Έχουμε επείγουσα ανάγκη από ξένα κεφάλαια όχι μόνο για να καλύψουμε το τεράστιο κενό των τελευταίων ετών, αλλά και επειδή οι ξένοι επενδυτές θα παρακάμψουν τις δομές που έχουν χτίσει τα ντόπια συμφέροντα για να εμποδίζουν τον ανταγωνισμό, δηλώνει στο liberal.gr ο Μιχάλης Γκλεζάκος.
Σχολιάζοντας την προσπάθεια της κυβέρνησης να ανοίξει την οικονομία σε μεγάλους παίκτες από το εξωτερικό, ο καθηγητής Χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιά, απαντά ότι αρκετές ντόπιες επιχειρήσεις, έχουν κάθε λόγο να θέλουν να διατηρηθεί ο σημερινός ατελής ανταγωνισμός, που αποθαρρύνει την είσοδο νέων επενδυτών.
"Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι πολλοί ντόπιοι επιχειρηματίες δεν θα δουν με ενθουσιασμό τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού και διεύρυνσης της αγοράς", τονίζει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι γι'' αυτό το λόγο "η κυβέρνηση πρέπει να τρέξει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα, χωρίς καθυστερήσεις, ώστε να ελαχιστοποιήσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, τις όποιες αντιστάσεις".
Χαρακτηρίζει δυναμικό το κυβερνητικό ξεκίνημα, ωστόσο προσθέτει ότι δεν πρέπει να επαναπαυτούμε στις πρώτες επιτυχίες, ότι οι επενδυτές θέλουν να δουν να ολοκληρώνεται η προσπάθεια, δηλαδή να ανοίξουν οι ολιγοπωλιακές αγορές, να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο υπέρ της βιομηχανίας, να προσφέρει επιτέλους το κράτος υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους, να εκσυγχρονισθεί η παιδεία και να συνδεθεί με την παραγωγή, προκειμένου να έρθουν και οι ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 3%.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικακη:
- Τι μήνυμα στέλνει το μεγάλο ενδιαφέρον 10 ξένων επενδυτών για την αποκρατικοποίηση του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος, που θεωρείται και η πιο εμβληματική του ελληνικού προγράμματος;
Το ενδιαφέρον στο οποίο αναφέρεσθε δείχνει ότι οι προσδοκίες για το μεσο-μακροπρόθεσμο μέλλον της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα του τουρισμού, είναι θετικές. Το βλέπουμε αυτό και από άλλες αντιδράσεις της αγοράς, όπως π.χ. από την πρωτοφανή μείωση του κόστους μακροπρόθεσμου δανεισμού, που έπεσε στο 1,2% (από 4%), από την αναρρίχηση του δείκτη οικονομικού κλίματος σε επίπεδα ανώτερα του 2008 και του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε υψηλά εικοσαετίας κλπ.
Ειδικά όμως για το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, το ενδιαφέρον τροφοδοτείται και από το γεγονός ότι ο κλάδος του τουρισμού διευρύνεται διαρκώς, με την Αθήνα να έχει γίνει προορισμός, από «ενδιάμεσος σταθμός» που ήταν παλαιότερα.
Επίσης, αν η οικονομία μας καταφέρει να «πιάσει» ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2% στα επόμενα 4-5 χρόνια, θα ξαναγίνει η πρώτη οικονομική δύναμη στον Βαλκανικό χώρο, οπότε το Ελ. Βενιζέλος θα μετεξελιχθεί σε κόμβο της περιοχής αυτής.
- Συζητάμε συνεχώς για την ανάγκη προσέλκυσης ισχυρών ξένων παικτών. Έχει περισσότερο ανάγκη από άλλες χώρες η ελληνική οικονομία την είσοδο νέων ξένων κεφαλαίων και αν ναι, γιατί;
Να ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση που δεν αμφισβητείται από κανένα, ότι δηλαδή χρειαζόμαστε επενδύσεις πάνω από 100 δις για τα επόμενα 5 χρόνια.
Αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να διορθώσουμε τις σημαντική αδυναμίες της οικονομίας μας που εκφράζονται με τη μεγάλη υστέρηση ανταγωνιστικότητας που παρουσιάζουμε σήμερα (θέση 87 μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ).
Ενδεικτικά αναφέρω ότι υπολειπόμαστε σημαντικά στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό (θέση 112 μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ) και στις καινοτομικές δραστηριότητες (θέση 75), ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας είναι 33, έναντι 46 του μέσου όρου του ΟΟΣΑ και 52 της Ευρωζώνης. Επομένως, χωρίς νέες και μάλιστα σημαντικές επενδύσεις, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την σημαντική υστέρηση μας στους πιο πάνω τομείς.
