Να αντιμετωπίσουμε με επιχειρήματα, αντί να δαιμονοποιούμε, τους Δραχμοφρουρούς

Να αντιμετωπίσουμε με επιχειρήματα, αντί να δαιμονοποιούμε, τους Δραχμοφρουρούς

Του Κώστα Μήλα

Πρέπει το συντομότερο δυνατό να αντιμετωπίσουμε με εποικοδομητικά επιχειρήματα τους Δραχμοφρουρούς. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν και εφόσον βρεθούμε μπροστά σε ένα ξαφνικό Δημοψήφισμα «Ευρώ ή Δραχμή», ΔΕΝ θα υπάρξει καθόλου χρόνος να «περάσουμε» τα επιχειρήματα μας στους ψηφοφόρους. Κάτι τέτοιο άλλωστε συνέβη και με το Δημοψήφισμα του 2015, άσχετα (βέβαια) με το γεγογός ότι ο κ. Τσίπρας γύρισε κυνικά το ΟΧΙ σε ΝΑΙ...

Όταν ο Ν. Ξυδάκης μίλησε για την Δραχμή, εμείς οι υποστηρικτές του Ευρώ, μεταξύ των οποίων (ίσως) και ο γράφων, «πέσαμε να τον φάμε». Πράγματι, η συμπεριφορά μας φέρνει κατά νου τους ηθοποιούς του θεάτρου οι οποίοι επιδεικνύουν μεγάλη επιφυλακτικότητα η οποία πλησιάζει τα όρια της δεισιδαιμονίας όσον αφορά τις αναφορές τους στο θεατρικό έργο Macbeth του Shakespeare.

Όπως λοιπόν οι ηθοποιοί αποφεύγουν κάθε αναφορά στο παραπάνω έργο πριν ανέλθουν στο «θεατρικό σανίδι» επειδή φοβούνται ότι θα προκαλέσει κακοτυχία, έτσι και εμείς, αποφεύγουμε αναφορές στην Δραχμή παρά το γεγονός ότι έχουμε πλείστα όσα επιχειρήματα τα οποία ΔΕΝ διαθέτουν οι «Δραχμοφρουροί». Δαιμονοποιώντας λοιπόν την Δραχμή, θυμίζουμε τον μακαρίτη Μένιο Κουτσόγιωργα ο οποίος δήλωνε αλαζονικά «δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε!».

Στο παρόν, δεν θα ασχοληθώ με τα προβλήματα της χρεοκοπίας (βλέπε προηγούμενες σκέψεις εδώ).

Θα επισημάνουμε, όμως, άλλα σημεία στους Δραχμοφρουρούς. Πρώτον, ότι το νόμισμα, αυτό καθαυτό, δεν είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα έχει να κάνει με αυτούς που διαχειρίζονται τα πολιτικά και οικονομικά πράγματα της χώρας.

Κατά την γνώμη του γράφοντα, η επιστροφή στη Δραχμή προκρίνεται κατά βάση από αυτούς οι οποίοι αποτελούν αυθεντικούς εκφραστές των γνωστών παθογενειών του ελληνικού πολιτικού συστήματος που ευθύνονται για όσα τραγικά συμβαίνουν σήμερα στη χώρα μας. Συνεπώς, η επιστροφή στην Δραχμή δεν θα λύσει κανένα απολύτως πρόβλημα.

Δεύτερον, οι Δραχμοφρουροί πιστεύουν ότι η επιστροφή στην Δραχμή, ταυτόχρονα με μία πολιτική «μετρημένης διολίσθησης» (ή και υποτίμησης) θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα μας. Πρόκειται περί μεγάλου μύθου για τρεις λόγους.

  1. Αντί για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, υποτιμήσεις του παρελθόντος (το 1983 κατά 15% και το 1985 κατά 15%) πυροδότησαν απίστευτα μεγάλες αυξήσεις στον πληθωρισμό κατά 19,8%(!) το 1983 και κατά 19,5%(!) το 1985 οι οποίες (βέβαια) έσβησαν το (όποιο) πλεονέκτημα της «ευελιξίας» του εθνικού νομίσματος.
  2. Ποσοτικές εκτιμήσεις του ρυθμού ανάπτυξης της Ελλάδας οι οποίες βασίζονται (α) στην διεθνή ζήτηση (OECD growth), (β) στην ανταγωνιστικότητα και (γ) στο spread (ως μέτρο επενδυτικού/πολιτικού ρίσκου) οδηγούν στο συμπέρασμα (βάσει standardised coefficents για να συγκρίνουμε όμοια πράγματα!) ότι το spread έχει διπλάσια επίδραση από τη διεθνή ζήτηση και 2,6 φορές μεγαλύτερη επίδραση από την ανταγωνιστικότητα. Με άλλα λόγια, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος δεν αποτελεί πανάκεια επίλυσης των προβλημάτων μας.
  3. Αφού λοιπόν η κατάρρευση του πολιτικού ρίσκου αποτελεί κυρίαρχο μοχλό οικονομικής ανάπτυξης, για ποιό λόγο να εμπιστευθούμε τους Δραχμοφρουρούς όταν η ηγεσία που τους εκφράζει, είναι, αυτή καθαυτή, ο «ορισμός» του πολιτικού ρίσκου;

*Ο κ. Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής και Πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Οικονομικών, Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.