Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Ο Καντ είναι ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του Νομικού Θετικισμού. Υποστήριζε πως το δίκαιο δεν αποτελεί παρά το σύνολο των προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες η προαίρεση του ενός μπορεί να εναρμονιστεί προς την προαίρεση του άλλου. Σύμφωνα με ένα γενικό, καθολικό νόμο, της ηθικής ελευθερίας.
Έτσι λοιπόν γίνεται αντιληπτό πως το δίκαιο και η ηθική δεν είναι αντίθετα πράγματα, αλλά ταυτίζονται, καθώς έχουν ως κοινή επιδίωξη τους την ελευθερία. Η προσέγγιση αυτή όμως δεν αναιρεί την θεμελιακή θέση του νομικού θετικισμού που δεν δέχεται την ταύτιση ηθικής και νόμου κατά βάση, αλλά πιστεύει πως η σχέση τους είναι διαφορετική παρά τις κοινές επιδιώξεις. Γιατί το δίκαιο ενδιαφέρεται κατ΄ ουσία για την εξωτερική έκφραση των πολιτών, ενώ η ηθική αφορά το εσωτερικό φρόνημά τους.
Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης είχε δώσει τον ορισμό της ηθικής αρετής. Χρησιμοποιώντας ως εργαλεία τον εμπειρισμό και την διαλογικότητα ο φιλόσοφος κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί στην ευδαιμονία μέσω της ηθικής, αλλά και μέσω των διανοητικών αρετών. Για να είναι κάποιος ευδαίμων θα πρέπει να ικανοποιεί ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αναγνωρίζεται ως ευδαιμονία.
Και καταλήγει κάπου πως με την συνήθεια και την επανάληψη, το «έθος» (η έξη) , μετατρέπεται σε ήθος.
Σε μας τώρα τι συμβαίνει; Έχουμε συνηθίσει να μην μας ευχαριστεί η σύνδεση δικαίου και ηθικής. Να μην επενδύουμε την ευχαρίστησή μας στο δίκαιο αλλά να διαμορφώνουμε την ηθική μας στην ελευθεριότητα και στην ασυδοσία.
Με μία πρώτη ματιά, δεν είναι και τόσο άσχημα, σε ό τι αφορά την διαχείριση του παρόντος. Γιατί αγνοώντας τις συνθήκες μιας κοινωνίας δικαίου, μπορούμε να παρκάρουμε όπου βρούμε, να καπνίζουμε παντού, να πετάμε τα σκουπίδια στους δρόμους, να μην πληρώνουμε τα δάνειά μας, τους φόρους μας. Να βανδαλίζουμε τους δημόσιους χώρους, να προκαλούμε ηχορύπανση. Κυρίως, όμως να μην αναλαμβάνουμε υπεύθυνους ρόλους σε ό τι μας ανατεθεί στις επιμέρους, ιδιωτικές ή συλλογικές δράσεις μας.
Είμαστε ελεύθεροι; Αν αναλάβουμε το ρίσκο μιας «αναρχούμενης» κοινωνίας, ναι. Αν θέλουμε να ζούμε χωρίς κανόνες, πληρώνοντας κλήσεις, πεθαίνοντας σε ατυχήματα, χάνοντας νέους που φεύγουν στο εξωτερικό, ζώντας καταχρεωμένοι και καταπιέζοντας τους συμπολίτες μας, ναι είμαστε ελεύθεροι να το κάνουμε. Αλλά ως πότε;
Ποιος θα μας αλλάξει; Και ποιος μπορεί; Η Κεραμέως στα σχολεία ή ο Χρυσοχοίδης στους δρόμους; Και οι δύο αλλά κυρίως, ο δεύτερος. Με την εφαρμογή των νόμων παντού. Στα Εξάρχεια, στο κέντρο της Αθήνας, στις πλατείες, στα πανεπιστήμια, στους δημόσιους χώρους, στις εθνικές οδούς. Και να ακολουθήσουν και οι άλλοι υπουργοί. Στις ΔΟΥ, στα κόκκινα δάνεια, στα επιδόματα, στις πολεοδομίες, στα ασφαλιστικά ταμεία.
Το ζητούμενο είναι ένα και αρκεί για να αλλάξει τη χώρα: να εφαρμοστούν οι νόμοι παντού. Για να αλλάξει και η ηθική μας. Για να μάθουμε να απολαμβάνουμε την ελευθερία μας αλλιώς. Μέσα από μία ροή καθημερινότητας προβλεπόμενη και συμβατή με το μέλλον μας. Και για τη δίκη μας ζωή και για αυτή των παιδιών μας.
Μας είπαν ότι θα αλλάξουν τη χώρα. Ακόμα όμως, το κέντρο της Αθήνας κλείνει από 100 «αβοήθητους» ανθρώπους, ακόμα καπνίζουν σε κλειστούς χώρους, ακόμα δίπλα στην ΑΣΟΕΕ γίνεται εμπόριο ναρκωτικών. Και ακόμα ετοιμάζονται καταλήψεις στα πανεπιστήμια.
Η χώρα θα αλλάξει όταν μας κάνουν να αισθανόμαστε ευχαρίστηση από την εφαρμογή του νόμου. Μην ανησυχείτε, δεν θα γίνουμε ξενέρωτοι Ελβετοί. Πάντα τον Διόνυσο θα λατρεύουμε.
Έλληνες είμαστε και οι Έλληνες είναι αυτοί που εφηύραν τους νόμους…