Είναι κυκλικού χαρακτήρα κρίση ή έχει μεσομακροχρόνια χαρακτηριστικά; Είναι κρίση προσφοράς, ζήτησης, χρηματοπιστωτική κρίση ή κρίση χρέους; Πυροδοτεί γειτονικές κρίσεις; Μπορεί να ενεργοποιήσει γεωστρατηγικές κρίσεις, κρίσεις που αφορούν τις μακροχρόνιες συμπεριφορές των ανθρώπων, όπως η υπογεννητικότητα ;
Από την αρχή της κρίσης του COVID-19 οι αναλυτές μελετούν πολύ προσεκτικά τα διαθέσιμα δεδομένα για να αντιληφθούν τα χαρακτηριστικά της.
Αρχικά επρόκειτο για μια κρίση προσφοράς, σήμερα όμως πλέον έχει γίνει καθαρά μια κρίση ζήτησης. Η πολιτική, νομισματική και δημοσιονομική κρίση έχουν υποστηρικτικό χαρακτήρα με αποτέλεσμα να συγκρατηθεί η ύφεση, να αυξηθούν όμως τα χρέη και οι τιμές των κεφαλαιακών στοιχείων, όπως και να διατηρηθούν οι τιμές των ακινήτων.
Αλλά η κρίση παρατείνεται. Αρχίζει να γίνεται πλέον απαιτητή η ικανοποίηση των χρηματοπιστωτικών υποχρεώσεων. Όσο λοιπόν αυτή επιμηκύνεται (λόγω κυρίως επιδημιολογικών αντιξοοτήτων), τόσο ο κίνδυνος να μετατραπεί σε χρηματοπιστωτική κρίση ανεβαίνει. Αυτή τη φορά εμπλέκονται και άλλες αντιξοότητες όπως η πολιτική διαφωνία στις ΗΠΑ, οι διαφωνίες για το Ταμείο Ανάπτυξης στην Ευρώπη, το Brexit, οι γεωστρατηγικές αναταράξεις.
Οι πτωχεύσεις αυξάνονται, τα κόκκινα δάνεια πληθαίνουν, η ζήτηση μειώνεται, οι αξίες μπορεί να πάρουν την κατιούσα και όλα αυτά με μία επεκτατική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική που κινούνται σε τεντωμένο σχοινί. Την Παρασκευή οι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν μετά από χρόνια το αξιόχρεο της Γαλλίας και της Βρετανίας και μάλιστα αυτό συνέβη την ημέρα όπου ο Μπόρις Τζόνσον δήλωνε ότι ο Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να προετοιμαστεί για το σενάριο που αποκαλείται no deal. Τι βλέπουν οίκοι; Βλέπουν ότι μεταξύ άλλων το χρέος φουσκώνει.
Τα μηνύματα έρχονται από παντού. Θα ζήσουμε μια αντίστοιχη χρηματοπιστωτική κρίση και κρίση χρέους με εκείνη του 2008 για τον κόσμο και του 2011 για την Ελλάδα; Ίσως, αν δεν καταφέρουμε να την ελέγξουμε.
Η κρίση της περασμένης δεκαετίας ήταν η χειρότερη μορφή κρίσεων με μακρά διάρκεια επίπτωσης (γύρω στα δέκα χρόνια) και για τις βαριά πληττόμενες οικονομίες (Ελλάδα) γύρω στα είκοσι χρόνια. Είχε ως βασικό της χαρακτηριστικό την υπερδιόγκωση των ιδιωτικών και δημόσιων στοιχείων χρέους μέσα από αυτοτροφοδοτούμενες θετικές προσδοκίες με συνακόλουθη αύξηση των τιμών των κεφαλαιακών στοιχείων (ακίνητα, τιμές μετοχών και αξίες επιχειρήσεων κ.τ.λ.) και υπερδιόγκωση των χρηματοπιστωτικών υποχρεώσεων για τα νοικοκυριά, το κράτος και τις επιχειρήσεις ή σε ορισμένες από αυτές.
Όταν για κάποιο λόγο, ενδογενή ή εξωγενή, ανατραπεί αυτή η ευνοϊκή συγκυρία της συνεχούς ανόδου των χρεών και των τιμών, οι χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις παραμένουν υψηλές, οι τιμές των κεφαλαιακών στοιχείων καταρρέουν και επέρχεται η κρίση χρέους. Αυτή ήταν η ιστορία του 2010 και αρκετών παλαιότερων κρίσεων.
Σήμερα λοιπόν ο φόβος είναι ένας. Ότι όσο θα παρατείνεται η σημερινή κατάσταση, τόσο θα αυξάνεται και ο κίνδυνος η κρίση να μετατραπεί σε κάτι βαθύτερο.
Προφανώς και η λύση βρίσκεται στην διατήρηση της υποστηρικτικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Δηλαδή στην επέκταση του QE, στην επέκταση και διεύρυνση των δημοσιονομικών πακέτων, στην συντόμευση της κρίσης (δηλαδή την έρευση εμβολίου), στην διαγραφή (ναι διαγραφή, αφού δεν υπάρχει ηθικός κίνδυνος) ορισμένων νέων χρεών και στην μείωση των παράπλευρων κινδύνων. Πολύ δύσκολα θα «διαχειριστούμε» μία νέα χρηματοπιστωτική κρίση και πρέπει πάση θυσία να την αποφύγουμε.