Του Γιάννη Γιαννούδη*
Μια είδηση που πέρασε στα «ψιλά» αλλά που θα συζητηθεί αρκετά τους επόμενους μήνες, είναι ότι από το 2021-22 οι πόροι του ΕΣΠΑ δεν θα επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για την φιλοξενία των παιδιών σε δημοτικούς και ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, περίπου 270 εκατομμύρια είναι το ποσό που ξοδεύει το κράτος κάθε χρόνο για την επιδότηση των οικογενειών που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να στείλουν το παιδί τους σε ένα ιδιωτικό παιδικό σταθμό. Από το ποσό αυτό, 60 εκατομμύρια προέρχονται από το ΕΣΠΑ και τα υπόλοιπα από εθνικούς πόρους.
Όποιος μελετήσει σε βάθος την προσχολική εκπαίδευση (ηλικίες 0-6 ετών) θα καταλήξει σχετικά εύκολα σε δύο παραδοχές:
1. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που φοιτούν σε ένα καλό σχολείο, διαμορφώνουν συγκροτημένη, δυνατή και ανεξάρτητη προσωπικότητα, από νωρίς.
2. Στην χώρα μας όμως έχουμε ένα μάλλον χαμηλό επίπεδο προσχολικής αγωγής, που εστιάζει κυρίως στην παθητική φύλαξη των παιδιών και όχι στην ενεργητική τους αυτονόμηση (εξ' ου και ο τραγικός όρος «παιδικός σταθμός»).
Αυτό που θα έπρεπε λοιπόν πρωτίστως να μας απασχολεί, είναι πως να βελτιώσουμε το επίπεδο της παρεχόμενης προσχολικής εκπαίδευσης και πως θα την συγχρονίσουμε με τις ανάγκες της σημερινής εποχής, έτσι ώστε τα 270 εκατομμύρια που ξοδεύει το κράτος και τα κάποια δις που ξοδεύουν ιδιωτικά οι Έλληνες πολίτες να αποδίδουν το μέγιστο δυνατό για τα παιδιά μας - για το συλλογικό μας μέλλον δηλαδή.
Χρειάζονται πολλές χιλιάδες λέξεις για να αναπτυχθεί το ζήτημα με λεπτομέρειες, θα προσπαθήσω όμως εδώ να παρουσιάσω συνοπτικά μια πρόταση αλλαγής του πλαισίου της ελληνικής προσχολικής εκπαίδευσης με τρόπο που μπορεί να οδηγήσει ταυτόχρονα στην άνοδο της ποιότητας, αλλά και στην σταδιακή μείωση του κρατικού κόστους. Το μόνο που χρειάζεται είναι να σκεφτούμε και να δράσουμε επιτέλους «έξω από το κουτί»:
1. Θα πρέπει κατ΄αρχήν ο σχεδιασμός της προσχολικής εκπαίδευσης να περάσει στο Υπουργείο Παιδείας. Σήμερα, ο παιδαγωγικός σχεδιασμός είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος ενώ όλη η γραφειοκρατική διεκπεραίωση γίνεται από τους Δήμους και τις Περιφέρειες. Διότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν αντιμετωπίζουμε την προσχολική αγωγή ως εκπαίδευση αλλά ως φύλαξη. Μέγιστο λάθος.
2. Θα πρέπει να απλοποιηθούν, να εξορθολογιστούν και να εξομοιωθούν τα (σήμερα πολύ αυστηρά) κριτήρια αδειοδότησης και λειτουργίας των παιδικών σταθμών. Είναι παράλογο να υπάρχουν ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί αδειοδοτημένοι και ελεγχόμενοι με εντελώς ανόμοια κριτήρια, τα οποία βασίζονται σε τουλάχιστο τρεις διαφορετικές νομοθετικές περιόδους (πριν το 1997, μεταξύ 1997 και 2017, και μετά το 2017). Από την άλλη πλευρά, οι δημοτικοί παιδικοί σταθμοί πολύ συχνά λειτουργούν παραβιάζοντας κάθε νομοθετικό πλαίσιο, μια που ο φορέας που τους αδειοδοτεί και τους ελέγχει είναι ο ίδιος τους ο Δήμος!
