Μπορούμε μόνο με ξένους διαιτητές και ξένα μνημόνια;

Μπορούμε μόνο με ξένους διαιτητές και ξένα μνημόνια;

Του Ανδρέα Ζαμπούκα

Στον τελικό του Σαββάτου μεταξύ ΑΕΚ και ΠΑΟΚ στο ΟΑΚΑ διαιτητής ήταν ένας Ισπανός, ο Φερνάντεθ Μπορμπαλάν. Σε γενικές γραμμές εξαιρετικός. Υπήρξαν όμως στιγμές που, κάτω από άλλες συνθήκες, θα μπορούσαμε να είχαμε παρατράγουδα. Όπως στο πέναλτι, του ΠΑΟΚ ή προς στο τέλος που αναγκάστηκε να δώσει δύο κόκκινες κάρτες.

Σε κάθε περίπτωση, ο Ισπανός διαιτητής αποδείχθηκε ο καταλληλότερος για να κρατήσει τις απαραίτητες ισορροπίες σε ένα ντέρμπι που τα πάντα θύμιζαν πολεμική σύγκρουση μεταξύ δύο έτοιμων από καιρό, στρατών. Ενδιαφέρον είχαν -για όποιον το παρατήρησε- οι ήπιες αντιδράσεις των οπαδών στις δύσκολες αποφάσεις που πήρε, χωρίς να είναι δύσκολο να φέρει κανείς στο μυαλό του τι θα συνέβαινε με Έλληνα διαιτητή...

Είναι μόνο οι διαιτητές και το ποδόσφαιρο; Είναι και οι δάσκαλοι στα σχολεία, οι καθηγητές στα πανεπιστήμια, οι δικαστές στα δικαστήρια, όλοι λίγο πολύ, οι θεσμοί της ελληνικής πολιτείας! Οι πάντες φαίνονται στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας κατώτεροι των περιστάσεων, με μειωμένο κύρος και ανεπαρκείς στις υπηρεσίες τους.

Είναι όμως και στην πραγματικότητα τόσο "λίγοι", μπροστά στις "υψηλές" απαιτήσεις των πολλών; Το πιθανότερο είναι πως όχι αλλά μπλεγμένοι μέσα στη δίνη της αμφισβήτησης, ακόμα και ικανότατοι να είναι, καταλήγουν λειψοί... Σαν να το παίρνουν απόφαση από ένα σημείο και μετά, ότι είναι μάταιη η προσπάθεια της διάκρισης ή της δεξιότητας στο αντικείμενο.

Ζούμε σε μια κοινωνία με χαμηλή αυτοπεποίθηση. Με την αυτοεκτίμηση των πολιτών στο ναδίρ. Με έντονη καχυποψία, μα αμφιβολία για όλους, με απαξίωση του διπλανού μας και με υπερβολικά συμπλέγματα στην διαπροσωπική και δημόσια επικοινωνία μας. Κατά συνέπεια, πολύ εύκολα απορρίπτουμε θεσμούς, λειτουργίες και συστήματα ως υποδεέστερα των περιστάσεων και ενοχοποιημένα στην σκοπιμότητά τους.

Γιατί μας συμβαίνει αυτό; Oι λόγοι είναι οικονομικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί και κυρίως, πολιτιστικοί.

Η αγορά μας ήταν πάντα μεταπρατική, μικροκαπιταλιστική και βασισμένη στην παραοικονομία. Αυτή δημιούργησε τον "καταφερτζή Ελληνάκο" ο οποίος παλεύει να επιβιώσει -ή και να πλουτίσει- χωρίς να έχει εμπιστοσύνη στο συμπολίτη του.

Το κράτος μας είναι ακόμα δομημένο στον πελατειασμό και στην επικράτηση των δικτύων. Επομένως, κάποιος πάντα θα κρύβεται πίσω από προθέσεις, διαδικασίες και δοσοληψίες στις σχέσεις μας.

Η κοινωνία δεν επέδειξε στοιχεία αστικής ωριμότητας. Ο επαρχιωτισμός μας υπερίσχυσε της αστικής ηθικής και απαξίωσε τα σταθερά αστικά πρότυπα που εμπνέουν κύρος και σεβασμό στους υπόλοιπους.

Τέλος, η κουλτούρα που εμπεδώσαμε στη ταυτότητά μας αναπαρήγαγε συνήθειες ευτελισμού των αρχών και των αξιών μας, κυρίως στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Ο λαϊκισμός και η απλοποίηση των συμπεριφορών (όλοι είναι μαλάκες εκτός από μένα...) παγίωσαν μία σταθερή αντίληψη καχυποψίας και αμφισβήτησης των προσώπων.

Φταίει το σχολείο; Φταίνε τα δίκτυα που ξεπέρασαν κάθε όριο (παράγοντες ποδοσφαίρου); Φταίει η αυτοκαταστροφική εξέλιξη των θεσμών και των ρόλων της πολιτείας (έλλειψη αστυνόμευσης, ατιμωρησία);

Φταίνε όλα μαζί και δεν υπάρχει εύκολος τρόπος "αυτοβελτίωσης". Μόνο ένας δρόμος ανοίγεται μπροστά μας για να αλλάξουμε την "πολιτεία" μας και να επαναφέρουμε την εμπιστοσύνη: να μάθουμε για ένα διάστημα, να ζούμε με ξένους "διαιτητές" και με μνημόνια! Να ανοιχτούμε στον κόσμο και να στρατεύσουμε ξένους θεσμούς για την βελτίωση των δικών μας. Να μάθουμε στην εξωστρέφεια για να σώσουμε την κατάσταση.

Να δούμε πόσο καλά λειτουργεί ο θεσμικός Έλληνας μέσα στο ξένο σύστημα και πόσο έξυπνα το δικό μας σύστημα με ξένους θεσμούς. Μόνη λύση να γίνουμε καλή ομάδα είναι να πάρουμε καλό ξένο προπονητή. Και μετά να προπονήσουμε εμείς τους άλλους. Όπως ακριβώς κάναμε στο μπάσκετ από την δεκαετία του ΄90 και μετά, γεμίζοντας την Ευρώπη με Έλληνες προπονητές...