Του Γιώργου Φλωρίδη
Κάπου στο 2007, δύο οικογενειάρχες εργαζόμενοι στην ίδια επιχείρηση και με τις ίδιες αμοιβές, δέχτηκαν την ίδια παρότρυνση. Αφού έμεναν σε σπίτια που νοίκιαζαν, γιατί να μην έπαιρναν στεγαστικό δάνειο, το οποίο θα αποπλήρωναν σχετικά εύκολα, δεδομένου ότι η δόση θα ήταν ίδια ή λίγο παραπάνω με το ενοίκιο που πλήρωναν;
Η πρόταση φαινόταν δελεαστική. Ο ένας προχώρησε στη λήψη δανείου, ο άλλος δίστασε και είπε όχι.
Το 2010 ήρθε η χρεοκοπία της χώρας και μαζί της η «απόλυτη προστασία» της πρώτης κατοικίας.
Ο δανειολήπτης της ιστορίας μας, αισθανόμενος απολύτως προστατευμένος, σταμάτησε να πληρώνει τις δόσεις. Εδώ και δέκα χρόνια, αρνείται να ενταχθεί σε οποιαδήποτε ρύθμιση εμφανίζεται, ακόμη και στην τελευταία που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και η οποία προβλέπει σημαντικό «κούρεμα» των οφειλών και επιδότηση των δόσεων που θα απομείνουν. Συνεχίζει να πιστεύει ότι, αφού δέκα χρόνια δεν τον ενόχλησε κανένας, η κατάσταση «απόλυτης προστασίας» θα συνεχιστεί στο διηνεκές. Προφανώς, αρνείται να πληρώνει τόσα χρόνια τη δόση του δανείου που πήρε, έστω στο ύψος που είναι και το νοίκι που πλήρωνε.
Ο συνάδελφός του, βέβαια, που συνεχίζει να μένει σε νοικιασμένο σπίτι, πληρώνει κανονικά το νοίκι του, γιατί αλλιώς θα βρεθεί στο δρόμο.
Η «απόλυτη προστασία» της πρώτης κατοικίας υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει για δάνεια εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ που κάποιοι πήραν και έχτισαν βίλες χιλίων τετραγωνικών μέτρων.
Την ίδια στιγμή, χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι, που πήραν στεγαστικά δάνεια από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων καθώς και αρκετοί τραπεζοϋπάλληλοι από τις Τράπεζες που δούλευαν με την εγγύηση του μισθού τους, από τον οποίο γινόταν αυτόματα η παρακράτηση της δόσης του δανείου, χρειάστηκε να κάνουν πολλές προσπάθειες ώστε, όταν μειώθηκαν οι μισθοί τους, να μειωθούν ανάλογα και τα ποσά των δόσεων.
Γι’ αυτούς, όμως, δεν υπήρξε η «απόλυτη προστασία» της πρώτης κατοικίας.
Όμως, κάθε φορά που γίνεται συζήτηση για τον περιορισμό της «απόλυτης προστασίας» της πρώτης κατοικίας, οι γνωστοί «υπερασπιστές του λαού», βάζουν μπροστά εκείνες τις περιπτώσεις των ανθρώπων που πραγματικά αξίζουν προστασίας. Και πίσω από αυτούς κρύβεται μια ατέλειωτη στρατιά μπαταχτσήδων οι οποίοι πίνουν εις υγείαν των χιλιάδων κορόιδων, που με μεγάλες στερήσεις, προσπαθούν να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους.
Κάπως έτσι, έγινε από τους γνωστούς εργατοπατέρες, αλλά και μεγαλοστελέχη όλων των κομμάτων, όταν επιχειρήθηκε η ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση το 2001. Τότε ξιφούλκησαν όλοι, βάζοντας μπροστά τις κατασκευασμένες από αυτούς ψευτιές ότι η κατώτερη σύνταξη θα πήγαινε στα 180 ευρώ! Ο κόσμος που δεν ήθελε να μάθει την αλήθεια, ξεσηκώθηκε πάνω σ’ αυτό το ψέμα. Η μεταρρύθμιση ακυρώθηκε και διασώθηκαν οι συντάξεις των τεσσάρων και πέντε χιλιάδων ευρώ των εργατοπατέρων, των μεγαλοπολιτικών και όσων αυτοί προστάτευαν. Και φυσικά, η χρεοκοπία δεν άργησε να έρθει, αφού από το 2001 που εμποδίστηκε η μεταρρύθμιση μέχρι το 2010 που χρεοκοπήσαμε, χρειάστηκε να πληρώσουμε 200 δις ευρώ στο ασφαλιστικό μας σύστημα.
Δεν ξέρω, αν πέρασε ποτέ από το μυαλό του δανειολήπτη της ιστορίας μας, ότι οι τράπεζες που ξέμειναν από ρευστότητα και εξαιτίας της «απόλυτα προστατευμένης» άρνησης χιλιάδων μπαταχτσήδων να πληρώσουν, έστω στοιχειωδώς, τα δάνειά τους, οδήγησαν με τη σειρά τους πολλές επιχειρήσεις να κλείσουν, όχι γιατί δεν είχαν δουλειές, αλλά γιατί δεν είχαν χρηματοδότηση να πάρουν τις πρώτες ύλες για τις παραγγελίες τους. Και πόσες χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς δουλειά και χωρίς δυνατότητα να πληρώνουν το νοίκι τους;
Δεν είναι πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμάχεται την εφαρμογή των νόμων που η κυβέρνησή του ψήφισε. Συνεχίζει να πιστεύει ότι πιάνει στο κόσμο η γελοία δικαιολογία της αυταπάτης και των κακών δανειστών που επέβαλαν τέτοια μέτρα. Όπως και το να ανακαλύπτει πάλι λιποθυμίες παιδιών από την πείνα στα σχολεία, αυτοκτονίες δυστυχών συνανθρώπων μας και θανάτους από μαγκάλια. Φυσικά, τέτοιοι είδους αντιπολίτευση σήμερα, θα αργήσει πολύ να οδηγήσει στην ανάκαμψη που επιδιώκει.
Το ανησυχητικό, όμως, είναι η αδυναμία ή ακόμη και η άρνηση κυβερνητικών στελεχών να υποστηρίξουν τα αυτονόητα. Αλλά έτσι δεν μπορεί να προχωρήσει τίποτα. Η αίσθηση ότι μπορούν να γίνονται μόνο ευχάριστα πράγματα, όπως ας πούμε η εξαγγελία μείωσης ασφαλιστικών και αύξηση συντάξεων, πολύ γρήγορα θα οδηγήσει σε κοινωνικό σκεπτικισμό και δυσφορία. Η κοινωνία είναι έτοιμη για σοβαρές αλλαγές και δεν θα ήθελε, για μία ακόμη φορά, να δει τη διάψευση των προσδοκιών της.