Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Οι τιμές των τραπεζικών μετοχών καταγράφουν ποσοστιαίες αυξήσεις που θυμίζουν άλλες αλησμόνητες εποχές. Η άνοδος αυτή, στηρίζεται κυρίως στην είσοδο κεφαλαίων από το εξωτερικό. Πρόκειται περί επενδυτών που επιθυμούν να “ποντάρουν στο στοίχημα” της Ελλάδας, επενδύοντας στην καρδιά της οικονομίας της, που δεν είναι άλλη από το τραπεζικό σύστημα.
Οι περισσότερες αναλύσεις που παρουσιάζονται τόσο από τους εγχώριους αλλά και τους ξένους επενδυτικούς οίκους, είναι θετικές και εστιάζουν στις μεταβολές που συντελούνται στα στοιχεία του ενεργητικού των τραπεζών. Εστιάζουν στα αυξημένα έσοδα από τη παροχή νέων δανείων, στις χαμηλότερες λειτουργικές δαπάνες και στην επιτυχή μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αναμένουν επίσης πως η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, θα κινηθεί μετά το 2020 σε μεσαία μονοψήφια ποσοστά. Τίθενται δε, ως χρηματιστηριακοί στόχοι των συστάσεων που γίνονται, αρκετά υψηλότερες τιμές. Οι μόνες ενστάσεις που διατυπώνονται αφορούν περισσότερο στο γενικότερο οικονομικό περιβάλλον και στους κινδύνους δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Κάποιες λίγες αφορούν στην ταχύτητα αποκλιμάκωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στην επιβάρυνση που προκαλείται στους τραπεζικούς ισολογισμούς και στη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Παρά την γενικά θετική αντιμετώπιση που δείχνουν οι οίκοι αξιολόγησης προς τις τράπεζες και τον ενθουσιασμό των επενδυτών, οι “short” θέσεις που κατέχουν η Oceanwood Capital Management, η Lansdowne Partners και η Marshall Wace παραμένουν σταθερές ή αυξανόμενες. Αυτό αποδεικνύει πως το τραπεζικό ράλυ, δεν έχει πείσει τους πάντες πως τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Υπάρχουν άραγε γεγονότα, δεδομένα και εκτιμήσεις, που δικαιολογούν την διατήρηση των “short” θέσεων και το άνοιγμα νέων θέσεων της λεγόμενης “υποτιμητικής κερδοσκοπίας”; Προφανώς και ναι. Ένα στοιχείο που προκύπτει από τους ισολογισμούς του 2018 είναι πως τα έσοδα από τόκους εξακολουθούν να φθίνουν και η όποια αύξηση εσόδων οφείλεται σε μη επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες ή σε έσοδα από προμήθειες. Σε έσοδα δηλαδή που έχουν ελαστικό χαρακτήρα. Η αύξηση των προμηθειών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιβάρυνση των αναλήψεων των πελατών από τα ΑΤΜ, στο κόστος των συναλλαγών στα γκισέ των καταστημάτων αφού τα ταμεία των τραπεζών έχουν μετατραπεί σε μεγάλο βαθμό σε ταμεία είσπραξης των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών αυτής της χώρας.
Ένα άλλο αποθαρρυντικό στοιχείο, είναι οι μειωμένες τιμές που αναμένεται να πληρώσουν οι αγοραστές των πακέτων των κόκκινων δανείων, προς τις τράπεζες. Είναι γνωστό πως οι πρώτες πωλήσεις έγιναν στα 28-30 λεπτά ανά ευρώ. Δηλαδή για κάθε δάνειο λογιστικής αξίας 1 ευρώ, τα funds κατέβαλλαν στις τράπεζες 28 με 30 σεντς. Όμως όπως προκύπτει από τα δεδομένα των εταιριών που διαχειρίζονται πλέον αυτά τα κόκκινα δάνεια, οι τιμές αυτές ήταν ιδιαίτερα υψηλές και οι εκτιμήσεις για τις κερδοφορίες που ανέμεναν, έχουν ήδη διαψευσθεί. Η αγορά εκτιμά πλέον, πως οι πωλήσεις των επόμενων πακέτων των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα κινηθούν σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα που ίσως να αγγίξουν τα επίπεδα των 16-18 σεντς ανά ευρώ.
Η μονομαχία των long και των short, συνεχίζεται λοιπόν, τόσο στο ταμπλό του χρηματιστηρίου όσο και στο επίπεδο των αναλύσεων και των εκτιμήσεων. Κάθε πλευρά εκθέτει τις απόψεις της και λαμβάνει και τα ανάλογα ρίσκα της. Η ταχύτητα των εξελίξεων, η ποιοτική βελτίωση των ισολογισμών, το ξεκαθάρισμα του νομικού πλαισίου και το ενδιαφέρον των διαχειριστών για τις πωλήσεις των κόκκινων τραπεζικών δανείων θα είναι τα σημεία κλειδιά που θα δείξουν προς τα που θα γείρει η πλάστιγγα.
Και πάντα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, πως η εγχώρια τραπεζική αγορά είναι μικρή, περιφερειακή και πως θα πρέπει να προσφέρει συγκριτικά πλεονεκτήματα στους επενδυτές, που αναζητούν πραγματικές ευκαιρίες για να τη επιλέξουν. Προς το παρόν, οι αγοραστές εστιάζουν περισσότερο στην αναμενόμενη πολιτική αλλαγή, δίνοντας έτσι ψήφο εμπιστοσύνης στις διατυπωμένες θέσεις της επόμενης κυβέρνησης, με την ελπίδα πως αυτή θα καταφέρει να ανατρέψει πλήρως το δύστοκο τραπεζικό περιβάλλον.
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.