«Υπουργέ, αν πουλήσουμε τουριστικά πακέτα στη Μεσόγειο φέτος, θα πρόκειται μόνο για την Ελλάδα», μου εκμυστηρεύτηκε υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλου επενδυτικού ομίλου που ασχολείται με τουριστικές επενδύσεις σε όλο τον κόσμο.
Ας υποθέσουμε ότι οι λοιμωξιολόγοι μας λένε ότι η κρίση περνά και η ζωή μας επανέρχεται σταδιακά στους κανονικούς της ρυθμούς.
Ερώτημα πρώτο: Ενας ξενοδόχος ανοίγει τη μονάδα του και δέχεται τηλεφώνημα από ταξιδιωτικό γραφείο χώρας που έχει πληγεί ιδιαίτερα από την πανδημία, για να κλείσει 50 δωμάτια σ’ ένα γκρουπ από κατοίκους αυτής της χώρας. Τι κάνει;
Ερώτημα δεύτερο: Τουρίστες κάθονται σε ελληνικό εστιατόριο και ζητούν να παραγγείλουν. Ο εστιάτορας πλησιάζει και ακούει να μιλούν μια γλώσσα από χώρα που επίσης έχει πληγεί ιδιαίτερα από την κρίση. Πώς αντιδρά;
Δεδομένου ότι είναι καθοριστική η συμβολή του τουρισμού στην εθνική οικονομία, τέτοιου είδους ερωτήματα απασχολούν ήδη την τουριστική αγορά όταν γίνεται συζήτηση για την «επόμενη μέρα» (μετά την κρίση), ακριβώς επειδή η Ελλάδα κινδυνεύει φέτος να έχει το ανάποδο πρόβλημα απ’ αυτό που τίθεται σήμερα στον δημόσιο διάλογο: να θέλουν να έλθουν τουρίστες στη χώρα μας κι εμείς να φοβόμαστε να τους δεχθούμε προκειμένου να μη μεταφερθεί και διαδοθεί (ξανά) ο ιός στη χώρα μας.
Τα επισημαίνω όλα αυτά, καθώς προ ημερών δέχθηκα ένα τηλεφώνημα, το οποίο με οδήγησε να σκεφτώ πράγματα που δεν είχαν περάσει από το μυαλό μου μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και φυσικά μου εμφύσησε αισιοδοξία.
Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλου επενδυτικού ομίλου που ασχολείται με τουριστικές επενδύσεις σε όλο τον κόσμο. Ο όμιλος είχε προγραμματίσει να κάνει φέτος το καλοκαίρι ανακαίνιση κάποιων ξενοδοχειακών μονάδων στην Ελλάδα, με σκοπό να λειτουργήσουν από το καλοκαίρι του 2021.
Μου εξέφρασε λοιπόν την επιθυμία τους, εφόσον επιβεβαιωθεί το καλό σενάριο να υποχωρήσει ο κορωνοϊός τον Μάιο και να αρχίσει η επάνοδος στην κανονικότητα, να προχωρήσουν, ει δυνατόν και εντός του Μαΐου, οι αδειοδοτήσεις προκειμένου να ξεκινήσουν την επένδυσή τους αμέσως, για να έχουν έτοιμα τα ξενοδοχεία τους να λειτουργήσουν φέτος το καλοκαίρι.
Στην εύλογη απορία μου «προς τι τέτοιο ενδιαφέρον και τέτοια σπουδή τη συγκεκριμένη χρονιά;», η απάντησή του ήταν η εξής: «Κύριε υπουργέ, όπως δυστυχώς έχουν έλθει φέτος τα πράγματα, είναι αδύνατον να ''πουλήσουμε'' στη Μεσόγειο καμιά άλλη χώρα πλην της Ελλάδας επειδή ακριβώς έχει την εικόνα μιας υγειονομικά ασφαλούς χώρας. Αν λοιπόν μπορέσουμε να ''πουλήσουμε'' Μεσόγειο φέτος, θα πρόκειται μόνο για την Ελλάδα».
Από τη συζήτηση προέκυψε η εκτίμηση ότι προφανώς φέτος δεν θα συρρεύσουν στη Μεσόγειο τα εκατομμύρια τουριστών που συνέρρεαν κάθε χρόνο. Η πρώτη επιλογή, πάντως, από εκείνους που τελικά θα έλθουν, θα είναι η Ελλάδα.
Βεβαίως, είναι ακόμη νωρίς να εκτιμήσουμε πώς θα εξελιχθεί η φετινή τουριστική περίοδος. Ομως, εφόσον κερδίσουμε τη μεγάλη μάχη της υγείας -που σήμερα την κερδίζουμε- ώς το τέλος και εφόσον επιβεβαιωθεί το καλό σενάριο του Μαΐου, τότε δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν τα πράγματα εξελιχθούν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι σήμερα νομίζουμε.
Διότι η καλή μας εικόνα στην υγεία μπορεί να έχει θετική επίπτωση και στην οικονομία, λόγω βελτιώσεως της συνολικής εικόνας της χώρας αυτή την κρίσιμη περίοδο.
Γι’ αυτό ακριβώς και εκπονούμε ήδη πρόγραμμα, ώστε να βάλουμε rapid test σε κομβικά σημεία, όπως τα αεροδρόμια, τα λιμάνια και τα μεγάλα ξενοδοχεία, προκειμένου να μπορούμε να κάνουμε άμεσα ελέγχους όλων των εισερχομένων τουριστών - και για τη δική μας και για τη δική τους ασφάλεια.
Το άρθρο δημοσιεύεται στον Φιλελεύθερο του Σαββατοκύριακου 4-5 Απριλίου