Του Νίκου Γιαννή*
Διαβάζοντας τις ειδήσεις για την τελευταία θεομηνία που έπληξε τις ΗΠΑ ή τα ακραία καιρικά φαινόμενα που έπληξαν φέτος τη χώρα μας, είναι δύσκολο να μην σου δημιουργηθεί η αίσθηση ότι παρακολουθείς ένα έργο, η εξέλιξη του οποίου είναι ήδη γνωστή και προδιαγεγραμμένη. Αυτό που πριν από μερικές δεκαετίες θεωρούνταν «δυσοίωνες προβλέψεις μερικών επιστημόνων», τα τελευταία χρόνια παίρνει σάρκα και οστά και μετουσιώνεται σε μια ζοφερή πραγματικότητα για εκατομμύρια ανθρώπους.
Κάθε χρόνο τα ακραία καιρικά και κλιματολογικά φαινόμενα αυξάνονται σε ένταση και συχνότητα. Σε κάποια μέρη του κόσμου, οι περίοδοι ξηρασίας δεν μετριούνται πλέον σε μήνες αλλά σε χρόνια. Ποτάμια αποξηραίνονται, ταμιευτήρες υδάτων αδειάζουν και καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια εξαφανίζονται, στερώντας από εκατομμύρια ανθρώπους τη βασική πηγή εισοδήματος.
Στη Δύση, η οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε τη λήξη του Β'ΠΠ δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι καμία ζημία δεν είναι μη αναστρέψιμη και κανένα κόστος τόσο υψηλό ώστε να μην μπορεί να αποζημιωθεί. Όμως πλησιάζουμε προς το κρίσιμο, μη-αναστρέψιμο σημείο, όπου τα κόστη γίνονται δυσθεώρητα. Οι τυφώνες που έπληξαν φέτος τις ΗΠΑ προκάλεσαν ζημιές συνολικού ύψους 200 δις. $ όταν το αντίστοιχο ποσό για πριν από 25 χρόνια ήταν μόνο 15,5 δις. $. Στον «παγκόσμιο νότο» οι κοινωνίες έρχονται αντιμέτωπες με ένα είδος μακροχρόνιας οικολογικής καταστροφής, η οποία ενεργοποιεί έναν φαύλο κύκλο φτωχοποίησης, ριζοσπαστικοποίησης, βίας και εκτοπισμού. Μία πρόσφατη έρευνα καθηγητών από το Παν/μιο Columbia βρήκε ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ της κλιματικής αλλαγής και της αύξησης του αριθμού των αιτούντων άσυλο στην Ευρώπη τα τελευταία 20 χρόνια.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία στην υποσαχάρια Αφρική αποτελεί σημαντική αιτία μετανάστευσης προς την Ευρώπη (Μογκερίνι, 22.7.2018). Η στερεοτυπική αλυσίδα, «οι επιπτώσεις είναι ελάχιστες», «αλλαγή υπάρχει αλλά αφορά άλλες χώρες», «λύσεις θα βρει ο άνθρωπος όπως πάντα», «αν όντως είναι μεγάλη τότε δεν μπορώ να κάνω τίποτα», πρέπει να σπάσει. Ακόμη κι αν το πρόβλημα αποδειχθεί κάποτε μικρό, η γενιά μας δεν μπορεί πλέον να πάρει το ρίσκο κι επίσης αυτό δεν αποτελεί λόγο προς συνέχιση μιας άφρονης κατανάλωσης. Reduce – Reuse – Recycle.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν στέκεται θεατής, αλλά έχει θέσει την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ως κυρίαρχο στόχο για τα επόμενα χρόνια. Όπως περιέγραψε προσφάτως και ο Επίτροπος Canete, η ΕΕ επιδιώκει να δημιουργήσει μία πολιτική η οποία χαρακτηρίζεται από φιλοδοξία, αφοσίωση και αλληλεγγύη. Φιλοδοξία για την επίτευξη του στόχου της μείωσης των εκπομπών ρύπων κατά 40% μέχρι το 2030, όπως προβλέπεται και στη Συμφωνία του Παρισιού. Αυτό θα γίνει μέσω της εφαρμογής της Μακροχρόνιας Στρατηγικής για το Κλίμα την οποία διαμορφώνει η Επιτροπή, και με την οποία στοχεύει στον συντονισμό όλων των επιμέρους πολιτικών (π.χ. ενέργεια, μεταφορές, κλπ.) προς έναν κοινό στόχο. Τα τελευταία 26 χρόνια, η μείωση των εκπομπών ρύπων στην ΕΕ έχει συνδυαστεί με μία συνολική αύξηση του ΑΕΠ κατά 50%. Για την Επιτροπή αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι μια συνεπής περιβαλλοντική πολιτική έχει και θετική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη.
