Βρίσκουμε αληθινά παρήγορο το γεγονός ότι η κοινή γνώμη δεν αναλώθηκε σε καυγάδες για το αν το 9χρονο παιδί στη Ρόδο λιποθύμησε όντως από την πείνα. Είναι αλήθεια ότι όσοι ισχυρίζονται ότι έχουν το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» ένιωσαν πολύ άνετα να πλέκουν αντιμνημονιακά παραμύθια με αυτοκτονίες και παιδιά που λιποθυμούσαν από την πείνα, με αποτέλεσμα να είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία απέστρεψε το πρόσωπο από ένα πρόβλημα που προϋπήρχε του μνημονίου: την ακραία φτώχεια.
Η είδηση για τη λιποθυμία του παιδιού στη Ρόδο αντί για καυγάδες προκάλεσε αμηχανία. Μέσα σε μια δημόσια σφαίρα που είναι γεμάτη συζητήσεις για τα εκατομμύρια που έρχονται από τις Βρυξέλλες κι ενώ ερίζουμε για το πού θα τα επενδύσουμε, η είδηση αυτή θυμίζει την πραγματικότητα που όλοι βλέπουμε στα εστιατόρια, τα καταστήματα, τα κομμωτήρια που δούλεψαν εντατικά τις πρώτες δέκα μέρες μετά τη λήξη της καραντίνας και τώρα σκοτώνουν μύγες, τα ξενοδοχεία που μαθαίνουμε ότι δεν πρόκειται να ανοίξουν. Το ακούμε και από τους φίλους μας που εργάζονται στην επικοινωνία τών κλάδων αυτών: έχουν μείνει χωρίς δουλειά και αυτοί και ο χειμώνας προβλέπεται ακόμα χειρότερος.
Όμως, με το σημείωμα αυτό δεν θέλουμε να «μαυρίσουμε» κανενός την ψυχή. Αντιθέτως, θέλουμε να επισημάνουμε την ανάγκη η κοινωνία, όλοι εμείς, να κινητοποιηθούμε για να προετοιμαστούμε γι αυτό που θα έρθει άσχετα αν για την ώρα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ένταση του προβλήματος.
Το γεγονός ότι η ξενοδοχοϋπάλληλος και μητέρα δύο ανηλίκων στη Ρόδο έμεινε χωρίς εισόδημα είναι το ένα θέμα. Το δεύτερο σοβαρό θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι ότι γιατί δεν αναζήτησε βοήθεια σε κάποια κρατική δομή είτε του Δήμου είτε της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα στη Ρόδο;
Αν υπάρχει δεν το γνώριζε ή μήπως (κάτι που είναι το πιο πιθανό) ντρεπόταν να πάει να ζητήσει βοήθεια;
Έχοντας συνεργαστεί για ένα χρονικό διάστημα με την προηγούμενη δημοτική αρχή της Αθήνας, είχα την ευκαιρία, τη θεωρώ τύχη και εμπειρία ζωής, να δω να στήνεται ένα δίκτυο κοινωνικής υποστήριξης από τον Γιώργο Καμίνη και τους συνεργάτες του,όχι μόνο τους αιρετούς δημοτικούς συμβούλους της παράταξής του αλλά και τους καλούς δημοσίους υπαλλήλους που υπηρετούν στις κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου της Αθήνας και εργάστηκαν σκληρά ώστε στην πρωτεύουσα όπου κατοικούν οι μισοί Έλληνες και πλήθος μεταναστών, αν μη τι άλλο. να μην πεινάσει κανείς και όσοι το χρειάζονται να μπορούν να βρουν ένα πιάτο φαγητό.
Το βασικό πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί και τελικά λύθηκε ήταν η ντροπή που αισθάνεται κάθε συμπολίτης μας που βρίσκεται στην τραγική θέση να μην έχει να φάει γιατί έχει μείνει άνεργος, να ζητήσει βοήθεια.
Σε έρευνα με ερωτηματολόγια που είχαν κάνει οι υπάλληλοι του ΚΥΑΔΑ (Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων) στο Κέντρο Σίτισης, το 2013 καταγράφηκε ότι εκείνη τη χρονιά το 66% των σιτιζομένων ήταν Έλληνες με το 33% των σιτιζομένων να είναι «νεοεισερχόμενοι» στο σύστημα βοήθειας, με τους μισούς από αυτούς, τους νεοεισερχόμενους, να έχουν ολοκληρώσει βασική εκπαίδευση. Ήταν η χρονιά που στο Κέντρο Σίτισης εμφανίστηκαν νέοι άνδρες, κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (σ’ένα ποσοστό κοντά στο 1%) οι οποίοι επειδή ντρέπονταν, ντύνονταν ωσάν να πήγαιναν στη δουλειά τους και έβρισκαν κάποια ευκαιρία να μπουν κρυφά στο στεγασμένο χώρο του ΚΥΑΔΑ για να φάνε ένα πιάτο φαγητό είτε γιατί είχαν μηδενικά εισοδήματα είτε γιατί είχαν ένα μηνιαίο εισόδημα της τάξεως των 300Ε. Μιλάμε πάντα για Έλληνες πολίτες.
