Μια παρηγοριά

Μια παρηγοριά

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Δεν ξέρω πώς θα έπρεπε να ξεκινήσω αυτή τη στήλη, αυτά τα σημειώματα. Και δεν το ξέρω, μολονότι τυραννιέμαι μέρες τώρα ακριβώς με αυτό: τι να πω πρώτο, τι να μην πω, πώς τέλος πάντων να συστηθώ. Κάποιοι με ξέρουν ήδη, αλλά το κοινό τού Liberal είναι πολύ μεγαλύτερο, και ευρύτερο, από το δικό μου. Πρέπει κάπως να εντυπωσιάσω, ψέματα;

Ναι. Αλλά δεν ξέρω πώς. Επίσης, δεν ξέρω αν μπορώ. Έχουν γραφτεί τα πάντα, έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί και ξαναγραφτεί, από μεγάλους διανοουμένους, από επιστήμονες, από φιλοσόφους, από αναλυτές, από αρθρογράφους με πελώρια επάρκεια και ικανότητες αναλυτικού στοχασμού και συγκερασμού των δεδομένων που εμένα μού λείπουν απολύτως. Και εννοώ πως έχουν γραφτεί τα πάντα, όχι μόνο γενικώς, αλλά τα πάντα και για το δικό μας πρόβλημα, το Μεγάλο Ελληνικό Πρόβλημα, για το οποίο θα μιλάμε (κυρίως) εδώ, που είναι διακριτό και μας ενώνει όλους κάτω από τις φαρδιές, βαριές φτερούγες του. Όλα όσα αφορούν την Κρίση, τη χρεοκοπία του κράτους (του Δημοσίου, που λέμε), τους πρωταιτίους και τους υπαιτίους της, τη διαχείρισή της, όλα τα σχετικά με αυτούς που σπεκουλάρουν και σιτίζονται χάρη σε αυτήν, καθετί που έχει να κάνει με την καμπύλη της μεταπολιτευτικής πορείας της χώρας —από το ναδίρ στο ζενίθ, και από εκεί μέχρι ένα ακόμη χαμηλότερο ναδίρ— έχουν ήδη αναλυθεί εξονυχιστικά. Τα ξέρουμε όλα. Μάλιστα, τα ξέραμε —τα είχαμε διαβάσει, τα είχαμε διαπιστώσει, τα είχαμε φωνάξει, ή ψελλίσει, μας τα είχαν αναλύσει— και πριν την αποφράδα εκείνη ημέρα του Ιανουαρίου τού 2015, όταν μόνοι μας ανοίξαμε αγανακτισμένοι την πόρτα στο χάος. Δεν έχουμε κανένα ελαφρυντικό. Και τίποτε δεν μας είναι καινούργιο.

Κάτι τέτοιο ισχύει και για τη λογοτεχνία, που είναι κυρίως ο τομέας μου. (Όχι ότι είμαι ειδικός, προς Θεού. Τα βιβλία είναι ένας ωκεανός, και ο καθένας μας παλεύει με τα κύματά του πάνω στο δικό του σκαρί: το δικό μου είναι μια βάρκα με σπασμένη λαγουδέρα, μισοτρύπια καρίνα και με μόνο ένα κουπί). Στη λογοτεχνία, λοιπόν, τα ίδια τα θέματα είναι ελάχιστα, συγκεκριμένα, καταλογογραφημένα: η ελπίδα και η απόγνωση, το ταξίδι και η ανακάλυψη, η απώλεια και η ενηλικίωση, ο έρωτας και ο θάνατος, η επιβίωση και ο ηρωισμός, η πάλη του Κακού με το Καλό, η κοινωνία και το άτομο, το άτομο και το Θείο κ.ο.κ. Δεν μπορείς να γράψεις κάτι πέρα από όλα αυτά, σ' το απαγορεύει το μέσον, δεν γίνεται και να θες, δεν γίνεται όποιος και να 'σαι. Και, όποτε σκύβεις εντέλει το κεφάλι και πράγματι γράφεις, ξέρεις πως πατάς πάνω στα χνάρια άλλων, γιγάντων, νάνων, και όλων των απ' ανάμεσα, πολλές φορές μάλιστα χωρίς καν να τα βλέπεις εκείνα τα ίχνη γιατί σού λείπουν τα γυαλιά, ή επειδή είναι θαμπωμένα τα μάτια σου από την προσπάθεια. Ωστόσο το κάνεις, συχνά με κίνδυνο να αυτογελοιοποιηθείς.

Οπότε, ναι: όλα έχουν ειπωθεί. Για όσα και όσους έφταιξαν, για την πορεία και τους σταθμούς της Κρίσης, για τις κρίσιμες καμπές, για τους λαϊκιστές που βέβαια ήρθαν (που φέραμε) στην εξουσία, για την προσπάθειά τους να αλλάξουν την πορεία της χώρας, για τη μερική και προσώρας αποτυχία τους (ο Θεός να 'χει καλά τις Μεγάλες Δυνάμεις), για τη νεογλώσσα και το πλιάτσικο, για την εγκαθίδρυση και επαναστελέχωση του κομματικού τους κράτους, για την ανάγκη να φύγουν διά παντός ως βασικοί παίχτες από τη σκακιέρα μπας και μπορέσει κάτι να σωθεί.

Όλα αυτά, και όλα τα υπόλοιπα, έχουν ειπωθεί. Όπως και στη λογοτεχνία, τα πάντα έχουν ειπωθεί. Όμως, όπως ακριβώς και στη λογοτεχνία, νά που μας αρέσει να τα επαναλαμβάνουμε, να τα λέμε με άλλα λόγια, με νέες ευκαιρίες, με λιγότερες, περισσότερες ή τάχα άλλες λέξεις. Η λογοτεχνία είναι η παρηγοριά μας: δεν σώζει κανέναν. Έτσι και η αρθρογραφία, έτσι και αυτά τα σημειώματα που ξεκινώ κι εγώ σήμερα, από ένα καινούργιο για εμένα μέσο. Μονάχα μια παρηγοριά.