Επειδή τα κεφάλαια που χρειαζόμαστε είναι τεράστια για το μέγεθος μας και προφανώς δεν υπάρχουν στο εσωτερικό της Χώρας, απευθυνόμαστε αναπόφευκτα σε ξένους επενδυτές Επίσης, η είσοδος ξένων επενδυτών θα διευκολύνει την παράκαμψη των δομών που έχουν χτίσει τα ντόπια συμφέροντα για να παρακάμψουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Έτσι, θα διευκολυνθεί ταυτόχρονα ο εκσυγχρονισμός της παραγωγής και της δομής των αγορών, με τελικό αποτέλεσμα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μας.
- Το ρωτώ γιατί εδώ και χρόνια όλες οι έρευνες δείχνουν ότι οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών είναι πολύ περισσότερο κλειστές απ' αυτό που προϋποθέτει μια ανταγωνιστική ευρωπαϊκή οικονομία. Ποιους εξυπηρετεί τελικά αυτό;
Συμφωνώ με τις διαπιστώσεις αυτές, σχετικά την κατάσταση των αγορών. Πραγματικά, ο ελεύθερος ανταγωνισμός εμποδίζεται σε σημαντικό βαθμό. Αυτό φαίνεται, άλλωστε και από την κατάταξη μας με κριτήριο τον «Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας»: Είμαστε στην 116η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Επίσης, ο καθένας μας μπορεί να αντιληφθεί τον ολιγοπωλιακό χαρακτήρα της αγοράς, αν σκεφθεί πόσο λίγες είναι οι επιχειρήσεις που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας σε πολλούς κλάδους και υποκλάδους. Σκεφθείτε για παράδειγμα τον τραπεζικό και ασφαλιστικό τομέα, την επιβατηγό ναυτιλία, την κινητή τηλεφωνία, τις αλυσίδες supermarkets, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το τσιμέντο κλπ.
Όπως ξέρετε, τα ολιγοπώλια εμποδίζουν τη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού και διαμορφώνουν τους όρους ανταγωνισμού ανάλογα με τα συμφέροντα τους, στις αγορές που ελέγχουν.
Οι ντόπιες επιχειρήσεις που βολεύονται από αυτή την κατάσταση, έχουν κάθε λόγο να θέλουν να διατηρηθεί ο σημερινός ατελής ανταγωνισμός, ο οποίος αποθαρρύνει την είσοδο νέων επενδυτών. Δεν είναι, επομένως, υπερβολή να πούμε ότι πολλοί ντόπιοι επιχειρηματίες δεν θα δουν με ενθουσιασμό στις προσπάθειες εκσυγχρονισμού και διεύρυνσης της αγοράς, καθώς και ενίσχυσης του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Γι'' αυτό, η κυβέρνηση, η οποία δείχνει αποφασισμένη να προσελκύσει τις αναγκαίες επενδύσεις και να οδηγήσει την οικονομία στην ανάπτυξη, θα πρέπει να τρέξει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα, χωρίς καθυστερήσεις, ώστε να ελαχιστοποιήσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, τις όποιες αντιστάσεις.
- Μετά την απόφαση της VW να μην κατασκευάσει τελικά εργοστάσιο στην Τουρκία, ύψους άνω των 1,2 δισ ευρώ, έχουν μπει στο χορό διεκδίκησης της νέας μονάδας, μια σειρά χωρών της περιοχής, όπως οι Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, αλλά απ'' ότι φαίνεται και η Ελλάδα. Γιατί αλήθεια η Ελλάδα να μην μπορεί να αποτελέσει την χώρα που θα επιλέξει η VW για τη νέα της μονάδα;
Η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει προβάδισμα έναντι των άλλων χωρών που αναφέρετε, γιατί διαθέτει πληρέστερες υποδομές, καλύτερο επιστημονικό δυναμικό και αποτελεσματικότερη διασύνδεση με τα εμπορικά κέντρα του εξωτερικού.
Όμως, δεν έχει ολοκληρώσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα την κάνουν ελκυστικότερη ως τόπο εγκατάστασης βιομηχανικών μονάδων τόσο μεγάλης κλίμακας. Παράλληλα, υστερεί στον τομέα του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού λόγω της πολυετούς οικονομικής κρίσης.
Πάντως, επειδή η επένδυση στην οποία αναφερόμαστε θα χρειαστεί σημαντικό χρόνο υλοποίησης, δεν αποκλείεται να προεξοφληθεί η βελτίωση της κατάστασης, με δεδομένο ότι η κυβέρνηση δείχνει να κινείται με σημαντική ταχύτητα προς την κατεύθυνση αυτή. Σε μια τέτοια περίπτωση έχουμε κάποιες πιθανότητες να επιλέγουμε ως τόπος εγκατάστασης της παραγωγικής μονάδας της VW. Όμως, με τα σημερινά δεδομένα, βλέπω επικρατέστερη τη Ρουμανία.
