές μειονότητες φοιτητών, πανεπιστημιακών, και «κοινωνικών αγωνιστών» που επιδιώκουν να ιδιοποιηθούν πανεπιστημιακούς πόρους, την παρέχουν δε με τη στάση τους μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας και της πανεπιστημιακής κοινότητας, οι (περισσότερες) πανεπιστημιακές διοικήσεις, και η αστυνομία. Σε αυτό το περιβάλλον, το μεγάλο διακύβευμα είναι η δυνατότητα του κράτους να εγγυηθεί την προστασία της αξιοπρέπειας και της ασφάλειας του πανεπιστημιακού προσωπικού, εξασφαλίζοντας κατάλληλες συνθήκες λειτουργίας στα πανεπιστήμια εις πείσμα των ανωτέρω μειοψηφιών.
Τα ουσιώδη ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν ειναι τρία: τίνος είναι η ευθύνη για την εξάλειψη του προβλήματος, τι εργαλεία έχει στη διάθεσή του, και ποιες είναι οι συνέπειες για τον υπεύθυνο αν αυτό δε συμβεί (σε λογικό χρονικό διάστημα).
Στο πρώτο ερώτημα, μόνο δυο είναι οι δυνατές απαντήσεις: Το κράτος και οι πανεπιστημιακές διοικήσεις. Οι διοικήσεις είχαν 40 χρόνια να δειξουν αν μπορούν να το κάνουν, και υφιστάμεθα όλοι τις συνέπειες. Ακόμα και τώρα, πολλές αμφισβητούν την ύπαρξη του προβλήματος!
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν μόνο δυο δρόμοι που μπορεί να ακολουθήσει η κυβέρνηση: Ο ένας είναι να αφήσει την ευθύνη στις πανεπιστημιακές διοικήσεις. Αν το κάνει αυτό, επιβάλλεται να θέσει στη διάθεση των πρυτάνεων νέα, πρόσθετα μέσα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ασφαλείας, και να απαιτήσει πλήρη λογοδοσία για τα αποτελέσματα, με αυστηρές συνέπειες (π.χ. πλήρη παύση της χρηματοδότησης.) Δυστυχώς ή ευτυχώς αντίστοιχη υπευθυνότητα δεν έχει τολμήσει το ελληνικό κράτος να ζητήσει ούτε καν από τις διοικήσεις των επαγγελματικών αθλητικών σωματείων.
Εκτός αυτού, δεν ξέρω αν μπορούν καν να δοθούν αστυνομικές αρμοδιότητες σε άλλους φορείς πλην της ελληνικής αστυνομίας και τι νομοθετικές αλλαγές απαιτεί αυτό – ούτε αν θα ήταν επιθυμητό. Και χωρίς τέτοιες αρμοδιότητες είναι αστείο να συζητάμε για επίλυση του προβλήματος μόνο με ηλεκτρομηχανικές διατάξεις ελέγχου πρόσβασης στα κτήρια και φύλακες-κλητήρες. Ούτε τους τζαμπατζήδες στο μετρό δεν έχουν καταφέρει να σταματήσουν οι διατάξεις αυτές. Στα πανεπιστήμια υπάρχει εδώ και χρόνια μια ιδιότυπη «σταθερή ισορροπία», όπως περιγράφτηκε παραπάνω. Για να βρεθεί άλλο, καλύτερο για την κοινωνία και τους φοιτητές, σημείο ισορροπίας, χρειάζεται να δαπανηθεί «ενέργεια»: στο συγκεκριμένο συγκείμενο, θα χρειαστεί να ασκηθεί βία για τη μετάβαση, καθώς οι δυνάμεις της αδράνειας είναι ισχυρές και αποφασισμένες. Η βία αυτή σε ένα πολιτισμένο κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να ασκηθεί από κανέναν πλην της αστυνομίας. Γι' αυτό θεωρώ αφελείς και επικίνδυνες τις φωνές που πρεσβεύουν ότι οι φοιτητές και οι καθηγητές πρέπει να «πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους» και να «διεκδικήσουν» την ασφάλεια στα ΑΕΙ. Όταν η κατάσταση γίνει όπως στα σουηδικά πανεπιστήμια, πιθανόν να αρκούν πανεπιστημιακοί φύλακες (αν και, κι εκεί στην αστυνομία στηρίζονται.)
Ο δεύτερος δρόμος είναι να αναλάβει η κυβέρνηση τη μεγάλη αυτή ευθύνη – έχει όλα τα μέσα για να ενεργήσει, και λογοδοτεί ενώπιον του ελληνικού λαού. Φαίνεται ότι αυτή ειναι η επιλογή της κυβέρνησης. Αναμένω τις πρωτοβουλίες της με ανυπομονησία και καλή θέληση. Αν μας αφήσει πάλι ξεκρέμαστους, οι συνέπειες θα είναι μεγάλες, τόσο για την ίδια όσο κυρίως για τα πανεπιστήμια.
ΥΓ Δε σχολιάζω το ψήφισμα των 900: η ομάδα αυτή είναι ταγμένη στη διατήρηση του απαράδεκτου σημερινού στάτους κβο. Δεν υπάρχει περιθώριο συνεννόησης – ου τους πείσεις καν τους πείσεις. Επίσης δε σχολιάζω, καθότι εντελώς αναρμόδιος, το θέμα της συνταγματικότητας της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, ελπίζω όμως ότι η κυβέρνηση έχει τη σοβαρότητα πριν κάνει την πρόταση να έχει επιβεβαιώσει τη συνταγματικότητά της.
ΥΓ2 Αν δεν υπάρχει αυτή η συνεχής ανασφάλεια στα ΑΕΙ, θα νικηθεί η αδράνεια και ο συντηρητισμός τους; Φυσικά και όχι (όλων) άμεσα, αλλά τι σχέση έχει αυτό; Υπάρχουν άλλοι μηχανισμοί κινητοποίησης των διοικήσεων και των πανεπιστημιακών – απλά κανείς εξ αυτών δε λειτουργεί όταν κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητα του προσωπικού.
*Ο Βασίλης Βασσάλος είναι Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών