Μπορεί να υπάρξει δημιουργικός πατριωτισμός;

Μπορεί να υπάρξει δημιουργικός πατριωτισμός;

Του Βάιου Τριανταφύλλου*

Η εθνική ιδεολογία, ή αλλιώς ο πατριωτισμός, και η αναγωγή της εθνικής ταυτότητας σε μια απ' τις ανώτερες αξίες της πολιτικής οργάνωσης έχει υπάρξει κυρίαρχη σε όλα τα σύγχρονα κράτη στον κόσμο. Μέσα στα χρόνια, η εθνική ιδεολογία έχει πάρει ποιοτικά διαφορετικές εκφάνσεις. Από τα φασιστικά κινήματα των Κου Κλουξ Κλαν και της Χρυσής Αυγής έως τον μετριοπαθή χαρακτήρα της αμερικανικής ή της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας τα χαρακτηριστικά του πατριωτισμού αλλάζουν, όχι όμως και οι αρχές του. Είναι, μάλιστα, αυτές οι αρχές που έχουν αποτελέσει το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζονται οι κρατικοί μηχανισμοί, και με τη σειρά τους οι αμυντικοί μηχανισμοί, οι μηχανισμοί συλλογής της φορολογίας, θέσπισης του ποινικού συστήματος και ούτω καθ' εξής.

Η θεμελίωση ενός ολόκληρου κράτους στις αρχές του πατριωτισμού επιτυγχάνεται είτε με την αρχή της εθνικής ομοιογένειας και τη δημιουργία ενός έθνους-κράτους είτε, στα πολυπολιτισμικά κράτη, μέσω της δημιουργίας μιας τεχνητής εθνικής ταυτότητας. Και στις δύο περιπτώσεις οι πολίτες τους ενώνονται με ασαφείς, μεταξύ τους, πολιτισμικούς, ή άλλους, δεσμούς και διακηρύσσουν τα συμφέροντα τους ως ανώτερα από τα συμφέροντα των άλλων κρατών. Έτσι, βρίσκεται μια κοινή αφετηρία, ένα κίνητρο για τους ανθρώπους να νιώσουν ότι ανήκουν σε ένα σύνολο, με αποτέλεσμα να αποδέχονται, και στην πλειοψηφία τους να υποστηρίζουν αλόγιστα τις διαδικασίες με τις οποίες, κατά τον κοινωνιολόγο Τσαρλς Τίλλυ, δημιουργούνται τα κράτη: την εξουδετέρωση εχθρών στο εσωτερικό τους, την εξόρυξη πόρων και την άντληση φόρων, καθώς και την προστασία από εξωτερικούς εχθρούς με τη κήρυξη πολέμου.

Η εθνική ταυτότητα κατέχει σημαντικό ρόλο στην συνείδηση των πολιτών και ο βαθμός στον οποίο κινητοποιεί και συσπειρώνει τις λαϊκές μάζες είναι τεράστιος: από τους εργάτες χαλυβουργίας στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, οι οποίοι συσπειρώθηκαν για τη διεκδίκηση οικονομικών δικαιωμάτων κάτω από το σύνθημα του Τραμπ «Κάντε την Αμερική Σπουδαία Ξανά», μέχρι την εξέγερση του ελληνικού λαού το 2015, η οποία πήρε τη μορφή ενός αγώνα ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας από τους «ξένους» δανειστές, τη συντριπτική υπερψήφιση του Brexit από τους πολίτες της αγγλικής επαρχίας, ή ακόμα και ζητήματα ήσσονος σημασίας όπως είναι η ονοματολογία μιας χώρας.

Είναι δεδομένο πως όλες οι παραπάνω μορφές συλλογικής δράσης και διεκδίκησης, οι οποίες πηγάζουν φυσικά και αυθόρμητα από τα λαϊκά κινήματα οφείλουν να γίνονται σεβαστές και να τους δίνεται χώρος έκφρασης, ανεξαρτήτως της φύσης και της μεθόδου των διεκδικήσεων αυτών.

