Του Λεωνίδα Καστανά*
Αργά αλλά σταθερά το σουξέ των επαρχιακών θιάσων ξεφτίζει. Η εναλλακτική αριστερά δεν τα κατάφερε ούτε ως εναλλακτική αλλά ούτε και ως αριστερά. Μας ταλαιπώρησε και θα συνεχίσει να το κάνει στο μέτρο, που είναι συμπαγής και γαντζωμένη στην εξουσία. Στο μέτρο, που ισχυρές κρατικιστικές - μεταπρατικές ελίτ συνεχίζουν να τη στηρίζουν. Στο μέτρο, που η ακροδεξιά επιμελητεία την συντρέχει.
Ταλαιπώρησε και τους αναλυτές. Είναι ένα τσούρμο ιδεόληπτων νεομπολσεβίκων; Είναι μια παρέα διψασμένων για εξουσία; Ή μήπως είναι απλά ένα σύνολο αμαθών και ανικάνων; Είναι όλα μαζί και ταυτοχρόνως. Ανάλογα με το θέμα και τη συγκυρία αναδεικνύουν την πλευρά που νομίζουν ότι τους βολεύει ώστε να παραμείνουν στον αφρό. Αλλά τίποτα δεν τους βγαίνει. Γιατί δεν τους ενδιαφέρει η πρόοδος της χώρας, ούτε καν η πρόοδος της συγκυβέρνησής τους. Προέχει ένα πρωτόγνωρο για πολιτικούς μίσος προς την κοινωνία που ξεχειλίζει και δεν κρύβεται. Το μίσος του αποτυχημένου. Που θέλει να χαλάσει αυτό που δεν μπορεί να κατακτήσει.
Του αρέσει του Έλληνα το μίσος. Του άρεσε και το διχαστικό «ή εμείς ή αυτοί». Δεν του αρέσει όμως να πληρώνει. Να χρεώνεται ατομικά. Η αξιοπρέπεια που του πούλησαν εκτός από δήθεν, δεν είναι και βρώσιμη. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι οι τύποι δεν είχαν σχέδιο, δεν είχαν ικανότητες, δεν είχαν ούτε καν διάθεση να τον βοηθήσουν να ορθοποδήσει. Δεν νοιάζονταν. Και τώρα, το μίσος αντιγυρίζει.
Ο κόσμος αντιλαμβάνεται μέσα από διαδικασίες άγνωστες στους αναλυτές. Τον είχαν πείσει, για παράδειγμα, ότι πονούν τους μετανάστες. Σύντομα έμαθε ότι τα περισσότερα από τα πολλά χρήματα που διέθεσε η ΕΕ δεν έφτασαν ποτέ στους αναξιοπαθούντες. Όσο τα βόρεια σύνορα ήταν ανοιχτά, όλα ήταν καλά. Μετά, όσοι ξέμειναν εδώ τους έπνιξε το χιόνι και η λάσπη. Η ουσία; Η πολιτική των ανοικτών συνόρων κάλυπτε μια παλιά ιδεοληψία, μεταφοράς προλεταρίων από την Ανατολή στη Δύση με στόχο την ενίσχυση του επαναστατικού υποκειμένου. «Θα γεμίσουμε την Ευρώπη τσιχαντιστές». Οι τύποι είναι απ' όλα. Αλλά δεν κρύβονται.
Στην Παιδεία, όπου δεν υπάρχει άμεσος έλεγχος των διεθνών θεσμών, καταστρέφουν ή τουλάχιστον προσπαθούν να καταστρέψουν κάθε εκσυγχρονιστικό παράδειγμα. Με μια μανία πρωτόγνωρη. Τι τα ολοήμερα στο Δημοτικό, τι τα Γυμνάσια και τα Λύκεια μέσω της εκπαιδευτικής μπαχαλοποίησης, τι τα πανεπιστήμια μέσω της θεσμικής αναπαλαίωσης, τι τα μεταπτυχιακά και την έρευνα μέσω της οικονομικής ασφυξίας. Εδώ η ιδεοληψία και η αμάθεια χτυπάνε κόκκινο. Νομίζουν ακόμα ότι τα πανεπιστήμια είναι χώρος ταξικών συγκρούσεων. Υπερασπίζονται την ανομία και την αυτοδικία. Μας γυρίζουν 40 χρόνια πίσω. Γιατί κόκκινο είναι μόνο το πανεπιστήμιο που καίγεται.
Στα μνημόνια όμως δεν είναι κομμουνιστές. Δεκάρα δεν δίνουν ούτε για την εφαρμογή του όποιου ασαφούς οικονομικού τους μοντέλου. Υπογράφουν τα πάντα προσποιούμενοι τους σκληρούς διαπραγματευτές. Εκχωρούν τη δημόσια περιουσία για 99 χρόνια και πανηγυρίζουν. Ενώ όλοι ξέρουν ότι η συζήτηση για το χρέος έχει κλείσει, διατείνονται ψευδόμενοι ότι δίνουν τη μάχη του κουρέματος. Και χρεώνουν, εν γνώσει τους, τη χώρα 100 δις ακόμα. Βάζουν δυσβάσταχτους φόρους, ενώ ξέρουν ότι αυτό θα είναι η καταδίκη τους. Ανέχονται τη μικρή και κυρίως τη μεγάλη φοροδιαφυγή ευελπιστώντας στην υποστήριξη των φοροφυγάδων. Κοροϊδεύουν για την πολυπόθητη ανάπτυξη, την οποία φαντάζονται με όρους δημοσίων επενδύσεων μιας υπερχρεωμένης χώρας. Εντυπωσιάζουν τους εταίρους με την ασχετοσύνη και την αδιαφορία τους, ενώ πουλάνε και τσαμπουκά. Κλείνουν όμως τα πάντα και πάντοτε εις βάρος της κοινωνίας, ηδονιζόμενοι ως φαίνεται από την ιδέα της ήττας. Μοιραίοι, αμαθείς και ανίκανοι.
Η αριστερή όμως ιδεολογία αναβαπτισμένη στην κολυμπήθρα του εθνολαϊκισμού είναι βαθιά ριζωμένη στην κοινωνία. Ο σοσιαλισμός με τα λεφτά των άλλων έζησε ένδοξες μέρες στην Ελλάδα. Με οδηγούς είτε το ΠΑΣΟΚ είτε τη ΝΔ. Και τάισε κόσμο και ντουνιά. Οι πολίτες τρώνε τα χτυπήματα των πολύφερνων ελευθερωτών τους και σαστίζουν. Άλλοι απομακρύνονται, άλλοι στέκουν ακόμα και κοιτούν. Πολλοί ελπίζουν ότι κάτι θα σώσουν στο τέλος από την τιμή της αριστεράς. Αλλά η αριστερή τιμή δεν γέμισε ποτέ στομάχια. Άσε που δεν είναι πια και τόσο τιμή.
Στηρίζουν τα παιχνίδια του συγκυβερνήτη με βαρυποινίτες, προσπαθούν να ακρωτηριάσουν την ενημέρωση μέσω των αδειών, σπρώχνουν δυσώδη νέα οικονομικά τζάκια στην αγορά, καταγγέλλουν τους θεσμούς της δημοκρατίας ως εμπόδιο, όπου φυσικά δεν μπορούν να τους ελέγξουν. Όλα αυτά νομίζουν ότι φαίνονται επαναστατικά αλλά έχουν αρνητική γι αυτούς κατάληξη και τους γελοιοποιούν. Το να σε πάρουν στα καφενεία στο ψιλό είναι η μέση και όχι η αρχή του τέλους. Ακόμα και στα πιο σκληρά συνδικάτα του δημοσίου γεύονται πανωλεθρίες. Οι νεοκομμουνιστικοί συμβολισμοί ενθουσιάζουν την πλέμπα όταν ρέει το χρήμα και δουλεύει ο διορισμός. Στην αντίθετη περίπτωση την εξοργίζουν.
Οι ήττες των κυβερνώντων δεν είναι ήττες της πατρίδας. Είναι νίκες του καινούργιου που έρχεται. Η πτώση τους θα σημάνει και την υποχώρηση άλλων σοβαρών ή γελοίων τεράτων, όλου του πολιτικού φάσματος. Η ελπίδα μετατοπίζεται αναγκαστικά σε πιο ορθολογικές πολιτικές δυνάμεις , σε φιλελεύθερες ιδέες, και σύγχρονες παραγωγικές πολιτικές. Φυσικά και οι εξελίξεις δεν θα είναι γραμμικές. Ήδη στην κεντροαριστερά ετοιμάζονται να πάρουν τη σκυτάλη και να πουλήσουν και πάλι αριστεριλίκι και σοσιαλισμό, πάντα με τα λεφτά των άλλων. Η απουσία όμως του πλούτου και η αδήριτη ανάγκη παραγωγής του είναι καταλυτική. Η αριστερά δεν ξέρει να παράγει πλούτο, ξέρει μόνο να τον καταναλώνει. Ή ήττα τόσο αυτής όσο και της ιδεολογίας της θα είναι η νίκη των ανθρώπων του μόχθου, των εραστών του ελεύθερου πνεύματος. Διανύουμε τη δική μας περίοδο Γκορμπατσώφ. Καιρός δεν ήταν;
* Ο κ. Λεωνίδας Καστανάς είναι Φυσικός, Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης σε δημόσιο σχολείο.