Τις θετικές εξελίξεις που σημειώνονται στις αγορές και έχουν αποτέλεσμα τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού για την Ελλάδα, αλλά και τα σημαντικά προβλήματα που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και τα οποία διώχνουν τους ξένους επενδυτές, επισημαίνει η αναλύτρια της Moody's και υπεύθυνη για την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου, Κάθριν Μιλμπρόνερ.
Η κ. Μιλμπρόνερ τονίζει την ανάγκη μείωσης των φόρων, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι ακόμη και αν μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις θα είναι οι υψηλότεροι σε σύγκριση με γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Κύπρος, οι οποίες «κερδίζουν» τις επιχειρήσεις που αλλάζουν έδρα εξαιτίας του φορολογικού καθεστώτος.
Επιπροσθέτως, η αναλύτρια της Moody's ξεκαθαρίζει ότι η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη για να αντιμετωπίσει τις εναπομείνασες ανισορροπίες και το υπερβολικό βάρος του δημοσίου χρέους και περιγράφει τον οδικό χάρτη για να επιστρέψει η αξιολόγηση των ελληνικών κρατικών ομολόγων στην κορυφαία κατηγορία «Investment grade».
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη
- Ποια είναι η γνώμη σας για τη βελτίωση του κλίματος στις αγορές που παρατηρούμε μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών;
Είναι θετικό να βλέπουμε το κλίμα στην αγορά να βελτιώνεται, δεδομένου ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αρχίσει να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της από τις διεθνείς αγορές, μετά τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο. Η μείωση των επιτοκίων δανεισμού αποτελεί πολύ θετική εξέλιξη για τα δημόσια οικονομικά.
- Η αξιολόγηση που δίνει η Moody's για το ελληνικό αξιόχρεο είναι η χαμηλότερη μεταξύ των τριών μεγάλων οίκων. Ποιες είναι πολιτικές που κατά τη γνώμη σας πρέπει να εφαρμόσει άμεσα η επόμενη κυβέρνηση για να θεωρηθεί αξιόπιστη και φιλική προς την ανάπτυξη; Είναι αρκετό αυτό για αναβάθμιση τον ερχόμενο Αύγουστο;
Η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη κατά την άποψή μας, έτσι ώστε να καταφέρει να αντιμετωπίσει τις εναπομείνασες ανισορροπίες και το υπερβολικό βάρος του δημοσίου χρέους. Σε αυτό το πλαίσιο, οποιαδήποτε πολιτική που θα καθιστά ικανή την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης θα είναι θετική. Όσο για την πιθανότητα αναβάθμισης τον ερχόμενο Αύγουστο, θα μου επιτρέψετε να μην απαντήσω, καθώς είναι πάγια τακτική μας να μη σχολιάζουμε μελλοντικές αποφάσεις μας.
- Είναι εφικτό για την ελληνική κυβέρνηση να καταφέρει να εξασφαλίσει αξιολόγηση «επενδυτικής βαθμίδας» μέσα στους επόμενους 18 μήνες; Μπορείτε να περιγράψετε τον οδικό χάρτη για να φτάσουμε σ'' αυτή την εξέλιξη;
Η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας διαμορφώνεται στην παρούσα φάση σε «B1». Πράγματι, λοιπόν, η απόσταση που απέχει για να φτάσει σε αξιολόγηση «investment grade» είναι πάρα πολύ μεγάλη. Για να υπάρξει δυνατότητα αναβάθμισης της αξιολόγησης θα πρέπει στις επερχόμενες εθνικές εκλογές να αναδειχθεί μία κυβέρνηση που θα δείξει μεγάλη προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και η οποία θα εφαρμόσει μια ξεκάθαρη και αξιόπιστη ατζέντα για περισσότερο φιλικές προς την ανάπτυξη οικονομικές πολιτικές. Επίσης, θετικές εξελίξεις για την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας θα είναι η ταχύτερη του αναμενόμενου μείωση του ποσοστού του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ -η οποία ενδεχομένως θα συνδέεται με βιώσιμη και ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, αλλά και με περισσότερες επενδύσεις- και η σημαντική βελτίωση της κατάστασης του τραπεζικού κλάδου.
- Μιλάμε συνεχώς για την ανάγκη περισσότερων επενδύσεων, όμως πώς μπορεί η επόμενη κυβέρνηση να επιταχύνει τις επενδύσεις σημαντικά έτσι ώστε να βελτιώσει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης;
Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά εμπόδια για τις επενδύσεις, ορισμένα από τα οποία βρίσκονται σε… τροχιά διευθέτησης (όπως η πολιτική αβεβαιότητα, τα capital controls και το υψηλό χρηματοδοτικό κόστος), όχι όμως όλα. Το επενδυτικό κλίμα επηρεάζεται αρνητικά από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η αναποτελεσματική γραφειοκρατία, οι μακρόσυρτες και δυσκίνητες δικαστικές διαδικασίες και κανονισμοί, οι αβεβαιότητες αναφορικά με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος όπως η εφαρμογή του νέου επενδυτικού νόμου που απλοποιεί και επιταχύνει την ίδρυση και αδειοδότηση νέων επιχειρήσεων, αλλά και η ίδρυση μιας νέας υπηρεσίας για το κτηματολόγιο. Παρ' όλα αυτά, μένει να δούμε πόσο γρήγορα θα αποδώσουν καρπούς αυτές οι αλλαγές.
- Εκτιμάτε ότι τα προεκλογικά μέτρα Τσίπρα θα δυσκολέψουν την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων για την επόμενη κυβέρνηση και συμφωνείτε με αυτούς που υποστηρίζουν ότι είναι επιτακτική ανάγκη να μειωθούν οι φόροι για να δεχθεί ώθηση η ανάπτυξη και να προσελκύσουμε άμεσες ξένες επενδύσεις;
Στο πρώτο ερώτημα θα έλεγα χωρίς καμία αμφιβολία ότι πράγματι δυσκολεύει η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων λόγω των προεκλογικών μέτρων. Στο δεύτερο πιστεύουμε στη Moody's ότι ο υψηλός φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις πράγματι αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο για τις επενδύσεις. Είναι προγραμματισμένο να μειωθεί στο 26% το 2020 από 29%. Ωστόσο, από μόνη της η μείωση των φόρων δεν πρόκειται να λύσει όλα τα προβλήματα (όπως προανέφερα υπάρχουν και άλλα εμπόδια για τις επενδύσεις).
Επίσης, για να μπορεί η κυβέρνηση να μειώσει τους φόρους θα πρέπει να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους, που προβλέπουν πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ τον χρόνο. Επιπλέον, ακόμη και ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής θα είναι υψηλότερος σε σύγκριση με τους συντελεστές που ισχύουν σε γειτονικές χώρες, οι οποίες μάλιστα ωφελούνται από τη μετεγκατάσταση ελληνικών επιχειρήσεων: οι φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις κυμαίνονται από 16% στη Ρουμανία και 12% στην Κύπρο έως 10% στη Βουλγαρία. Ένας ακόμη παράγοντας που θα αποδειχθεί κρίσιμος για την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων είναι η βελτίωση της κατάστασης του εγχώριου τραπεζικού κλάδου.
Αναδημοσίευση από Φιλελεύθερο Παρασκευής 28 Ιουνίου