Ό,τι ισχύει όμως για κάθε άποψη, έτσι και η αυθόρμητη άποψη και η λαϊκή της έκφραση δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να μένει στο απυρόβλητο: η συσπείρωση γύρω από την εθνική ταυτότητα και ιδεολογία, η οποία μπορεί να εκφράζεται ως μια «αγνή αγάπη για την πατρίδα», πηγάζει από έναν συναισθηματικό δεσμό με έναν τόπο και τους ανθρώπους του. Η πατρίδα, βρίσκει υπόσταση στην οικειότητα, γλωσσική και πολιτισμική, αλλά και στην κοινή νοοτροπία που ένας άνθρωπος μοιράζεται με τους συμπολίτες του. Οποιαδήποτε, όμως, διαφορετική σύνδεση (πέραν μιας κοινής αντίληψης της πραγματικότητας σε μια δεδομένη εποχή) ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς και τους προγόνους τους ανά τους αιώνες τεκμηριώνεται τουλάχιστον αόριστα και, ίσως, καταχρηστικά, με αποτέλεσμα να αποδεικνύεται πως η προσκόλληση στην εθνική ιδεολογία και συνέχεια δεν αντικατοπτρίζει την αντικειμενική πραγματικότητα.

Για την ενίσχυση του πατριωτισμού, επιστρατεύονται τα εθνικά σύμβολα. Αυτά τα σύμβολα αποτελούν μια μορφή υπαγόρευσης της εθνικής ιδεολογίας, η οποία κατευθύνει την πηγαία και φυσική τάση του ανθρώπου να εντάσσεται σε ομάδες και να διεκδικεί συλλογικά και έμπρακτα τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του, προς τον πατριωτισμό ή ακόμη και τον απομονωτισμό. Ο ρόλος των συμβόλων έχει για πολλούς ανθρώπους εξαιρετική σημασία, μιας και η συσπείρωση βασίζεται συνήθως στο συναίσθημα των πολιτών και όχι στη λογική τους. Τα σύμβολα δεν είναι μια οργανωμένη προσπάθεια χειραγώγησης των λαϊκών μαζών, αλλά μια συνεχώς εξελισσόμενη και δυναμική διαδικασία που εμπεριέχει τόσο σύγχρονα όσο και ιστορικά στοιχεία. Ποια είναι, όμως, τα αποτελέσματα της ροπής προς τον πατριωτισμό, της διοχέτευσης αγνών συναισθημάτων σε μια φύσει συντηρητική αντίληψη μέσω της «διαχείρισης συμβόλων» και ακόμη περισσότερο της θεσμοθέτησής της ως ένα από τα ανώτατα κριτήρια για την διαμόρφωση πολιτικής των κρατών παγκοσμίως;

Το πιο καταστροφικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η εκμετάλλευση των αγνών αυτών συναισθημάτων σε δύο επίπεδα, όπως περίτεχνα έχουν καταφέρει να κάνουν αλλεπάλληλες αμερικανικές κυβερνήσεις. Το πρώτο επίπεδο είναι το άμεσο οικονομικό συμφέρον, όπως για παράδειγμα η εκλογή Τραμπ με το σύνθημα «Κάντε την Αμερική Σπουδαία Ξανά», ο οποίος καταφέρνει πλέον να περνάει αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς υπέρ των μεγάλων πολυεθνικών και των πλουσιότερων Αμερικανών (δηλαδή του εθνικού κεφαλαίου), παρά τις πατριωτικές προεκλογικές του δεσμεύσεις υπέρ των Αμερικανών εργατών. Το δεύτερο επίπεδο, συνοψίζεται σε αυτό που κατάφερε να κάνει ο Τζορτζ Μπους, όταν κατόπιν πορίσματος του ΟΗΕ πως «δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία ή αληθοφανείς ενδείξεις για την αναβίωση προγράμματος πυρηνικών όπλων στο Ιράκ», εξαπέλυσε την επιχείρηση «Σοκ και Δέος». Μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινής γνώμης αποδέχθηκε την επιχείρηση ως εισβολή απελευθερωτικού χαρακτήρα και προστασίας της πατρίδας, επιβεβαιώνοντας την ρήση του Όργουελ στις «Σημειώσεις για τον Εθνικισμό», ήδη από το 1945, πως «ο εθνικιστής όχι μόνο δεν μπορεί να αποδοκιμάσει τις φρικαλεότητες που έχει διαπράξει η δική του πλευρά, αλλά διαθέτει και την αξιοσημείωτη ικανότητα να μην τις ακούει καν».