3. Ο χώρος της προσχολικής εκπαίδευσης διεθνώς χαρακτηρίζεται από πολλές διαφορετικές & καινοτόμες προσεγγίσεις, καθώς και από την εκτεταμένη εμπλοκή των γονέων μέσα από διαφορετικής μορφής συνεργατικά σχήματα (cooperative schools). Σχολεία δηλαδή πολύ χαμηλού κόστους που στήνονται με την συνεργασία των οικογενειών που τα χρησιμοποιούν και που λειτουργούν μέσα από την εθελοντική &καθημερινή συνεισφορά των τελευταίων, επάνω σε ένα χαλαρό πλαίσιο ελέγχου.
Ένα μεγάλο μέρος της κρατικής χρηματοδότησης θα μπορούσε σταδιακά να εκλείψει μέσα από την λειτουργία πολλών μικρών τέτοιων μονάδων χαμηλού κόστους. Κανείς δεν απαγορεύει βέβαια την δημιουργία ενός συνεργατικού σχολείου από γονείς στην χώρα μας, η πολύ αυστηρή νομοθεσία όμως που διέπει τις προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας ενός παιδικού σταθμού,πρακτικά το καθιστά αδύνατο.
4. Θα μπορούσε λοιπόν το κράτος να σκεφτεί σοβαρά την απλοποίηση των προϋποθέσεων ίδρυσης και λειτουργία ενός σχολείου για πολύ μικρά παιδιά.Ταυτόχρονα όμως, μια που αυτό θα κινδύνευε να οδηγήσει σε απαξίωση την επένδυση ζωής των σημερινών ιδιοκτητών των ιδιωτικών μονάδων, να θεσπίσει το κράτος και ένα αυστηρό, ανεξάρτητο& διαφανές σύστημα αξιολόγησης της ποιότητας κάθε σχολείου με εκπαιδευτικά και χωροταξικά κριτήρια. Αξιολόγηση που κάθε σχολείο, δημόσιο, ιδιωτικό ή συνεργατικό, θα υποχρεούται να δημοσιοποιεί με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο.
Διότι, ένα σχολείο πχ με αυλή 1,000 τμ και με 30 πτυχιούχους εκπαιδευτικούς δεν μπορεί να συγκριθεί με το συνεργατικό σχολείο που θα λειτουργούν σε ένα μεγάλο διαμέρισμα, δύο μαμάδες. Μπορούν όμως και τα δύο να συνυπάρξουν, αρκεί να αποτυπώνεται ξεκάθαρα η ποιοτική διαφορά μεταξύ τους. Ώστε, ο κάθε γονέας να ξέρει κάθε φορά τι επιλέγει - και ό ίδιος στο τέλος να το συναξιολογεί.
Η αξιολόγηση λοιπόν είναι για μία ακόμη φορά η μαγική λέξη. Αξιολόγηση αυστηρή, δίκαιη, επί της ουσίας, που θα οδηγήσει στην άνοδο της ποιότητας και που θα δώσει περισσότερες επιλογές στους οικονομικά ασθενείς.
Διότι, η αξιολόγηση θα υποχρεώσει μέσα από τον ανταγωνισμό τα καλά σχολεία να γίνουν ακόμη καλύτερα, τα μέτρια σχολεία να βελτιωθούν και τα κακά σχολεία να κλείσουν. Και θα δώσει στους Έλληνες γονείς την δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής μέσα από ένα πολύ μεγαλύτερο εύρος προσφερόμενων λύσεων, χωρίς να περιμένουν την(νομοτελειακά αρρωστημένη) κρατική επιδοματική πολιτική.
Μήπως τελικά είναι πολύ φιλελεύθερα για εμάς, όλα αυτά;
*Ο κ. Γιάννης Γιαννούδης είναι Co-founder & Director, Dorothy Snot preschool & kindergarten