Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μου αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο (και σε ποιον δεν αρέσει δηλαδή;) και μου αρέσουν και οι αναλογίες που προσφέρει γύρω από την πολιτική - εννοώ, την πολιτική όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, οι εξωτερικοί παρατηρητές, όχι όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με αυτήν. Ένα παραπάνω, επέστρεψε επιτέλους και η ομάδα μου, ο Άρης, στην Α΄ Εθνική, οπότε έχω ένα λόγο παραπάνω να συλλογίζομαι και να χρησιμοποιώ αυτές τις αναλογίες.
Καταρχάς, ας δούμε κάτι πολύ προφανές και εξαιρετικά αστείο μέσα στην τραγικότητά του, το γεγονός ότι όποιος εμπλέκεται έστω και λίγο με τα εσωτερικά μίας ομάδας δεν μπορεί και δεν θέλει να ξεφύγει από αυτά, ακόμη και αν του καταστρέφουν τη ζωή, όπως ακριβώς συμβαίνει και με όποιον εμπλέκεται, έστω και περιφερειακά, με την πολιτική ως δραστηριότητα: κάποιος που μπήκε έφορος σε μια ομάδα, ούτε καν ποδοσφαίρου, αλλά χάντμπολ κορασίδων ας πούμε, θα ποτιστεί άπαξ διά παντός με το σαράκι της διοίκησης και θα προτιμήσει να πεθάνει παρά να φύγει από το χάντμπολ κορασίδων, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας επαρχιώτης πολιτευτής, ένας δημοτικός σύμβουλος σε κάποιον μικρό δήμο της Αιτωλοακαρνανίας φέρ' ειπείν, δεν θα θελήσει ποτέ να απεμπλακεί από τα κοινά, ακόμη και αν όλα τού λένε πως έτσι χαλνάει τη ζωή του και πως απλώς ρεζιλεύεται, γίνεται πιο γραφικός και από τον Κουβέλη.
Αυτά είναι γνωστά: ποτίζεται κανείς εύκολα από τη σιγουριά πως η παρουσία του, οι μικρούτσικες αποφάσεις του, τα όνειρα που βλέπει ο ίδιος, αρκούν για να αλλάξουν την ιστορία. Και αυτό δίνει στον καθένα μία (απατηλή) υπόσχεση αιωνιότητας. Κόψε καλύτερα σε έναν πολιτευτή το χέρι του, και σε έναν πρόεδρο αθλητικού σωματείου και τα δυο του πόδια, παρά το δικαίωμά τους να ασχολούνται με το αντικείμενο του πόθου τους, τη διοίκηση. Θα το προτιμήσουν, και θα είναι ευγνώμονες, και δεν θα τους νοιάξει που θα 'ναι κουτσοί και κουλοί…
Στο παρελθόν έχω χρησιμοποιήσει συχνά την Περίπτωση Άρης για να δείξω πώς μία ομάδα —ιστορική, με παλιές και γερές βάσεις στην κοινωνία— προοικονομεί ανετότατα την πορεία ολόκληρων κρατών. Ηλίθιες αποφάσεις, ψεύτικοι προϋπολογισμοί, επισφαλές μπάτζετ, μετεγγραφές αεροδρομίου, πώρωση των οπαδών με φούμαρα και καθρεφτάκια, μεγάλα κούφια λόγια, πορείες πρωταθλητισμού σε γήπεδα-αχούρια με χωρίς τουαλέτες, σύμβουλοι και μυστικοσύμβουλοι γύρω από τον εκάστοτε τυφλό (και γυμνό…) πρόεδρο που δεν πήγαν εκεί παρά για το δικό τους συμφέρον, δημιουργία στρατού που πελεκάει με βια κάθε άλλη άποψη, σφετερισμός εξουσίας, οπαδικός Τύπος που βρίθει ψεμάτων, έπαρση μεγαλείου, θαλασσοδάνεια, άπλωμα των ποδιών πολύ πέρα από το μικρό πάπλωμα ενός εκάστου — όλα μα όλα τα στραβά που μπορούν να οδηγήσουν μία χώρα στην άβυσσο, έχουν γίνει και στις ομάδες. Και θα ξαναγίνουν. (Ελπίζω όχι ξανά στη δική μου, που είναι πρωταθλήτρια σε όλα τα προαναφερθέντα, αν και ποτέ δεν ξέρεις). Και, μαθηματικά, τις οδηγούν στα ερασιτεχνικά γήπεδα, στα «ξερά». Στα ποδοσφαιρικά Μνημόνια. Στα ΔΝΤ. Στην περιφέρεια και στα χωριά, μακριά από τις Λίγκες των ισχυρών, μακριά από το μαγευτικό θέαμα, τον πλούτο, τη χαρά, τα ωραία γκολ. Μακριά από την πρόοδο και τη διεθνή άμιλλα.