Ένα ακόμη αποτέλεσμα της αναγωγής της εθνικής ιδεολογίας σε επίσημη πολιτική έχει να κάνει με την εκμετάλλευση και χρήση των φυσικών πόρων, και ειδικά των ορυκτών καυσίμων. Τα κράτη του Συμβουλίου του Κόλπου, για παράδειγμα, έχοντας θεσμοθετήσει την εθνική ταυτότητα, την οποία ολοένα και ενισχύουν, έχουν χτίσει τη λειτουργία τους πάνω στην διαδικασία την οποία ο Τσαρλς Τίλλυ ονομάζει «δημιουργία κράτους ως οργανωμένου εγκλήματος». Έτσι, αυτές οι μοναρχίες έχουν το δικαίωμα της πλήρους αξιοποίησης και εξαγωγής των υδρογονανθράκων οι οποίοι τυχαίνει να βρίσκονται στα πλαίσια των συνόρων τους δημιουργώντας μια διευρυμένη κατάσταση ευημερίας, η οποία φυσικά οδηγεί στην αναποτελεσματική χρήση των χρηματικών πόρων, εις βάρος των υπόλοιπων λαών. Το αποτέλεσμα της χρήσης αυτής είναι φανερό όχι μόνο στην αποκρουστική χλιδή που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική και τον τρόπο ζωής τους, αλλά και στην ενεργειακή πολιτική και τα μεγέθη κατανάλωσης ανά άτομο τα οποία είναι τα υψηλότερα στον κόσμο μαζί με αυτά της Αμερικής.

Τα συναισθήματα της αγάπης για την πατρίδα, λοιπόν, τα οποία είναι στην πραγματικότητα αισθήματα οικειότητας ή αγάπης για τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί, τα μέρη και τις κοινές εμπειρίες, αλλά κυρίως είναι μια ενδογενής ανάγκη για ένταξη σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, έχουν οδηγηθεί προς τον πατριωτισμό μέσω της δημιουργίας συμβόλων, υπερφυσικών εννοιών, όπως είναι αυτή της «αμερικανικής ιδιαιτερότητας», ή ευνοϊκών γεωπολιτικών συγκυριών. Ενώ αυτά τα συναισθήματα είναι τα μόνα τόσο δυνατά ώστε να μπορέσουν να κινητοποιήσουν μεγάλες ομάδες ανθρώπων, στην πραγματικότητα εγκλωβίζονται στις πατριωτικές ιδέες. Με τη σειρά τους, οι πατριωτικές ιδέες παθητικοποιούν κινήματα τα οποία είναι διατεθειμένα να διεκδικήσουν οικονομικά δικαιώματα, καθώς οι ίδιες οι ιδέες επιτάσσουν την υποταγή στην «εθνική γραμμή» την οποία συντάσσει η εκάστοτε κυβέρνηση σε άμεση συνεννόηση με τα επιχειρηματικά συμφέροντα και η οποία συχνά επιδιώκει την βίαιη επιβολή επάνω σε άλλους λαούς.

