Toυ Ανδρέα Ζαμπούκα
Ζούμε σε μια χώρα που η προσήλωση στις ρίζες – σε οποιεσδήποτε ρίζες- μοιάζει να αποτελεί θέσφατο χρέος. Συνήθως, κινούμαστε μεταξύ παράδοσης, «βαλκανικού φονταμενταμισμού» και ιδιότυπου κρατισμού. Από το εκπαιδευτικό σύστημα, την μεταφυσική θεώρηση του επιστητού, ως την οικονομία, αναζητούμε «μετα-λύσεις» σε μία «μετα-πραγματικότητα» την οποία εκβιάζουμε από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Οι προβλέψεις για το μέλλον είναι συνήθως απαισιόδοξες. Υπάρχουν μάλιστα και μερικοί που πιστεύουν ότι μετά την «ροζ» περίοδο της Αριστεράς, οι επόμενες «σειρήνες» θα εμφανιστούν από τον χώρο της Εκκλησίας…
Από την άλλη, οι Έλληνες, για πρώτη φορά στην μεταπολεμική τους ιστορία, είχαν την ευκαιρία να βιώσουν, με επικίνδυνο τρόπο, την εμπειρία του τυχοδιωκτισμού και του λαϊκισμού. Γιατί, μέχρι πρόσφατα, εκ του ασφαλούς, οι πάντες εξασκούνταν σε φαντασιακές περιπέτειες, ψυχαγωγούμενοι με την ελπίδα της ανέξοδης προσπάθειας. Τώρα που είδαν το ανεκπλήρωτο των διαθέσεων, ίσως, για κάποιους, η προσγείωση να φαίνεται πιο συμφέρουσα και πιο λειτουργική.
Μία έρευνα του ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσις» που δημοσιεύτηκε χθες, στην Καθημερινή, δημιουργεί μια αναπάντεχη αισιοδοξία για το πώς έχει διαμορφωθεί η κοινή γνώμη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει εκείνο για την «Οικονομία, το κράτος και την ιδιωτική πρωτοβουλία» που δείχνει να επικρατεί πλέον ένας μεγαλύτερος ρεαλισμός (για παράδειγμα, το 62,1% θεωρεί ότι η κρίση οφείλεται «κυρίως στις δικές μας αδυναμίες») και μια διάθεση να δοκιμαστεί ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης λιγότερο εξαρτημένο από το κράτος. Οι Έλληνες πιστεύουν στη συρρίκνωση του Δημοσίου, προτιμούν μείωση της φορολογίας, ακόμα κι αν σημαίνει περικοπή κοινωνικών παροχών, και βλέπουν την ανάκαμψη να προέρχεται από ξένες επενδύσεις και εξαγωγές, όχι από την εισοδηματική πολιτική μιας «φιλολαϊκής κυβέρνησης». Η παγκοσμιοποίηση, την οποία τρεις στους πέντε θεωρούν απειλή για την Ελλάδα σε αφηρημένο επίπεδο, θεωρείται η μοναδική ευκαιρία για την επιστροφή στην ευημερία!
Από την άλλη, διακρίνει κανείς ένα σημαντικό ποσοστό εσωστρέφειας (κυρίως στην ξενοφοβία) που επιβεβαιώνει τον αντιφατικό χαρακτήρα πολλών ερευνών στις πεποιθήσεις των Ελλήνων.
Ας είναι όμως. Το ότι το 62,1% θεωρεί ότι η κρίση οφείλεται «κυρίως στις δικές μας αδυναμίες» και όχι σε σκοτεινά σχέδια των ξένων είναι πράγματι, αξιοσημείωτο. Και φανερώνει μια διάθεση αυτοκριτικής που αποτελεί πάντα το ζητούμενο για την αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας.
Υπάρχει λοιπόν ελπίδα; Μπορεί ας πούμε να δούμε ένα ακόμα μεγαλύτερο κύμα αντίδρασης στον λαϊκισμό και στην δαιμονοποίηση της ευθύνης; Γιατί περί αυτού πρόκειται, όταν ο ιδεοληπτικός ναρκισσισμός απορρίπτει κάθε διάθεση αυτοκριτικής.
Τι να πω; Αρχίζω πλέον να ελπίζω. Να είναι που καθημερινά βλέπουμε καρικατούρες ξεχασμένων φαντασμάτων να τρώνε τα μούτρα τους; Να είναι που οι νέοι απεχθάνονται πια την μιζέρια του κράτους; Που ταξιδεύουν, που μπαίνουν ίντερνετ, που καταλαβαίνουν πια ότι ο κόσμος τρέχει χωρίς εμάς και δεν τον προλαβαίνουμε;
Πάντα πίστευα ότι τον τροχό κάθε εξέλιξης τον σπρώχνει η κινητήρια δύναμη όλων των εποχών. Η ανάγκη! Αυτή είναι που ξεκινάει πολέμους, επαναστάσεις και χτυπάει τα κουδούνια πάνω από τα μυαλά των ανθρώπων.
Η Ελλάδα πέρασε από την πρωτόγονη κατάσταση της επαρχίας, στην αστικοποίηση, δια μέσου του πατερναλιστικού κρατισμού. Δεν είναι και λίγο να μεγαλώνεις γενιές και γενιές με το όραμα του «ελεήμονος» κράτους. Ίσως δεν είναι πολλά τα 7 χρόνια μιζέριας για να φτάσουμε κάποια στιγμή στην συνείδηση της πραγματικότητας εξαιτίας της ανάγκης.
Κρατάω μια φράση που μου είπε ο νομπελίστας Πισσαρίδης στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. «Οι μεταρρυθμίσεις επιτυγχάνουν σε μία χώρα, όταν υπάρχει μία ισχυρή ομάδα στον πληθυσμό, που πιστεύει ότι θα είναι σε καλύτερη θέση, μετά τις μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα κανείς δεν το πιστεύει αυτό». Και πράγματι, αυτό είναι το μυστικό: Η συνειδητότητα της ικανοποίησης της ανάγκης. Και για αυτό άλλωστε, ακόμα παλεύουμε με μνημόνια και έχουμε κυβέρνηση που αντιστέκεται στις μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτό συνέβαινε μάλλον, ως τώρα.
Ας ελπίσουμε λοιπόν, ότι οι Έλληνες θα γίνουν κάποτε φιλελεύθεροι. Από ανάγκη και αντίληψη. Από βούληση και επιθυμία για ένα κράτος δικαίου, για μια οικονομία ίσων ευκαιριών και για έναν σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό επιτευγμάτων και όχι μιζέριας, μίσους και ιδεοληπτικής διχόνοιας.
Ομολογώ ότι αυτή η έρευνα με εξέπληξε. Αν δεν την δημοσίευε η Καθημερινή, δεν θα μπορούσα να την πιστέψω…