Μήπως να αφήναμε το Σύνταγμα στην ησυχία του;

Μήπως να αφήναμε το Σύνταγμα στην ησυχία του;

Του Γιάννη Ανδρουλάκη*

Σε μια περίοδο στην οποία οι περισσότεροι πλέουν σε πελάγη αναθεωρητικής ευτυχίας, δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις μου.

Η αναθεωρητική του συντάγματος διαδικασία είναι περίπλοκη, τριφασική χρονικά και παρουσιάζει ερμηνευτικές δυσχέρειες. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό, αντιθέτως, ο «τα πάντα εν σοφία ποιών» συντακτικός νομοθέτης του 1975, δηλαδή η τότε βουλή, επέλεξε αυτήν ακριβώς την αρχιτεκτονική επειδή ήθελε από μιας αρχής να ξεκαθαρίσει, ότι η αναθεώρηση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση που πρέπει να περιβάλλεται από ένα πλήθος ουσιαστικών και «δικονομικών» εγγυήσεων. Στο πλαίσιο αυτό:

α) πρέπει να γίνεται με φειδώ και αυτοσυγκράτηση και να στοχεύει στην αναδιατύπωση ή αλλαγή εκείνων των διατάξεων που η σύγχρονη πραγματικότητα επιβάλλει να αλλάξουν. Πρέπει δηλαδή να αποβλέπει στον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας.

β) το αναθεωρητέο πεδίο πρέπει να καθορίζεται με βάση τις προτεραιότητες πραγματικότητας και να είναι όσο το δυνατόν στοχευμένο και περιορισμένο θεματικά. Δεν είναι δυνατόν, κάθε φορά που ανοίγει συζήτηση για την αναθεώρηση του συντάγματος αυτή να εκτείνεται σαρωτικά στο σύνολο των δυνάμενων να αναθεωρηθούν διατάξεων, αφού έτσι η αναθεώρηση δεν έχει προσανατολισμό και πάσχει από πολυπράγμονα αφέλεια.

γ) πρέπει να είναι εκ των προτέρων σε όλους τους συντελεστές της σαφές-και ο καθένας να αναλαμβάνει την ευθύνη του-ότι ο σκληρός πυρήνας του συντάγματος δεν μπορεί να θίγεται από την αναθεωρητική πρωτοβουλία. Η μορφή του πολιτεύματος λ.χ. δεν μπορεί να αλλάξει και αυτό δεν σημαίνει απλώς ότι δεν αναθεωρείται η διάταξη που την καθορίζει αλλά ότι δεν μπορούν να θιγούν ούτε και οι συνταγματικές διατάξεις που συνέχονται νοηματικά και συστηματικά με αυτήν.
δ) η αναθεώρηση, ως διαδικασία προβλεπόμενη από το σύνταγμα δεν είναι υποχρεωτική ούτε πρέπει να ανακινείται κάθε φορά που υφίστανται οι σχετικές προϋποθέσεις (συμπλήρωση του ελάχιστου απαιτούμενου χρόνου από την προηγούμενη) ακόμη κι αν δεν υπάρχει επιτακτικός λόγος γι αυτό, όπως τείνει να γίνει συνήθεια τα τελευταία χρόνια.

ε) η αναθεώρηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι εργαλείο πολιτικού τακτικισμού. Πρέπει να υπηρετεί πραγματικές ανάγκες και να στηρίζεται σε ευρείες πολιτικές συναινέσεις. Όταν αυτά τα στοιχεία δεν συντρέχουν, δεν υπάρχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την πραγματοποίησή της και το αποτέλεσμα θα είναι να επιβαρύνεται το σύνταγμα με κακότεχνες, δευτερεύουσας σημασίας λεπτομερειακές ρυθμίσεις.

Με τις πιο πάνω επισημάνσεις δεν αρνούμαι ότι είναι αναγκαίος ο θεσμικός εκσυγχρονισμός της χώρας και ότι αυτό πρέπει να αποτυπωθεί και στο σύνταγμα. Υποστηρίζω όμως, ότι η συγκυρία δεν είναι κατάλληλη, αφού δεν έχουμε συμφωνήσει για το τι είναι θεσμικός εκσυγχρονισμός και-ακόμη χειρότερα-τον κατανοούμε με εντελώς αντίθετο περιεχόμενο.

Γι αυτό ακριβώς βλέπουμε στην ήδη ξεκινημένη διαδικασία της πρώτης φάσης όλα αυτά τα ευτράπελα, που προοιωνίζονται ένα β΄ διαλογής αναθεωρητικό παραδοτέο στην επόμενη βουλή, χωρίς ιδεολογική κατεύθυνση και προσανατολισμό για το πού πρέπει να πάει η χώρα. Πολλή φασαρία δηλαδή σχεδόν για το τίποτα. Το σύνταγμα όμως, δηλαδή το ιερό κείμενο της δημοκρατίας δεν το πειράζεις για το «τίποτα». Μήπως λοιπόν να το αφήναμε προς στιγμήν στην ησυχία του;

*Ο κ. Γιάννης Ανδρουλάκης είναι  δικηγόρος, γενικός γραμματέας της Δράσης.