Υπήρξε ο μοναδικός Έλληνας καλλιτέχνης στον οποίο αφιέρωσε έκθεση η Tate του Λονδίνου. Ο Takis δεν μπόρεσε να ζήσει από κοντά αυτή την τιμή∙ έφυγε στα 93 του χρόνια, λίγο μετά το ξεκίνημα της έκθεσης, τον Αύγουστο του ’19, λες και το είχε προγραμματίσει. Είχε λόγο όμως στην έκθεση, καθώς είχε δώσει το στίγμα του στο φίλο και επιμελητή του αφιερώματος, Guy Brett. Χορτασμένος από μεγάλες και σημαντικές εκθέσεις, ο Takis ευτύχησε να δει πολύ νωρίς το έργο του να αναγνωρίζεται σε σπουδαίες συλλογές και στο δημόσιο χώρο, όχι στον τόπο του, μα στο εξωτερικό.
Το μεγάλο γεγονός, καθώς ήταν συμπαραγωγή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης με την Tate Modern και το MACBA της Βαρκελώνης, ήταν προγραμματισμένο να έρθει το Μάιο και σε μας, αλλά ακυρώθηκε λόγω των δύσκολων επιπτώσεων της πανδημίας. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι στην Αθήνα δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Το μουσείο προσαρμόστηκε αμέσως στην πρωτοφανή συνθήκη και ανέβασε online, στα ελληνικά και στα αγγλικά, το υλικό του καταλόγου «TAKIS. Γλύπτης του μαγνητισμού, του φωτός και του ήχου».
Ο Takis χαρακτήριζε τον εαυτό του «λαϊκό καλλιτέχνη» και, σίγουρα, θα του άρεσε η ελεύθερη ψηφιακή πρόσβαση στο έργο του. Βεβαίως, σε ένα site δεν εξαντλείται το διαμέτρημα ενός μεγάλου δημιουργού, ωστόσο, είναι μια καλή αρχή για να μυηθεί το κοινό στο σύμπαν του Παναγιώτη Βασιλάκη. Μικρασιάτης στην καταγωγή, ο γλύπτης γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του μετά την καταστροφή. Ο πατέρας του, πρώην ευκατάστατος κτηματίας, δεν κατόρθωσε να ορθοποδήσει με αποτέλεσμα η οικογένεια να δοκιμαστεί σκληρά από τη φτώχεια. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια συμπίπτουν με τη δικτατορία του Μεταξά και τη γερμανική κατοχή.
Yπήρξε ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ, γεγονός που τον οδήγησε σε εξάμηνη φυλάκιση. Αυτό φαίνεται πως καθόρισε και τη σχέση του με την εξουσία. «Εγώ δεν έχω κάνει συμβιβασμούς... αυτοί γλύφουνε το κράτος... εγώ έχω αποτύχει ως προς αυτήν την πλευρά.. δεν τους χωνεύω...ούτε και με χωνεύουνε διότι ξέρουνε ότι δεν είμαι δικός τους» λέει σε συνέντευξή του.
Έτσι, η πλούσια καλλιτεχνική του διαδρομή ξεκινά σε ένα ταπεινό υπόγειο εργαστήρι, σε ηλικία περίπου 20 χρόνων. Το 1952 δημιουργεί το πρώτο του ατελιέ με τους παιδικούς του φίλους και καλλιτέχνες Μίνω Αργυράκη – που μετέφερε τις σκέψεις του στο χαρτί - και Ραϋμόνδο στην περιοχή της Ανάκασας (Άγιοι Ανάργυροι). Τα πρώτα έργα του είναι εμπνευσμένα και από την κλασική Ελλάδα αλλά και από καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο και ο Τζιακομέτι. Αν και αυτοδίδακτος, το πάθος του για την τέχνη τον έκανε να ανοίξει τα φτερά του και να γνωρίσει τον κόσμο.
Από την Αθήνα έφυγε το 1954 και, αφού ταξίδεψε στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1958 ξεκίνησε τον πειραματισμό με τα μαγνητικά πεδία, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση του έργου του. Πολύ γρήγορα ήρθε η αναγνώριση της Πολιτείας (όχι σε μας, αλλά στη Γαλλία). Το 1960 το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού του απένειμε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την "Telesculpture" («Τηλεγλυπτό») και για την "Telesculpture Electromagnetique" («Ηλεκτρομαγνητικό Τηλεγλυπτό»). Την ίδια χρονιά, σε μια περφόρμανς στη γκαλερί της Iris Clert, o ποιητής Sinclair Beiles παρέμεινε αιωρούμενος λίγα μέτρα πάνω από το έδαφος με τη βοήθεια ενός μαγνήτη που επινόησε ο καλλιτέχνης, απαγγέλλοντας ταυτόχρονα το «Μαγνητικό μανιφέστο».