Η αφοσίωση έγκειται το γεγονός ότι η επίτευξη των παραπάνω στόχων έχει γίνει μέρος της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Η ΕΕ θα επενδύσει περίπου το 25% του επόμενου προϋπολογισμού της (2020-2027) σε δράσεις που συνδέονται άμεσα με το περιβάλλον και επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό του Συστήματος Εκπομπών Δικαιωμάτων Εκπομπών και την επέκταση του σε τομείς τους οποίους δεν καλύπτει μέχρι τώρα, όπως αυτούς των μεταφορών και των κατασκευών. Αλληλεγγύη στην πράξη, με την ΕΕ να αποτελεί τον μεγαλύτερο δωρητή περιβαλλοντικής αναπτυξιακής βοήθειας σε αναπτυσσόμενες χώρες, με σκοπό την άμεση προσαρμογή τους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, η Ελλάδα αναμένεται να βιώσει μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου, άνοδο της στάθμης και εντονότερες και μεγαλύτερες σε διάρκεια περιόδους ξηρασίας, οι οποίες θα επιφέρουν πλήγμα τόσο στην γεωργία όσο και στον τουρισμό. Παρ'όλα αυτά η χώρα μας φαίνεται να είναι ελάχιστα προετοιμασμένη για τις επερχόμενες προκλήσεις. Οι επιπτώσεις αυτές φαίνεται να έχουν ελάχιστη βαρύτητα στο σχεδιασμό της αναπτυξιακής πολιτικής σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο για το μέλλον. Το αποτέλεσμα είναι όχι μόνο ότι θα βρεθούμε απροετοίμαστοι μπροστά στον κίνδυνο, αλλά και ότι χάνουμε τις ευκαιρίες ανάπτυξης που προκύπτουν από την προσπάθεια διαχείρισης αυτών των κινδύνων. Παντελής απουσία αναδασώσεων, διαχείριση απορριμμάτων στην Κέρκυρα και την Αττική, έρευνες για πετρέλαιο στην περιοχή του μεγαλύτερου εθνικού πάρκου της χώρας στη Β. Πίνδο και καθυστέρηση εισαγωγής των ανανεώσιμων πηγών, είναι ορισμένα παραδείγματα.
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα με πολυεπίπεδες επιπτώσεις που ουδείς μπορεί να αγνοήσει. Η ΕΕ εφαρμόζει μια συντονισμένη και μακροχρόνια πολιτική με σκοπό τον περιορισμό των επιπτώσεων και την ενίσχυση της οικονομίας και της απασχόλησης. Η Ελλάδα οφείλει να προσαρμοσθεί και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που προσφέρονται, ειδάλλως κινδυνεύει να χάσει πολλά παραπάνω από μερικές μονάδες ΑΕΠ.
*Ο Δρ Νίκος Γιαννής, εργάζεται στον τομέα της έρευνας για την αναπτυξιακή βοήθεια στις Βρυξέλλες, μέλος της Κ.Ε. της Ένωσης Ευρωπαίων Φεντεραλιστών