Τώρα, μια άλλη αναλογία που μπορεί εύκολα να δει κανείς είναι οι οπαδοί. Των κομμάτων και των ομάδων. Πόσοι είναι; Τι χαρακτήρα έχουν; Τι «φυλές» οπαδών, των μεν και των δε, υπάρχουν; Αλλά, ξανά: πόσοι είναι; Αυτοί που γεμίζουν το γήπεδο; Όταν μιλάμε για ομάδες μεγάλων πόλεων, με ιστορία, μάλλον όχι. Είναι πολύ περισσότεροι. Δεκάδες, εκατοντάδες φορές περισσότεροι. Όμως αυτοί που φαίνονται, που ακούγονται, που φωνάζουν (και βρίζουν) περισσότερο, είναι όσοι κάθονται στις κερκίδες — και ιδία όσοι κρεμιούνται από τα κάγκελα. Ορισμένως, και αυτοί που σκοτώνονται στο ξύλο με τους αντιπάλους οπαδούς.
Δεν είναι τρομερό; Σε έναν τρίτο παρατηρητή, πραγματικοί και ορίτζιναλ οπαδοί, πιο παθιασμένοι και πιο αρχετυπικοί όλων, είναι τα πρεζάκια που κραδαίνουν σανίδες και αλυσίδες. Κάτι φτωχά ανθρωπάκια με λίγδα στο μαλλί, πιο ανορθόγραφοι και από τον Καμμένο, τύποι που «βλέπουν κύκλους» τριακοσίων εξήντα και άνω μοιρών, και γεμάτοι χάπια που δίνονται μόνο με συνταγή ψυχιάτρου — αλλά που αυτοί τα έχουν κλέψει. Μιλάμε δηλαδή για τα κατακάθια της κοινωνίας, για ανθρώπους-ζόμπι.
Είναι δυνατόν ΑΥΤΟΙ να είναι οι πιο πιστοί οπαδοί; Εκείνοι που αποτελούν την ψυχή, την καρδιά, το αίμα των ομάδων;
Ε, όχι: οι θλιβεροί χούλιγκαν είναι η αρρώστια των ομάδων. Και, ουσιαστικά, οι εχθροί τους — όχι εχθροί μόνο των αντιπάλων σωματείων, αλλά κυρίως και πρωτίστως της δικής τους. Οι οπαδοί, οι αληθινοί οπαδοί, είναι όσοι υποστηρίζουν την ομάδα τους και φέρουν με υπερηφάνεια τα χρώματά της μετά από νίκες — και περιφέρονται δυστυχείς μετά από ταπεινώσεις στο γήπεδο. Όσοι αγοράζουν τη φανέλα. Όσοι τιμούν τον σύλλογο με το διαρκείας τους, ή με όσα εισιτήρια μπορούν να κόψουν μέσα στη χρονιά. Όσοι αγαπούν τις εκδρομές μια στο τόσο για ένα σπουδαίο «εκτός». Όσοι συγκινούνται με τον ύμνο. Όσοι μαθαίνουν στα παιδιά τους πώς και γιατί οφείλουν (συγγνώμη: υποχρεούνται) να ακολουθήσουν τα συγκεκριμένα χρώματα που υποστηρίζουν οι ίδιοι.
Πάνω απ' όλα, και να με συμπαθάτε: πιστοί οπαδοί είναι κυρίως αυτοί που ακολουθούν και στην καθημερινή τους ζωή τα πυρηνικά, ζωτικά χαρακτηριστικά της ομάδας τους. Που, ω του θαύματος, είναι ΙΔΙΑ σε κάθε ομάδα: είναι η τιμή, η γενναιότητα, η μπέσα, η θέληση, το θάρρος, η παλικαριά, η δουλειά, η ικανότητα να σηκώνεσαι κάθε φορά που πέφτεις, η μεγαλοψυχία, η κοινότητα, οι μη αποκλεισμοί από αυτήν την κοινότητα του Άλλου κλπ. κλπ. κλπ.
Αυτοί είναι, παρά τα μεγάλα λόγια που μόλις είπαμε. Είναι όσοι προσπαθούν να κάνουν (αυτό λέμε τόσην ώρα) τη δουλειά τους. Συγγνώμη: τη δουλίτσα τους. Δηλαδή: αυτοί που κρατάνε τις κοινωνίες όρθιες. Ας το ψιθυρίσουμε και λίγο αλλιώς: η μεσαία τάξη.
Και όχι, ποτέ, όσοι δεν έχουν ή δεν νοιάζονται να έχουν αυτή τη δουλίτσα, ή που τη μισούν και τη διεκπεραιώνουν. Δεν είναι αυτοί.
Λοιπόν, δεν τα λέω όλα αυτά τα γνωστά μόνο επειδή σήμερα θα παίξει το πρώτο του ματς μετά από τέσσερα χρόνια στη Super League ο Άρης. Αλλά και για να θυμίσω στον εαυτό μου, και σε εσάς, πως η αληθινή ζωή, οι αληθινοί οπαδοί των κομμάτων και των ιδεολογιών, ΔΕΝ είναι στα κάγκελα του Twitter με τις πληρωμένες κραυγές και κατάρες, ή στις πολεμικές αναρτήσεις στο Facebook. Όλο αυτό είναι παραπλανητικό — καπνός και καθρέφτες. Οι αληθινοί πολίτες, στο μεγάλο τους ποσοστό, είναι εκεί έξω, και κάνουν τη δουλειά τους, ΤΗ ΔΟΥΛΙΤΣΑ ΤΟΥΣ, ή περιμένουν επιτέλους να την κάνουν — περιμένουν να δημιουργηθούν οι ευκαιρίες για να δουλέψουν — περιμένουν να πέσουν χρήματα στην αγορά για να έρθει ο πελάτης — περιμένουν να τελειώνουμε με τους χουλιγκάνους για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Είναι η μεγάλη μεσαία τάξη. Η ραχοκοκαλιά της ζωής.
Είναι, ναι, αυτοί που περιμένουν.
ΥΓ. Αλλά ας πούμε και μια τελευταία αναλογία. Σαν οπαδός του δικομματισμού, περιμένω ξανά ένα δίπολο ΟΣΦΠ-ΠΑΟ (δηλαδή ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αν και με ανάποδη σειρά) στα του πρωταθλήματος. Και όχι τη σφήνα του Σαββίδη — α, τι σύμπτωση, που η ομάδα του τοποτηρητή τού Πούτιν τυχαίνει να είναι ΣΥΡΙΖΑ… Μα, θα πείτε, και ο Άρης; Η ομάδα σου; Να μην πάρει πρωτάθλημα; Α, στ' αλήθεια δεν με νοιάζει - με νοιάζει η προσπάθεια. (Ή έτσι μού αρέσει να λέω). Σιγά μην μπει στη Βουλή η Φιλελεύθερη Συμμαχία.