«Θέλαμε να ζήσουμε με ποίηση και να ζήσουμε τη στιγμή, δεν είχαμε ούτε μέλλον ούτε παρελθόν» εξηγεί ο ίδιος. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η μακρόχρονη συνεργασία του με τον δαιμόνιο Αλέξανδρο Ιόλα, που παρουσίασε στην γκαλερί του την πρώτη ατομική έκθεση του Τάκι στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι γνώρισε και συναναστράφηκε τους αμερικανούς συγγραφείς της γενιάς των Μπιτ, ενώ στη Νέα Υόρκη συνάντησε τον Μαρσέλ Ντισάν.
Τα χρόνια του ’60 και του ’70 ήταν καιροί πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών και ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιούργησε τα έργα του και είναι μοναδικός ο τρόπος που στη μεταπολεμική περίοδο επαναπροσδιόρισε τη χρήση υλικών και ηλεκτρονικών αντικειμένων, συχνά παίρνοντας κομμάτια από πολεμικές μηχανές και μέσα που σχετίζονται με την καταστροφή.
Ο δημιουργός δεν αντλούσε απλώς έμπνευση από την τεχνολογία, αλλά και από τα υλικά που είχε γύρω του. Στα έργα του χρησιμοποιεί κεραίες από ραδιόφωνα και ραντάρ, ηλεκτρικά φώτα, λυγισμένα καρφιά και σκραπ. Έπαιρνε κάτι από την καθημερινότητα και μας προκαλούσε να δούμε το περιβάλλον γύρω μας διαφορετικά.
Ο Έλληνας καλλιτέχνης δεν βρέθηκε μόνο στην αιχμή του τεχνολογικού πειραματισμού, αλλά εισηγήθηκε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «διεπιστημονικότητα» στην τέχνη. Έσπασε τα συμβατικά σύνορα μεταξύ διαφορετικών τομέων μελέτης, όπως η τέχνη, η επιστήμη, η μηχανική, η ποίηση, η ιστορία και η μουσική και τα ενέγραψε όλα σε μια προσπάθεια για έναν πιο ανοιχτό, πιο ευρύ τρόπο σκέψης.
Ο πολύς Πιερ Ρεστανί χαρακτηρίζει τον Τάκι «μια - χωρίς όρια - ιδιοφυΐα». Έτσι είναι σπαρμένο και το έργο του. Γλυπτά του κοσμούν τις μόνιμες συλλογές των σπουδαιότερων μουσείων του κόσμου όπως το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης George Pompidou στο Παρίσι, το ΜΟΜΑ και το Guggenheim Museum της Νέας Υόρκης, τη De Menil Collection στο Χιούστον, την Tate Modern του Λονδίνου, την Peggy Guggenheim Collection στη Βενετία και, βέβαια, στο Μπενάκη της Πειραιώς.
Στη Γαλλία, το Μουσείο του Jeu de Paume, το Palais de Tokyo και το Fondation Maeght έχουν οργανώσει μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις αφιερωμένες στον καλλιτέχνη. Το έργο του επίσης εκτίθεται στους κήπους της UNESCO στο Παρίσι και στην περιοχή της La Défense, όπου η γαλλική κυβέρνηση του παραχώρησε τον μεγαλύτερο δημόσιο χώρο που δόθηκε ποτέ στην ιστορία του Παρισιού σε καλλιτέχνη, 3500 τμ για ένα «δάσος» από 49 Φωτεινά Σινιάλα. Έχει επίσης συμμετάσχει δύο φορές στη Documenta στο Κάσελ, μια φορά στην Biennale της Βενετίας και το 1985 στην Biennale του Παρισιού όπου τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο.
Παρά το γεγονός ότι η αναγνώριση και η φήμη του ήταν μεγάλη στη Γαλλία, ο ίδιος θέλησε να ζει στην Ελλάδα και να περνάει τον περισσότερο χρόνο στο ίδρυμά του και στο ατελιέ που κρατούσε στο Γεροβουνό. Εκεί, σε μια έκταση 10 στρεμμάτων επάνω στην Πάρνηθα, εξακολουθεί να λειτουργεί το ίδρυμα του καλλιτέχνη. Κήρυττε μετά πάθους την ευεργετική επίδραση του ήλιου (solar yoga) και επέμενε πως πρέπει να «τρώμε» την ηλιακή ενέργεια. Παρά τις δύσκολες σχέσεις του με την ελληνική πολιτεία, η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών φρόντισε, ευτυχώς, να τον αναγορεύσει σε επίτιμο διδάκτορα τον Ιανουάριο.
Στο site εμφανίζεται ο Takis να κουβεντιάζει με τον συγγραφέα και κριτικό Maїten Bouisset. Επιπλέον, διατίθεται πλούσιο φωτογραφικό υλικό που δίνει την ευκαιρία να περιηγηθεί κανείς ψηφιακά στα έργα της έκθεσης, καθώς και σε ιστορικές φωτογραφίες από την εξέλιξη του καλλιτέχνη. Γνωρίστε τον στο takis.cycladic.gr