Του Σάκη Μουμτζή
Αυτό το ερώτημα απασχολεί πολιτικούς και σχολιαστές. Υπαρκτό σε όλη του την έκταση, καθώς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δημιούργησε αμφιβολίες για την αξιοπιστία τους.
Και να αναλογιστούμε πως στα δημοψηφίσματα πάντα οι επιλογές είναι δύο και συνεπώς η δουλειά των δημοσκόπων είναι ευκολότερη.
Βασικό στοιχείο που καθιστά μια δημοσκόπηση αξιόπιστη είναι πληρέστερη δυνατόν αντιστοίχηση του δείγματος με τις υπάρχουσες τάσεις στους πολίτες. Γι΄αυτό, άλλωστε, βλέπουμε δημοσκοπήσεις που γίνονται το ίδιο χρονικό διάστημα, από διαφορετικές εταιρείες, να έχουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ τους.
Έτσι, όποιος επιθυμεί να εξάγει πολιτικά συμπεράσματα από αυτές, θα πρέπει να συγκρίνει τις μετατοπίσεις που παρατηρούνται μέσα στον χρόνο, στα αποτελέσματα της ίδιας εταιρείας.
Δηλαδή, τι αλλαγές έχουν συντελεσθεί μέσα στο ίδιο δείγμα.
Όμως, παρ΄όλες τις αποκλίσεις που παρατηρούνται από εταιρεία σε εταιρεία, είναι δυνατόν να βγάλουμε μερικά ασφαλή συμπεράσματα για τις τάσεις των πολιτών εκείνη την χρονική στιγμή.
Δηλαδή, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ποιο κόμμα βρίσκεται πιο κοντά στην νίκη και αν υπάρχουν περιθώρια ανατροπών. Ολα αυτά δεν προκύπτουν μόνον από την πρόθεση ψήφου, αλλά και από κάποια παραμετρικά στοιχεία.
Εδώ και δύο χρόνια τι έχουμε λοιπόν; Έχουμε μια σταθερή υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας, σε όλες τις εταιρείες, μια υπεροχή, που όχι μόνον δεν ανατράπηκε, αλλά ούτε καν αμφισβητήθηκε.
Επιπροσθέτως, το κυριότερο στοιχείο των δημοσκοπήσεων, η παράσταση νίκης, είναι συντριπτικά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας εδώ και δύο χρόνια. Ως γνωστόν η παράσταση νίκης φανερώνει τι πιστεύουν οι πολίτες για το ποιος θα κερδίσει στις εκλογές.
Είναι αυτό που λέμε «ο αέρας του νικητή». Και γιατί είναι σημαντικό; Γιατί, κατά τεκμήριον, οι αναποφάσιστοι στρέφονται την τελευταία στιγμή υπέρ του διαφαινόμενου πρώτου κόμματος.
Έτσι δικαιολογείται και το γεγονός πως οι δημοσκοπήσεις της Παρασκευής προ των εκλογών, ενώ προβλέπουν, σχεδόν πάντα, με επιτυχία τον νικητή, τις περισσότερες φορές αποτυγχάνουν να προβλέψουν την έκταση της νίκης του, που τελικά είναι μεγαλύτερη του αναμενομένου.
Την ημέρα των εκλογών το μεγαλύτερο μέρος αυτών που δηλώνουν αναποφάσιστοι, ψηφίζουν το «γκουβέρνο» της Δευτέρας, κάτι που δεν μπορεί να αποτυπωθεί δύο ημέρες πριν.
Συνεπώς, όσο επιφυλακτικοί και να είμαστε με την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων, έχουμε την δυνατότητα, μέσα από τα αποτελέσματα τους, να διαβάσουμε τα «χοντρά γράμματα» της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας.
Σήμερα, ανεξαρτήτως της διαφοράς που υπάρχει μεταξύ των δημοσκοπικών ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, από εταιρεία σε εταιρεία, υπάρχει ένα κοινό συμπέρασμα: τους τελευταίους πέντε μήνες το άνοιγμα της ψαλίδας που υπάρχει μεταξύ των δύο κομμάτων, παραμένει σταθερό.
Αυτή η διαπίστωση έχει δύο αναγνώσεις.
1. Η Νέα Δημοκρατία παρ΄όλη την φθορά του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αυξήσει τα ποσοστά της.
2. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ΄όλες τις προσπάθειες που καταβάλλει, καθώς χρησιμοποιεί πλέον όλον τον βαρύ οπλισμό του, δεν κατορθώνει να κλείσει την ψαλίδα.
Αν αυτή η «φωτογραφία της στιγμής» παγώσει στον χρόνο, τότε πρέπει να είμαστε βέβαιοι για μιαν άνετη νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Τα «χοντρά γράμματα» των δημοσκοπήσεων φανερώνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα μπορεί να ανατρέψει αυτήν την εικόνα.
Και ακόμα δυσκολότερα να αποκτήσει τον αέρα του νικητή.
Όμως δεν καταρρέει. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε για να μείνει.
Εννοείται, πως οι εκλογές δεν κερδίζονται με τις δημοσκοπήσεις. Επίσης, τα ηγετικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας ας λάβουν σοβαρά υπ΄όψη τους, πως έχουν απέναντι τους έναν σκληρό και αδίστακτο αντίπαλο, που είναι ικανός—και το έχει αποδείξει—να αιφνιδιάσει με κτυπήματα «κάτω από την ζώνη».
Οι δημοσκοπήσεις είναι εργαλείο δουλειάς και όχι επανάπαυσης.