- Στο μέτωπο των αναβαθμίσεων τα μηνύματα είναι άκρως θετικά, με την S&P να δηλώνει ότι θα εξετάσει και νέα αναβάθμιση αν συνεχισθεί η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που εκκρεμούν και εφόσον καταγραφεί σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Τι περιμένουν επομένως από εδώ και πέρα να δουν αγορές και επενδυτές;
Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε με μεγάλη ταχύτητα το έργο της αναδιάρθρωσης της οικονομίας μας, δηλώνοντας αποφασισμένη να κάνει ότι χρειάζεται για να απελευθερώσει τα επενδυτικά σχέδια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα της γραφειοκρατίας και να προσελκύσει νέες παραγωγικές επενδύσεις.
Ήδη έδωσε σημαντική ώθηση στην επένδυση του Ελληνικού και σε άλλες επενδύσεις που περίμεναν «στην ουρά». Επίσης, μείωσε τη φορολογία και δείχνει αποφασισμένη να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που αρνιόμασταν πεισματικά για πολλά χρόνια.
Ακόμη, υπάρχει πλέον η δημοσιονομική ισορροπία που έλειπε στο παρελθόν. Τέλος, εκπονήθηκε επιτέλους ένα αξιόλογο σχέδιο μείωσης των κόκκινων δανείων («ΗΡΑΚΛΗΣ»), δημιουργώντας την ελπίδα ότι η βιωσιμότητα των τραπεζών μας δεν θα αμφισβητείται.
Οι εξελίξεις αυτές δεν πέρασαν απαρατήρητες από την αγορά, γι αυτό είδαμε το κόστος των δεκαετών ομολόγων μας να μειώνεται κατά 70% (από 4% τον Μάιο σε 1,2% σήμερα), είδαμε θετικές αξιολογήσεις από αναλυτές του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος, ακούσαμε αισιόδοξες εκτιμήσεις από σημαντικούς και «καθ ύλην αρμόδιους» αξιωματούχους της ΕΕ (π.χ. Ρέγκλινγκ, Ντράγκι) κλπ.
Όλο αυτό το θετικό κλίμα σφραγίσθηκε με την αναβάθμιση της S&P και την εκτίμηση της ότι αν συνεχίσουμε σε αυτό τον δρόμο και κυρίως αν βελτιωθεί η κατάσταση των τραπεζών μας, τα πράγματα θα πάνε ακόμη καλύτερα.
Οι αγορές και οι επενδυτές θέλουν να δουν να ολοκληρώνεται η προσπάθεια ανασυγκρότησης της οικονομίας μας. Θέλουν να δουν τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες μιλάμε συνέχεια, την αναζωογόνηση του τραπεζικού μας συστήματος, την απομάκρυνση των εμποδίων για τις νέες επενδύσεις και την εξάλειψη των περιορισμών που δεν αφήνουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό να απελευθερώσει τη δυναμική πολλών κλάδων.
Εγώ πιστεύω ότι μπορούμε να ανταποκριθούμε σε αυτές τις προσδοκίες και να δούμε περαιτέρω αναβαθμίσεις, που θα μας φέρουν στην επενδυτική βαθμίδα, αρκεί να μην επαναπαυτούμε στις πρώτες επιτυχίες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εύκολα ανεβαίνει τα πρώτα σκαλιά, αλλά για να συνεχίσεις μέχρι την κορυφή χρειάζεται να καταβάλλεις όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια.
- Σε ποιους τομείς, για παράδειγμα, θα θέλατε να δείτε επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων;
Νομίζω ότι σωστά επέλεξε η κυβέρνηση να ξεκινήσει από την οργάνωση του κράτους και τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου. Το κράτος είναι πολύπλοκο και εχθρικό για τους πολίτες και τους επενδυτές. Προσφέρει υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας και υψηλού κόστους. Απομυζά το 52% των εισοδημάτων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, έναντι 42% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Ευνοεί τη διαπλοκή και τη συναλλαγή και επιβαρύνει υπέρμετρα τους συνεπείς φορολογούμενους λόγω της φοροδιαφυγής των μη συνεπών. Αυτό το κράτος, πρέπει να αλλάξει και μάλιστα γρήγορα.
Απαραίτητο επίσης είναι να περάσουμε από την αποθάρρυνση των επενδυτών στην ενθάρρυνση τους, αντικαθιστώντας τα πολλά και μεγάλα εμπόδια με κίνητρα (διαδικαστικά, φορολογικά κλπ).
Αν πρέπει να αναφέρω 1-2 ακόμη, θα διάλεγα τη δικαιοσύνη, που πρέπει επιτέλους να αποδίδεται χωρίς τις τεράστιες σημερινές καθυστερήσεις και την παιδεία που είναι απαραίτητο να εκσυγχρονισθεί και να συνδεθεί με την παραγωγή.
- Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat ενώ στην Ευρώπη η βιομηχανική παραγωγή καλύπτει το 19,1% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας, στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι μόλις στο 15%, πίσω από το εμπόριο, τον τουρισμό, και το Δημόσιο. Πόσο καιρό θα μας πάρει η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου ;
Η ανορθόδοξη δομή της οικονομίας μας, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ανάπτυξη σημαντικής βιομηχανικής δραστηριότητας.
Ένα από τα ζητούμενα για τη συνέχεια, είναι και αυτό, να αλλάξουμε δηλαδή το παραγωγικό μας μοντέλο. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να ξοδέψουμε πολύ χρόνο προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει να κινηθούμε άμεσα.
Πιστεύω ότι μπορούμε να μειώσουμε αυτή τη διαφορά που μας χωρίζει από την Ευρώπη, γιατί διαθέτουμε τα αναγκαία συγκριτικά πλεονεκτήματα για να προσελκύσουμε σημαντικές παραγωγικές επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας. Γενικά το πρόβλημα της προστιθέμενης αξίας είναι οριζόντιο και διατρέχει όλη την οικονομία μας, γι αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα με την προσέλκυση των αναγκαίων επενδύσεων.
- Τελικά μήπως οι σημερινές δομές της οικονομίας, το γεγονός π.χ. ότι αποτελείται από πολλές μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις και πολύ μικρό αριθμό μεγαλύτερων και δυναμικών επιχειρήσεων, ικανών για έρευνα, ανάπτυξη και εξαγωγές, αντιστρατεύονται την ισχυρή ανάπτυξη, και άρα δύσκολα θα πετύχουμε ρυθμούς πάνω από 3%;
Οι μικρές επιχειρήσεις είναι κρίσιμης σημασίας για την οικονομία και την κοινωνία μας, γιατί στηρίζουν την απασχόληση.
Το μέγεθός τους, βέβαια, δεν τους επιτρέπει να οργανωθούν αποτελεσματικά, να διαθέτουν τεχνοκρατική υποστήριξη, να μπορούν να προωθήσουν τα προϊόντα τους στις αγορές του εξωτερικού. Υπάρχουν όμως λύσεις που έχουν εφαρμοσθεί με επιτυχία σε άλλες χώρες, όπως π.χ. η δημιουργία ομάδων επιχειρήσεων που καλύπτουν μια πλατιά γκάμα δραστηριοτήτων και υποστηρίζονται επιτελικά, π.χ. από πανεπιστήμια. Αυτές οι ομάδες είναι γνωστές ως clusters.
Πάντως εμείς χρειαζόμαστε, παράλληλα με τις μικρές μας μονάδες, πολλές μεγάλες μονάδες οι οποίες θα έχουν πολλαπλάσιες δυνατότητες και που δεν είναι απαραίτητο να ανταγωνίζονται τις μικρές σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων τους. Μπορούν να συνυπάρχουν, είτε μερικώς ανταγωνιζόμενες είτε συνεργαζόμενες, προσφέροντας η καθεμία πλευρά το δικό της μείγμα προϊόντος-ποιότητας-τιμής.
Σαφώς η επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης της τάξης του 3% είναι ευκολότερη με μεγάλες επιχειρήσεις. Όμως, οι μικρές δεν αποτελούν κρίσιμο εμπόδιο.
Για να πάμε σε τόσο υψηλούς ρυθμούς, θα πρέπει κατά κύριο λόγο να προχωρήσουμε χωρίς καθυστέρηση στις απαραίτητες ενέργειες για την αναδιάρθρωση της οικονομίας μας, κάνοντας τις μεταρρυθμίσεις που προαναφέραμε, απελευθερώνοντας στο μέτρο του δυνατού τις ολιγοπωλιακές αγορές μας, προσελκύοντας επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, φροντίζοντας να πετύχει το σχέδιο ΗΡΑΚΛΗΣ κλπ.
Φυσικά σημαντικό ρόλο θα παίξει και η Ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική συγκυρία, η οποία προς το παρόν δεν φαίνεται και τόσο ευνοϊκή. Εμείς όμως πρέπει να κάνουμε την προσπάθεια μας χωρίς εκπτώσεις και χωρίς χρονοτριβή.
* O Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.