Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Στην πρώτη ομιλία που εκφώνησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην «Ώρα του Πρωθυπουργού» την περασμένη Παρασκευή απέδειξε, για άλλη μια φορά, πόσο καλός πολιτικός είναι.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έδειξε ότι μπορεί να διακρίνει τη χρονική συγκυρία που μπορεί να αναδείξει μια πολιτική φυσιογνωμία. Ήταν ο μόνος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας που δεν ψήφισε τον Προκόπη Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ψήφισε το Σύμφωνο Συμβίωσης παραμονές των εσωκομματικών εκλογών αψηφώντας τις επιπτώσεις που αυτό μπορεί να είχε στο εκλογικό αποτέλεσμα, ως αρχηγός αντιπολίτευσης αρνήθηκε να λαϊκίσει και να πει ψέματα και την Παρασκευή εμφανίστηκε έτοιμος να σηκώσει το βάρος άλλης μιας ιστορικής πρόκλησης για τη χώρα μας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κερδίσει την καρδιά κάθε προοδευτικού πολίτη και το σεβασμό των συντηρητικότερων αλλά επειδή ο ίδιος παίζει ποδόσφαιρο και μάλιστα καλά είναι βέβαιο ότι ξέρει ότι αυτό δεν αρκεί.
Για να μπει το γκολ πρέπει να κατέβει η μπάλα στο γήπεδο και για να κατέβει η μπάλα στο γήπεδο χρειάζεται ομάδα με παίκτες που δίνουν καλές πάσες ο ένας στον άλλον.
Ωραίο το «One man's show» αλλά βρισκόμαστε μπροστά σ'' ένα πρόβλημα η διαχείριση του οποίου απαιτεί ομαδική δουλειά και κινητοποίηση πολλών και σε πολλά επίπεδα.
Καταρχάς ο Πρωθυπουργός πρέπει να κινητοποιήσει την ίδια του την Κοινοβουλευτική Ομάδα, στέλνοντας τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογικές τους περιφέρειες για να καθησυχάσουν τους συμπολίτες τους και να τους εξηγήσουν τα σχέδια της κυβέρνησης για το μεταναστευτικό. Ήρθε η ώρα οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να πουν την αλήθεια, τουλάχιστον όσοι αντί να μιλήσουν για το όραμα της Νέας Δημοκρατίας για το μέλλον πλειοδότησαν στο λαϊκισμό και την ξενοφοβία για να κερδίσουν εύκολα το σταυρό των πολιτών τάζοντας κλειστά σύνορα (που είναι ήδη κλειστά).
Ο Πρωθυπουργός πρέπει να ζητήσει και τη βοήθεια της Εκκλησίας της Ελλάδος που έτσι κι αλλιώς της αρέσει πολύ να ανακατεύεται στα πράγματα της Πολιτείας. Το Μεταναστευτικό μπορεί να αποδειχθεί πεδίο δόξης λαμπρό για την Εκκλησία. Καταρχάς οι ιερείς από άμβωνος και στο τελευταίο χωριό πρέπει να κηρύξουν το λόγο της αγάπης, το λόγο του Ευαγγελίου, να ζητήσουν από τους πιστούς να δουν τους νεοφερμένους πρώτα ως συνανθρώπους τους και όλα τ άλλα θα τα βρούμε στην πορεία.
Ο κοινωνικός βίος στη χώρα είναι εν πολλοίς συνδεδεμένος με την Εκκλησία. Γιορτές, αργίες, πανηγύρια, οι αφορμές για αντάμωμα στο δημόσιο χώρο συνδέονται με τη θρησκεία. Οι ιερείς κρατούν λοιπόν το κλειδί για την ένταξη των ξένων που έτσι κι αλλιώς δεν θα είναι πολλοί σε κάθε περιοχή στη ζωή της τοπικής κοινωνίας.
Το Μεταναστευτικό είναι μια ιστορική ευκαιρία και για την Εκκλησία της Ελλάδος λοιπόν, για να ανακτήσει τη θέση της στην ελληνική κοινωνία μέσα από παρεμβάσεις ουσίας και όχι εξουσιαστικά, δια της επιβολής. Και ο νοών νοείτω.
Τέλος βλέπουμε κι ένα ιδιαίτερο και πολύ σημαντικό ρόλο για τις Ελληνίδες. Ο Πρωθυπουργός σε συνεργασία με τις συνεργάτριές του στη Γενική Γραμματεία Ισότητας πρέπει να απευθυνθεί στις Ελληνίδες.
Οι γυναίκες είναι η δύναμη στις τοπικές κοινωνίες και στην οικογένεια. Αυτές διαμορφώνουν τη συνείδηση των παιδιών, αυτές δίνουν τον τόνο. Οι γυναικείοι συνεταιρισμοί μπορούν να εντάξουν στη δραστηριότητά τους γυναίκες μετανάστριες, οι γυναικείες οργανώσεις που φυτρώνουν πλέον παντού και σε πλήθος, σαν τα μανιτάρια να αναλάβουν πρωτοβουλίες.
Το Μεταναστευτικό είναι ένα πρόβλημα διαχειρίσιμο και η Ελλάδα είναι η χώρα μας, είναι η πατρίδα μας, εδώ μένουμε, εδώ μεγαλώνουν τα παιδιά μας γιαυτό και επείγει να κατανοήσουμε ότι έχουμε μόνο όφελος από το να τοποθετηθούμε θετικά απέναντι στους ξένους. Δεν είναι ανάγκη να τους κάνουμε δικούς μας. Η περίφημη ενσωμάτωση απαιτεί χρόνο. Μιλάμε για το τώρα, για το σήμερα. Την ειρηνη και την ευημερία στην κοινωνία, το χωριό μας τη γειτονιά μας, εμείς έχουμε την ευθύνη να τα περιφρουρήσουμε, ο καθένας μας χωριστά και όλοι μαζί θα τα διασφαλίσουμε χωρίς φόβο και χωρίς μίσος για τον ξένο. Είναι άλλο ένα στοίχημα που μπορούμε να το κερδίσουμε.