Μπορεί να κερδίσουμε από την άνοδο των αμερικάνικων επιτοκίων;

Του Κωνσταντίνου Βέργου*

Έχει γίνει αρκετή συζήτηση για τους κινδύνους από την άνοδο των αμερικάνικων επιτοκίων για τις περιφερειακές οικονομίες, όμως είναι ελάχιστα ως καθόλου γνωστό ποιοι είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι από αυτήν την εξέλιξη, και πώς μπορούμε να κερδίσουμε από αυτήν την εξέλιξη.

Με βάση τις εκτιμήσεις κορυφαίων αναλυτών και οικονομολόγων παγκοσμίως, τα επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας στις ΗΠΑ θα φτάσουν κοντά στο 1% περί τα τέλη του 2016. Καθώς η μόλις 0,25% άνοδος ήδη έχει οδηγήσει σε 2,2% άνοδο επιτοκίων σε περιφερειακές αγορές, όπως της Λατινικής Αμερικής, αυτή η επιπλέον 0,5% άνοδος μπορούμε με αρκετή ακρίβεια να προβλέψουμε ότι θα οδηγήσει σε επιπλέον άνοδο 1,5% - 2% σε περιφερειακές αγορές. Αυτή η εξέλιξη ασφαλώς θα συνδυαστεί από εκτροχιασμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Προφανώς εταιρείες και ιδιώτες με επενδύσεις σε ισοτιμίες ή χρηματιστήρια ή ομόλογα χωρών σκληρών νομισμάτων, ιδιαίτερα του δολαρίου, αναμένεται να είναι σε ευνοϊκή θέση από τις εξελίξεις. Όχι όμως μόνο αυτό.

Η αλλαγή των ισοτιμιών θα οδηγήσει σε πληθωρισμό τις περιφερειακές χώρες, κάτι που, ενώ μεσοπρόθεσμα οδηγεί σε μεγάλη άνοδο επιτοκίων και κρίση, σε πρώτη φάση θα δημιουργήσει ένα πρώτο «στρώμα λίπους» για μια σειρά εταιρειών, κυρίως εισαγωγικών εταιρειών και τραπεζών, που θα κερδίσουν από αυτήν την εξέλιξη. Το νέο τοπίο, αλλαγμένων ισοτιμιών και υψηλών επιτοκίων, οδηγεί σε σημαντική άνοδο κερδών εταιρείες που μπορούν να μετακυλήσουν εύκολα αυτό το κόστος σε καταναλωτές.

Οι πρώτες εταιρείες που ευνοούνται από τις νέες εξελίξεις είναι οι εταιρείες τροφίμων. Τα τρόφιμα εύκολα μπορεί να ανατιμηθούν με τη δικαιολογία αλλαγής ισοτιμιών, και, ανάλογα τη μέθοδο αποτίμησης αποθεμάτων, το κέρδος αυτό μπορεί να είναι μεγαλύτερο κατά τον πρώτο χρόνο της ανατίμησης, έναντι του δεύτερου ή του τρίτου. Αλυσίδες σουπερμάρκετ και εταιρείες που ασχολούνται με το χονδρεμπόριο επωφελούνται από αυτές τις εξελίξεις, καθώς η ζήτηση σε αυτά τα προϊόντα είναι σχεδόν ανελαστική, δεν εξαρτιέται δηλαδή σε μεγάλο βαθμό από τις τιμές, κάτι που σαφώς δεν συμβαίνει σε είδη πολυτελείας. Τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών αυτών θα αυξηθούν σημαντικά. Η επένδυση σε μετοχές των εταιρειών αυτών έχει προφανές πλεονέκτημα.

Ο δεύτερος μεγάλος ευνοημένος είναι οι τράπεζες περιφερειακών χωρών. Οι τράπεζες έχουν ιστορικά ευκολία να μεγαλώνουν το «σπρεντ» επιτοκίων σε εποχές ανόδου επιτοκίων. Οι καλύτερες εποχές είναι ακριβώς οι εποχές που επιτυγχάνουν να ανεβάζουν αυτό το σπρεντ, επιτρέποντας απόδοση 20%-25% καλύτερα άλλων κλάδων, εκείνη τη χρονιά, ανάλογα τη χώρα.

Η μετατροπή των επενδύσεων μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, όχι μόνο με την αγορά μετοχών, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και ενδεχομένως με επιλογή αμοιβαίων κεφαλαίων με προσανατολισμό προς επενδύσεις όπως αυτές που προαναφέρθηκε.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.

Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.