Υπάρχει, όμως, κάποια άλλη αντίληψη για τα πράγματα η οποία να μπορεί να απορροφήσει τα πηγαία ανθρώπινα συναισθήματα που εγκλωβίζονται αυτή τη στιγμή στην αγάπη για την αόριστη έννοια της πατρίδας, με δημιουργικό αποτέλεσμα; Η αναζήτηση μιας τέτοιας αντίληψης προϋποθέτει την αναγωγή αυτών των συναισθημάτων στο μεγαλύτερο δυνατό κοινωνικό σύνολο, δηλαδή σε όλους τους ανθρώπους, όλων των χωρών, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής, χρώματος κλπ, με αμοιβαίο σεβασμό των διαφορετικών πολιτισμών και αντιλήψεων και κατανόηση πως η κουλτούρα και ο πολιτισμός ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου αποτελεί κτήμα πανανθρώπινο. Κάτι τέτοιο, φυσικά, ο πατριωτισμός, ακόμη και στην πιο ήπια μορφή του, δεν μπορεί να το δεχθεί, καθώς εμφορείται από λανθάνοντα ρατσιστικά αισθήματα και την παράλογη βαθύτερη αντίληψη της ανωτερότητας ενός λαού απέναντι στους υπόλοιπους.

Η έννοια της ύπαρξης του κράτους «ως οργανωμένου εγκλήματος» προϋποθέτει την ύπαρξη ενός εχθρού, την δημιουργία συμβόλων με σκοπό τη συσπείρωση των ανθρώπων, και την δημιουργία πολέμου, όπως πολύ εύστοχα αναλύει ο Τίλλυ. Η διεθνιστική αντίληψη των πραγμάτων και του κόσμου γύρω μας, όμως, δεν επιδέχεται συμβόλων καθώς τα σύμβολα μπορούν μόνο να ενώσουν τους ανθρώπους απέναντι στον αντίπαλο. Έτσι, δεν μπορεί ούτε να επιβληθεί, αλλά ούτε και να υπαγορευθεί. Μόνο η βαθιά κατανόηση πως οι κυβερνήσεις των σύγχρονων κρατών, είτε αστικών (τα οποία έχουν αναγκαστεί να παραχωρήσουν ελευθερίες λόγω των αυξανόμενων πιέσεων) είτε απολυταρχικών, καταχρώνται με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό φυσικές και απόλυτα φυσιολογικές τάσεις των ανθρώπων για προσωπικό τους όφελος, μπορεί πραγματικά να μας οδηγήσουν στην διεθνιστική αντίληψη των πραγμάτων. Μόνο η κατανόηση πως στο εσωτερικό όλων των σύγχρονων κρατών του κόσμου υπάρχει μια άρχουσα τάξη η οποία καπηλεύεται τα συναισθήματά του λαού και τα χρησιμοποιεί ως όχημα για την επίτευξη των στόχων της.

Μια τέτοια συνειδητοποίηση, όμως, απαιτεί τη μετάβαση από τη συντήρηση στην πρόοδο, από την συμπλεγματική προσκόλληση σε σύμβολα στην ειλικρινή αγάπη για τον άνθρωπο, για όλους τους ανθρώπους. Απαιτεί σκληρή εσωτερική πάλη με τις ιδέες που μας έχουν υπαγορευθεί, καθώς και καθημερινή ζύμωση, με σκοπό την απαλλαγή μας από παράλογες έννοιες όπως η πατρίδα και το έθνος, και την μετάβαση σε μια διεθνιστική αντίληψη της πραγματικότητας, η οποία όχι μόνο είναι ασύμβατη με την εθνική ιδεολογία και τον πατριωτισμό, αλλά αποτελεί και προϋπόθεση για την οργάνωση συλλογικών κινημάτων και την κατάκτηση οικονομικών δικαιωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.

*Ο κ. Βάιος Τριανταφύλλου είναι απόφοιτος της σχολής μηχανολόγων μηχανικών του Χάρβαρντ και συνεχίζει τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια σε θέματα ενέργειας και περιβάλλοντος.

**Εικονογράφηση από τον κ. Κώστα Κοχαϊμίδη.