Στο άρθρο του της Δευτέρας ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος θίγει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα που πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να έχει κεντρική θέση στη συζήτηση για το σύγχρονο φιλελευθερισμό αλλά και για το εάν υπάρχει έστω κι ένα πεδίο όπου ο φιλελευθερισμός μπορεί να συναντηθεί με τη σοσιαλδημοκρατία.
Τα προγράμματα κοινωνικής και αλληλέγγυας επιχειρηματικότητας ξεκίνησαν στην Αθήνα επί Δημαρχίας Καμίνη ως μια απόπειρα να ανακουφιστούν οι επιπτώσεις που είχε η κρίση όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στη διάλυση του κοινωνικού ιστού που αυτή επέφερε. Το ζητούμενο ήταν να βρεθεί ένας τρόπος άνεργοι να εμπλακούν σε κάποια μορφής επιχειρηματική δραστηριότητα που θα δημιουργούσε και θέσεις εργασίας και θα παρήγαγε υπηρεσίες ή προϊόντα που είχε ανάγκη η κοινωνία τη συγκεκριμένη στιγμή.
Αν αυτό ακούγεται τερατωδώς σοσιαλιστικό, να επισημάνουμε ότι στην Ευρώπη ο μεγάλος υπέρμαχος της «Κοινωνικής Οικονομία της Αγοράς» είναι το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας. Μάλιστα, το Ίδρυμα Konrad Adenauer στην Αθήνα, διοργανώνει πλήθος σχετικών σεμιναρίων ακόμα και σε συνεργασία με τα ελληνικά πανεπιστήμια. Αντιγράφουμε τον ορισμό τους από σχετικά έντυπα του ιδρύματος Adenauer: «Κοινωνική οικονομία της αγοράς είναι ένας τρόπος θεώρησης και κατανόησης δεσμών μεταξύ κοινωνίας, κράτους και οικονομίας διαφορετικός από την κυρίαρχη οικονομική θεωρία».
Ναι, είμαστε σίγουροι ότι το παραπάνω το αντιγράψαμε από υλικό του think tank του CDU και όχι από φυλλάδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε διάφορα αιχμηρά σχόλια για τη «μαμά Γερμανία», τον βιομηχανικό κολοσσό που μας ωθεί στην πράσινη ενέργεια για να αγοράζουμε από εκείνη ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά κι αντί να φέρει έστω και μια γραμμή παραγωγής στην Ελλάδα (όπως έχει κάνει στη Βόρεια Μακεδονία, για παράδειγμα), στέλνει τους ιεραποστόλους της στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας να κηρύσσουν τον σοσιαλισμό και την οικονομία της φτώχειας αλλά θα τα παραλείψουμε.
Η υπογράφουσα βέβαια ανήκει σε αυτούς που πιστεύουν σε «κυρίαρχες οικονομικές θεωρίες» και συγκεκριμένα στην οικονομία των ελεύθερων αγορών. Όμως, σε δεδομένες πολιτικές/ιστορικές συγκυρίες ίσως να μην πρέπει να είμαστε τόσο απόλυτοι.
Από τη μία, συμμεριζόμαστε την αγανάκτηση του Κωνσταντίνου Χαροκόπου για τα μικρά καταστήματα της θρυλικής Στοάς Εμπόρων στην οδό Βουλής (ανάλογη διαχείριση έγινε στα καταστήματα στη στεγασμένη Αγορά της Κυψέλης).
Από την άλλη, στην παρούσα συγκυρία ποιος θα μπορούσε να νοικιάσει ένα πολύ μικρό μαγαζί στη Στοά των Εμπόρων στο Κέντρο της Αθήνας; Να το κάνει τι; Τι μπορεί να πουλήσει κανείς σήμερα με κέρδος μέσα σε ένα μικροσκοπικό χώρο, όταν όλα τα μικρά εμπορικά τα έχουν καταπιεί μεγαλύτερα πολυκαταστήματα; Θυμόμαστε πολύ καλά ότι η Στοά στέγαζε «χαμένα» παραδοσιακά επαγγέλματα. Ποιος πάει σήμερα στο ρολογά; Στον τυπογράφο; Στον τσαγκάρη; Και να θέλει δηλαδή να πάει που θα βρει αυτούς τους επαγγελματίες που νοίκιαζαν αυτούς τους μικροσκοπικούς χώρους στο Κέντρο της Αθήνας;
Η θρυλική Στοά των Εμπόρων, την εποχή της ακμής της οποίας η υπογράφουσα θυμάται με μεγάλη συγκίνηση να επισκέπτεται παιδάκι, για να πληρώσει τις εισφορές του πατέρα της στο Ταμείο Εμπόρων, στέγαζε μια οικονομία μιας άλλης εποχής που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Τα ίδια και στην Αγορά της Κυψέλης, τα ίδια και στη Στοά Αρσακείου που στέγαζε, μεταξύ άλλων, τον μουσικό εκδοτικό οίκο «Γαϊτάνου» όπου οι μαθητές των ωδείων αγόραζαν τις παρτιτούρες της μουσικής που μελετούσαν ή το μικρό κατάστημα με τις σημαίες. Η Στοά Αρσακείου θα γίνει, κάποια στιγμή, κέντρο με εστιατόρια και καταστήματα γκουρμέ γιατί δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο.
Τα ιστορικά εμπορικά σημεία της Αθήνας τα σάρωσε «της ζωής το κύμα το παράφορο» που λέει και ο ποιητής Νίκος Γκάτσος.
Αν δεν επενέβαινε ο Δήμος τα τοπόσημα θα παρέμεναν οι σκουπιδότοποι που είχαν καταντήσει ή θα ήταν, ακόμα, υπό καθεστώς κάποιας ξεχασμένης κατάληψης.
Βλέπουμε λοιπόν εδώ μια ευκαιρία για πολιτικό διάλογο και παραγωγή πολιτικής. Χωρίς να υπαναχωρήσουν στο ελάχιστο από τις καταστατικές ιδεολογικές τους αρχές, οι φιλελεύθεροι μπορούν να δουν θετικά τέτοιες πρωτοβουλίες αρκεί βέβαια να έχουν στρατηγική και συνέχεια. Γιατί για να ριζώσει μια πρωτοβουλία όπως αυτή στη Στοά των Εμπόρων απαιτούνταν ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες και βέβαια ανάλογη επικοινωνία.
Η κοινωνική επιχειρηματικότητα λοιπόν θα μπορούσε να λειτουργήσει σε περιοχές των πόλεων συμπληρωματικά, προσθέτοντας στην κοινωνία σε μια συγκυρία που αδυνατεί να παράγει κέρδος.