Στη συνέχεια ο Δήμος της Αθήνας έφτιαξε τον Κόμβο Αλληλεγγύης, μια πρωτοποριακή δομή κοινωνικής υποστήριξης την οποία ελπίζω ο νυν Δήμαρχος Αθηναίων κ.Κωστής Μπακογιάννης να διατηρήσει ζωντανή. Πληροφορήθηκα ότι ενδιαφέρεται πολύ για το κοινωνικό έργο του Δήμου. Με τη βοήθεια ενός λογισμικού που ανέπτυξαν οι υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων (δηλαδή το Δημόσιο) η μεγάλη επιθυμία για προσφορά που υπήρχε τότε στην κοινωνία αλλά και στις επιχειρήσεις, «κούμπωνε» σε δικαιούχους της βοήθειας οι οποίοι, διακριτικά και με ραντεβού πήγαιναν και παραλάμβαναν σακούλες με τρόφιμα ή ό,τι άλλο χρειάζονταν για να ζουν με αξιοπρέπεια, για πχ.σχολικά είδη για τα παιδιά τους.
Την εποχή του διαδικτύου, των τηλεδιασκέψεων αλλά πάνω απ’όλα την εποχή της πανδημίας είναι αδιανόητο να έχουμε την αξίωση από τους φτωχούς συμπολίτες μας που βρίσκονται σε προσωρινή ή μόνιμη ανάγκη να στήνονται στις ουρές για να ζητήσουν λίγα τρόφιμα. Πρέπει να υπάρχει δυνατότητα τηλεφωνικής ή διαδικτυακής επικοινωνίας.
Γνωρίζουμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Όλοι ευχόμαστε, σχεδόν προσευχόμαστε, να μην έχει μεγάλη έκταση και ένταση. Όμως κάποιοι ήδη είναι ευάλωτοι. Δεν μπορούμε να τα περιμένουμε όλα από το Κράτος.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να κινητοποιηθεί άμεσα. Μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια του Υπουργείου των Εσωτερικών. Ο υφυπουργός κ.Θοδωρής Λιβάνιος τα γνωρίζει όλα αυτά καλά αφού συμμετείχε και αυτός στην οργάνωσή τους. Πολύ μεγάλη και καλή τεχνογνωσία έχει ο Δήμος της Αθήνας ο οποίος έχει και καλούς ανθρώπους, καλούς υπαλλήλους, στις υπηρεσίες του.
Οι πολίτες πρέπει να πιέσουμε τους Δημάρχους να κινητοποιηθούν όχι για να οργανώσουν συσσίτια και ουρές αλλά για να στηρίξουν τους συμπολίτες μας διακριτικά, ανθρώπινα, όπως αρμόζει σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.
Ναι. Είναι τραγικό που λιποθύμησε το παιδί. Εξίσου τραγικό και ίσως ακόμα πιο τραγικό όμως είναι ότι η μητέρα του δεν ήξερε πως να ζητήσει βοήθεια. Δεν πρέπει να έχουμε την αξίωση από τους ευάλωτους να δώσουν οι ίδιοι λύση στο πρόβλημά τους γιατί αν μπορούσαν να το κάνουν δεν θα βρίσκονταν σε δύσκολη θέση.
Ζούμε σε κοινωνία. Όχι σε ζούγκλα. Αν θέλουμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι και ως Έλληνες, ας επιδείξουμε το βασικό χαρακτηριστικό της παράδοσής μας στους αιώνες: τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του πολιτισμού μας. Να κινητοποιηθούμε όλοι. Λύσεις υπάρχουν. Οι συμπολίτες μας, μας χρειάζονται.
* Ευχαριστώ θερμά τον κ.Κωστή Μπιτζάνη, Διευθύνοντα Σύμβουλο της «Τεχνόπολις» του Δήμου Αθηναίων που μου θύμισε κάποια από τα στοιχεία που περιλαμβάνω στο άρθρο μου.