Της Εύης Χριστοφιλοπούλου*
Η έκβαση του βρετανικού δημοψηφίσματος, η προηγούμενη προεδρική εκλογή στην Αυστρία με την στο παρά πέντε αποφυγή ενός ακροδεξιού ξενοφοβικού υποψηφίου, αλλά και η δημοσκοπική άνοδος πολιτικών όπως η Μαρίν Λεπέν ή ο Μπέπε Γκρίλλο επιβεβαιώνουν την εξάπλωση του λαϊκισμού, της μισαλλοδοξίας και του εθνικισμού στην Ευρώπη. Παρόμοια έξαρση των φαινομένων αυτών παρατηρείται και στις Η.Π.Α. με τον Ντόναλντ Τραμπ να διεκδικεί το Λευκό Οίκο. Στην Ελλάδα η εξουσία βρίσκεται εδώ και ένα χρόνο στα χέρια των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, μιας καιροσκοπικής άθροισης δυνάμεων αριστερού και δεξιού λαϊκισμού, που κυριάρχησαν επικαλούμενοι εσωτερικούς και εξωτερικούς «εχθρούς», και υποσχόμενοι επίγειους παραδείσους.
Πολλοί αναλυτές δικαίως χαρακτηρίζουν το λαϊκισμό -αριστερής ή δεξιάς κοπής- ως μία από τις μεγαλύτερες απειλές για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ο ορθολογισμός και η κοινή λογική υποχωρούν και τα πολιτικά δρώμενα κυριαρχούνται από το συναίσθημα και την παρόρμηση. Οι κοινωνίες διχάζονται και η εσωστρέφεια, η συνομωσιολογία και ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός ανθούν. Ο διχασμός, με κατασκευή εχθρών που δήθεν ευθύνονται για όλα τα δεινά του τόπου, η δαιμονοποίηση και η κατ' επίφαση εναντίωση στις ελίτ, η μεγέθυνση του φόβου και η πολιτική εκμετάλλευσή του απομακρύνουν τον πολιτικό διάλογο από τα πραγματικά προβλήματα και εμποδίζουν τη νηφάλια, αξιόπιστη και αντικειμενική προσέγγισή τους.
Ο σοβαρότερος κίνδυνος για τη δημοκρατία όμως είναι η διολίσθηση προς την αυταρχική διακυβέρνηση με τη σταδιακή εξάπλωση μιας κεντρικής προπαγάνδας, με τη προσπάθεια ελέγχου των ΜΜΕ και με τη απαξίωση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Δυστυχώς γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες της εξάπλωσης των φαινομένων αυτών από τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Δεν αρκεί όμως να εξορκίζουμε και να αφορίζουμε το λαϊκισμό. Ούτε αρκεί να επικαλούμεθα το «μεταρρυθμισμό» ως δήθεν αντίπαλο δέος. Επικεντρώνοντας στον ίδιο το λαϊκισμό τον ανάγουμε σε «εχθρό» και στην ουσία τον χρησιμοποιούμε από άλλη πολιτική σκοπιά για να αντιμετωπίσουμε τους πολιτικούς μας αντιπάλους!
Χρειάζεται σοβαρή αποτίμηση των γενεσιουργών του αιτίων και ανάπτυξη πολιτικών που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα, όχι τον ίδιο το λαϊκισμό. Κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται σε ιδεολογικό κενό, συναθροίζοντας δυνάμεις του ορθού λόγου χωρίς πολιτικό πρόσημο.
Η οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε στην Ευρώπη, εν πολλοίς ανεπιτυχώς, με πολιτικές λιτότητας που οδήγησαν στον εξακοντισμό των κοινωνικών ανισοτήτων. Ταυτόχρονα οι κλειστές διαδικασίες λήψης αποφάσεων αποξένωσαν τους πολίτες. Η Ε.Ε. και συνακόλουθα, οι εθνικές κυβερνήσεις παραμένουν εγκλωβισμένες στις ρουτίνες των Βρυξελλών, μακριά από τα προβλήματα και τις αγωνίες των κοινωνιών και αδύναμες να δώσουν πραγματικές λύσεις και διεξόδους στο μεταναστευτικό, στην ανάπτυξη, στην απασχόληση. Η νομισματική ένωση στερούμενη του δημοσιονομικού σκέλους και της πολιτικής ενοποίησης παρήγαγε περισσότερο προβλήματα παρά λύσεις για την Ευρώπη. Τελικά ήταν αναπόφευκτο να αντιμετωπιστεί και η ίδια η Ε.Ε. ως το κυρίαρχο πρόβλημα από τις δυνάμεις του λαϊκισμού!
Ο λαϊκισμός θα χάσει έδαφος μόνο αν στραφούμε σε πολιτικές επιλογές που θα ξεριζώσουν τα αίτια γένεσής του. Αυτό δεν επιτυγχάνεται με γενικόλογες αναφορές στην ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την κοινωνική δικαιοσύνη. Χρειάζονται τολμηρές διαρθρωτικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, και την οικονομία που θα δημιουργήσουν πραγματικές διεξόδους οικονομικής ευημερίας, με παραγωγή και αναδιανομή πλούτου και πολιτική συμμετοχή.
Χρειάζεται επίσης εκστρατεία αλήθειας και ευθύνης για την επαναπροσέγγιση των πολιτών.
Οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας οφείλουν πρώτες να ανταποκριθούν στην αυτήν την κορυφαία της πρόκληση της εποχής μας.
* Η κα. Εύη Χριστοφιλοπούλου είναι Βουλευτής Περιφέρειας Αττικής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης