Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Ηταν Ιανουάριος του 1971, ο Δανός δικηγόρος και πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Φορολογικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, Μόγκενς Γκλίστρουπ, εμφανίζεται σε τηλεοπτική εκπομπή του μοναδικού τηλεοπτικού διαύλου της χώρας προκειμένου να δώσει συμβουλές, ως ειδικός σε θέματα φορολογίας, στους Δανούς φορολογουμένους. Οι τηλεθεατές μένουν εμβρόντητοι ακούγοντας τον Γκλίστρουπ να στρέφεται εναντίον της υπερβολικής φορολόγησης και της πολυπλοκότητας του φορολογικού συστήματος. Η έκπληξη του κοινού μεγαλώνει καθώς ο Γκλίστρουπ υποστηρίζει το δικαίωμα του φορολογουμένου να πληρώνει όσο φόρο εισοδήματος επιθυμεί με νόμιμο φορολογικό σχεδιασμό και όχι ένα καθορισμένο από το κράτος ποσοστό επί του εισοδήματος.
Η εκπομπή προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, με κορυφαία την αντίδραση του Δανού υπουργού Οικονομικών, ο οποίος έστειλε οργισμένη επιστολή στο ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο διαμαρτυρόμενος για το γεγονός ότι επετράπη σε έναν δικηγόρο να εκθέσει δημοσίως απόψεις τόσο αντίθετες με τη φορολογική νομοθεσία της χώρας...
Η πολύ θετική απόκριση από μια σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης των πρωτοφανών, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, απόψεων του Γκλίστρουπ οδήγησε στην ίδρυση του Κόμματος της Προόδου, το οποίο στις βουλευτικές εκλογές του 1973 αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση με 28 έδρες επί συνόλου 179. Ο Γκλίστρουπ αναμφίβολα είχε το σπάνιο ταλέντο τα περίπλοκα δημοσιονομικά θέματα να τα εκλαϊκεύει με μια γλώσσα που όλοι ήταν σε θέση να καταλάβουν.
Επίσης, το κύριο χαρακτηριστικό του Κόμματος της Προόδου ήταν ότι τα στελέχη και οι ψηφοφόροι του δεν είχαν ποτέ άλλοτε κάποια σχέση με την πολιτική, προέρχονταν δε, ως επί το πλείστον, από τη μεσαία τάξη, η οποία ήταν και το μεγαλύτερο θύμα της υπερφορολόγησης που είχε ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του '60 και είχε κορυφωθεί την εποχή εκείνη. Το πρόγραμμα του κόμματος υπήρξε ριζοσπαστικό. Ζητούσε την κατάργηση του φόρου εισοδήματος και την «εδώ και τώρα» μείωση των φορολογικών συντελεστών. Εξηγούσε, σε αντίθεση με την οικονομική ορθοδοξία της εποχής, ότι χωρίς μείωση των φόρων δεν υπάρχει περίπτωση να μειωθούν οι δαπάνες του κράτους, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τους υψηλούς φόρους. Αμφισβητούσε το κράτος πρόνοιας, καταγγέλλοντας το δημοκρατικό έλλειμμα και τη γραφειοκρατία μέσα σ'αυτό. Το πιο εντυπωσιακό σημείο του προγράμματος του κόμματος υπήρξε η απενοχοποίηση της άρνησης πληρωμής φόρων. Ο Γκλίστρουπ είχε υποστηρίξει πως η έξυπνη αποφυγή των φόρων θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το σαμποτάζ από την Αντίσταση των σιδηροδρόμων κατά την περίοδο της Κατοχής - «και στις δύο περιπτώσεις», έλεγε, «έχουμε να κάνουμε με μια επικίνδυνη δουλειά, αλλά οπωσδήποτε χρήσιμη για την πατρίδα».
Η πορεία του Κόμματος της Προόδου δεν ήταν ωστόσο ανάλογη των προσδοκιών του ιδρυτή του. Η μονοθεματική φορολογική ατζέντα του υιοθετήθηκε σε κάποιο βαθμό πολύ γρήγορα τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά. Η μείωση των φόρων που ακολούθησε κατέστησε σε μεγάλο βαθμό περιττή την ύπαρξή του. Ταυτόχρονα η αντίδραση του πολιτικού και γραφειοκρατικού κατεστημένου κατά του Γκλίστρουπ υπήρξε λυσσαλέα. Το 1983 καταδικάστηκε για το αδίκημα της φοροδιαφυγής σε τριετή ποινή φυλάκισης και χρηματικό πρόστιμο ενός εκατομμυρίου ΔΚ. Ο ίδιος αρνήθηκε την ενοχή του. Λίγο αργότερα διασπάστηκε το κόμμα του και ο ίδιος τα τελευταία χρόνια της πολιτικής του διαδρομής υιοθέτησε ακραίες ρατσιστικές θέσεις, εναντίον κυρίως των μουσουλμάνων.
Σήμερα η μνήμη του Γκλίστρουπ, ο οποίος πέθανε το 2008, έχει σβήσει από το μυαλό των περισσότερων Δανών.
Εντούτοις, οι απόψεις του Γκλίστρουπ για τα δημόσια οικονομικά κατάφεραν να αλλάξουν την ισορροπία, οδηγώντας σε μείωση των φόρων, σε σημαντικό περιορισμό της γραφειοκρατίας και σε μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαχείριση των χρημάτων των φορολογουμένων. Μάλιστα, ο σοσιαλδημοκράτης πρώην πρωθυπουργός της Δανίας, Ζενς Οτο Κραγκ, έγραψε στο ημερολόγιό του για την κριτική του Γκλίστρουπ στο σπάταλο κράτος και την υψηλή φορολογία: «Τελικά είχε δίκιο».
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββάτου 25 Ιανουαρίου 2020