Μισθοί στο Δημόσιο: Το «διαίρει και βασίλευε» που μας κοστίζει ακριβά

Μισθοί στο Δημόσιο: Το «διαίρει και βασίλευε» που μας κοστίζει ακριβά

Tου Στέλιου Ορφανάκη*

Αναζητώντας στοιχεία που θα συμβάλλουν στην ανάκαμψη της χώρας μας, αξίζει να κάνουμε μια στάση στον μεγαλύτερο εργοδότη της, το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο παρουσιάζει δύο σημαντικές παθογένειες: η μία είναι η έλλειψη ποιοτικών υπηρεσιών προς τους πολίτες και η άλλη τα έξοδά του, που είναι περισσότερα από τα έσοδά του, γι' αυτό και γίνονται συνεχώς περικοπές. Οι περικοπές αυτές όμως γίνονται με έναν τρόπο  ανορθόδοξο.

Αντί το κράτος να προσπαθεί να συσπειρώσει όλους τους υπαλλήλους του διαμορφώνοντας ένα κλίμα δικαιοσύνης και αξιοκρατίας, με σκοπό να γίνει παραγωγικό και αποτελεσματικό, αν όχι στα πρότυπα της Βόρειας Ευρώπης, τουλάχιστον αντίστοιχο της παραγωγικής ιδιωτικής οικονομίας μας, συνεχίζει να εφαρμόζει διακρίσεις, διατηρώντας για κάποιους υπαλλήλους μισθούς Γερμανίας ή Αυστρίας και για την πλειονότητα μισθούς Ελλάδος 2017. Συγκεκριμένα οι πολιτικοί όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν την χώρα δεν φιλοτιμήθηκαν να εφαρμόσουν επ' ευκαιρία και της κρίσης ένα δίκαιο ενιαίο μισθολόγιο, στο οποίο ο μισθός κάθε υπαλλήλου που πληρώνεται από το Ελληνικό Δημόσιο θα υπολογίζεται με συγκεκριμένα  κριτήρια (σπουδές, χρόνια υπηρεσίας, παραγωγικότητα, αποτελεσματικότητα κ.α.) και δεν θα είναι απλά θέμα τύχης, ανάλογα με το ποιο υπουργείο ή υπηρεσία ή Δημόσιο οργανισμό ή Ν.Π.Δ.Δ. έτυχε ή / και επέλεξε να εργάζεται.

Είμαι της γνώμης ότι για να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση θα πρέπει πρώτα να λειτουργήσει σωστά το Κράτος, ώστε να ακολουθήσουν οι επενδύσεις από Έλληνες και ξένους επενδυτές. Τι γίνεται όμως όταν το Κράτος δεν λειτουργεί σωστά και επιπλέον  λειτουργεί πέραν των δυνατοτήτων της ιδιωτικής οικονομίας που το χρηματοδοτεί; Η σωστή λειτουργία του Κράτους θα πρέπει να συνδέεται με την ποιότητα λειτουργίας του δημοσίου τομέα, ενώ η λειτουργία του Κράτους πέραν των δυνατοτήτων του σημαίνει ότι το μισθολογικό κόστος ή θα πρέπει να ελαττωθεί ή στην καλύτερη περίπτωση να διατηρηθεί λίγο ακόμα με την προοπτική ότι το Δημόσιο θα αναδιοργανωθεί άμεσα σε αποδοτικό μηχανισμό του κράτους με κοινωνική συνείδηση, που θα διαχειρίζεται πόρους με λογοδοσία και διαφάνεια. Κι αν είναι δύσκολο να πετύχουμε γρήγορα ένα τέτοιο μετασχηματισμό του μηχανισμού του κράτους, ας δοκιμάσουμε να μετασχηματίσουμε την συνείδηση των  Δημοσίων υπαλλήλων απέναντι στον εργοδότη τους.

Το προβληματικό Δημόσιο είναι αποτέλεσμα της διαχρονικής έλλειψης αξιοκρατίας, της ύπαρξης της κομματοκρατίας  και εσχάτως των μισθολογικών περικοπών που έγιναν με άδικο τρόπο με αποτέλεσμα η πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων να μην είναι ικανοποιημένοι όχι μόνο από τις απολαβές τους αλλά και από τις διακρίσεις που εφαρμόζει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία, με συνέπεια να μη δείχνουν τον απαιτούμενο ζήλο και εργατικότητα, καθώς πέραν της προσωπικής ηθικής ικανοποίησης δεν επιβραβεύονται από κάτι περισσότερο.

Οι περικοπές των μισθών ήταν προφανώς ένα αναγκαίο κακό, όταν διαπιστώθηκε το 2010 και από τον υπόλοιπο πλανήτη ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας μας. Ακριβώς λόγω της κατανόησης της άσχημης οικονομικής κατάστασης, οι περισσότεροι εργαζόμενοι το ανέχθηκαν δυσανασχετώντας μεν, χωρίς πολλές αντιδράσεις δε. Δυστυχώς οι πολιτικές ηγεσίες των Μνημονίων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ εφάρμοσαν και εφαρμόζουν μισθολόγιο πολλών ταχυτήτων, ακόμα κι αν οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν ίδια αντικειμενικά προσόντα, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι να έχουν μειώσεις έως και -35%, αν και με την εφαρμογή των Μνημονίων, από το 2010 και μέχρι σήμερα, ο μέσος μηνιαίος καθαρός μισθός έχει μειωθεί περίπου κατά -14,6%. Πως υπάρχουν αυτές οι αποκλίσεις; Με την εφεύρεση των πολιτικών μας που λέγεται προσωπική διαφορά και ειδικά επιδόματα. Μ' αυτά κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι έχασαν λιγότερα από άλλους δημόσιους υπαλλήλους, παρόλο που είχαν ίδια προσόντα, ίδιο χρόνο υπηρεσίας, ίδια οικογενειακή κατάσταση.

Αν εστιάσουμε στον «κλειστό» Δημόσιο τομέα θα δούμε ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες μισθολογίων. Η μία είναι η πιο πολυπληθής και ονομάζεται ενιαίο μισθολόγιο ενώ η άλλη είναι εκείνη που περιλαμβάνει τα ειδικά μισθολόγια.

Στα ειδικά μισθολόγια ανήκουν οι γιατροί του Ε.Σ.Υ, τα μέλη Δ.Ε.Π (Πανεπιστημιακοί ΑΕΙ ή ΤΕΙ), Διπλωματικοί Υπάλληλοι, Δικαστικοί, Ένστολοι, Ανώτερος Κλήρος κ.α. Όλοι αυτοί αθροίζονται κοντά στους 160.000. Τα ειδικά μισθολόγια αναφέρονται σε μια ομάδα εργαζομένων, που κάθε άλλο παρά ομοιογενής είναι. Οι πιο υψηλά αμειβόμενοι από αυτούς είναι οι ολιγοπληθείς ομάδες των δικαστικών, των διπλωματών  και φυσικά των βουλευτών και κυβερνητικών στελεχών. Ακολουθούν οι γιατροί του ΕΣΥ και οι πανεπιστημιακοί, που βρίσκονται στη μέση, όσον αφορά τον αριθμό των εργαζομένων. Η πιο πολυπληθής ομάδα είναι εκείνη των ένστολων (περίπου 125.000 άτομα), που έχει συγκριτικά χαμηλότερες απολαβές σε σχέση με τους προηγούμενους.

Στο ενιαίο μισθολόγιο ανήκουν οι υπόλοιποι υπάλληλοι του «κλειστού» Δημόσιου τομέα, οι οποίοι γενικά έχουν πιο χαμηλές αποδοχές ακόμα και όταν έχουν ίδια απαραίτητα προσόντα διορισμού. Για παράδειγμα, στο υπουργείο Οικονομικών, ο μέσος μισθός σήμερα λόγω της ύπαρξης της προσωπικής διαφοράς και ειδικών επιδομάτων είναι σαφώς υψηλότερος από άλλα Υπουργεία.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι: Δεν εφαρμόστηκαν ενιαία κριτήρια περιορισμού της μισθολογικής δαπάνης στο Δημόσιο τομέα.  Η τακτική των πολιτικών του «Διαίρει και Βασίλευε» συνεχίστηκε και στην προσπάθεια να ξεπεράσουμε την κρίση όλοι μαζί.  Οι άνισες αυτές περικοπές εμπέδωσαν στους δημόσιους υπαλλήλους ένα κλίμα απαξίωσης και αγανάκτησης. 

Συνεπώς η ισχύουσα κατάσταση με την οποία δήθεν μια ειδικότητα εργαζομένων είναι πιο χρήσιμη από την άλλη και άρα δικαιούται ειδικά μισθολόγια, ειδικά επιδόματα και ειδική περιποίηση, πρέπει να σταματήσει. Όλοι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο τομέα – και όχι μόνο- έχουν δικαίωμα στο μισθό με ίδιους όρους που έχουν να κάνουν με αντικειμενικά κριτήρια και όχι με το σε ποια υπηρεσία έτυχε να υπηρετούν. Η διαβάθμιση θα πρέπει να είναι ενιαία και γνωστή σε όλους.

Το Δημόσιο ως ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας θα πρέπει να ορίσει ένα ενιαίο μισθολογικό κλιμάκιο που θα απευθύνεται σε όλους τους νυν και μελλοντικούς εργαζομένους του σε όποιο υπουργείο ή υπηρεσία κι αν δουλεύουν. Δεν μπορεί ένας εργοδότης και μάλιστα θεματοφύλακας της Δημοκρατίας να συμπεριφέρεται με δύο μέτρα και δύο σταθμά στους εργαζομένους του. Δεν είναι δυνατόν ο οικονομολόγος  του Υπουργείου Οικονομικών να διαφοροποιείται «περίτρανα»  μισθολογικά σε σχέση με τον οικονομολόγο του Υπουργείου Παιδείας ενώ έχουν τα ίδια χρόνια υπηρεσίας και ίδια οικογενειακή κατάσταση.

Συνοψίζοντας, δύο είναι οι κυριότερες παθογένειες του ελληνικού Δημοσίου. Η μία είναι η έλλειψη ποιοτικών υπηρεσιών προς τον πολίτη και η άλλη τα έξοδά του, τα οποία δεν μπορεί να τα σηκώσει η ιδιωτική οικονομία της χώρας μας, γι' αυτό και βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να μειώνονται συνεχώς οι μισθοί και οι συντάξεις, ενώ οι φόροι να αυξάνονται. Ποιοτικές δημόσιες δομές και υπηρεσίες είναι δύσκολο να δημιουργηθούν από τη μια μέρα στην άλλη. Όμως άμεσα μπορούμε να βελτιώσουμε τη σχέση εργαζομένου και εργοδότη, ώστε αυτό να έχει ένα θετικό αντίκτυπο στις παρεχόμενες από τους εργαζόμενους υπηρεσίες.

Αν κατορθώσουμε να αλλάξουμε την κοινωνική συνείδηση και την ευσυνειδησία των δημοσίων υπαλλήλων ως προς τον εργοδότη τους, ώστε να αγαπήσουν περισσότερο τη δουλειά τους και κατ' επέκταση το δημόσιο τομέα που υπηρετούν, θα έχουμε κάνει το πρώτο βήμα για μια ποιοτική στροφή του δημοσίου. Για να επιτευχθεί αυτό, το κράτος ως εργοδότης πρέπει άμεσα να εισάγει μία εξίσωση υπολογισμού της μισθοδοσίας του κάθε δημόσιου υπάλληλου, η οποία θα στηρίζεται σε αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια, ενώ ταυτόχρονα θα δίνει στον υπάλληλο και τη δυνατότητα να συμμετέχει αναλογικά στην αύξηση της μισθολογικής δαπάνης που θα προκύψει, ως αποτέλεσμα της ανάκαμψης της χώρας μας. Στο επόμενο άρθρο μου στο liberal.gr θα περιγράψω τη δομή που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια εξίσωση.

 

*Ο Στέλιος Ορφανάκης είναι Καθηγητής (M.Sc) Φυσικών και Θετικών Επιστημών στη Δημόσια Εκπαίδευση, έχει εξειδικευθεί στην Τραπεζική Διοίκηση και σε Παράγωγα Προϊόντα, έχει δουλέψει ως Επενδυτικός Σύμβουλος στην Ιδιωτική. Από τον Ιανουάριο του 2017 είναι πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών.