Του Χάρη Θεοχάρη
Τα τελευταία επτά έτη τέσσερις ελληνικές κυβερνήσεις ζητάνε από τον ελληνικό λαό θυσίες υποβάλλοντάς τον σε μια τιτάνια προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής. Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας μας που μια δημοσιονομική προσαρμογή καθίσταται απαραίτητη. Η πρώτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα είχε αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Όμως στην παρούσα φάση η αποτυχία των πολιτικών ελίτ έγκειται στο γεγονός πως αυτές οι θυσίες πετιούνται σε μια παγίδα χρέους και έλλειψης ρευστότητας.
Τι συνέβη με το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης; Η κυβέρνηση πήρε 4,8 δις ευρώ μέτρα από το 2019 για να τα μοιράσει σε ένα ασύνδετο μωσαϊκό δράσεων που υποτίθεται θα δομήσουν το νέο κοινωνικό κράτος.
Η αντιπολίτευση από την άλλη δεν κατανόησε πως η σωστή αντιμετώπιση αυτής της πρότασης δεν είναι η θέση «όχι στα μέτρα και όχι στα αντίμετρα», αλλά «ναι στα μέτρα» με άμεση εφαρμογή τους από το 2017 με διαφορετικά αντίμετρα.
Αντίμετρα που θα οδηγήσουν σε ένα αναπτυξιακό σοκ την ελληνική οικονομία.
Αντίμετρα που θα πάρουν τη μείωση του αφορολόγητου και θα τη διοχετεύσουν στη μείωση και την απλοποίηση των φορολογικών συντελεστών εισοδήματος μισθωτών, ελευθέρων επαγγελματιών, αγροτών και επιχειρήσεων.
Αντίμετρα που θα καταργήσουν τα άδικα τεκμήρια εισοδήματος, το τέλος επιτηδεύματος και σταδιακά την έκτακτη εισφορά.
Αντίστοιχα αντίμετρα που θα αξιοποιήσουν την επιδρομή στις συντάξεις για να μειώσουν κατά 8% τις εισφορές όλων.
Αντίμετρα που θα δώσουν κίνητρα για νέες θέσεις απασχόλησης και για αύξηση της δηλωμένης εργασίας.
Μια τέτοια πρόταση παρουσιάσαμε στις 24 Μαΐου με τον Νίκο Χριστοδουλάκη και τον Μιλτιάδη Νεκτάριο στο ΕΒΕΑ. Η μείωση φόρων, εισφορών και πλεονασμάτων αποτελούν τα βασικά στοιχεία δημιουργίας ενός επενδυτικού σοκ που θα δημιουργήσει νέες θέσεις απασχόλησης.
Η Ελλάδα βρίσκεται εγκλωβισμένη μεταξύ δειλών κυβερνήσεων και εμμονικών πιστωτών.
Και βρίσκεται επίσης αντιμέτωπη με τρεις δύσκολα αναστρέψιμους παράγοντες:
Τη ραγδαία μείωση του ενεργού πληθυσμού από το 2030 και μετά.
Ένα υψηλό εξωτερικό δημόσιο χρέος.
Έναν αποψιλωμένο παραγωγικό ιστό.
Για την επίλυση αυτών των προβλημάτων απαιτείται ένα νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής.
Η ραγδαία μείωση του ενεργού πληθυσμού στην οποία αναφέρθηκα, φέρνει στο νου την Μικρασιατική Καταστροφή. Γεω-στρατηγικές δυνατότητες, παραγωγικές δομές και χρηματικό κεφάλαιο χάθηκαν. Όμως το τεράστιο σε μέγεθος και υψηλό σε αξία ανθρώπινο κεφάλαιο -1.500.000 πολίτες- εντάχθηκαν στην ελληνική παραγωγική μηχανή και αποτέλεσαν τη κινητήρια δύναμη για την αστική και βιομηχανική ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας. Η βιομηχανική ανάπτυξη του 1930 και το οικονομικό θαύμα του 1950 θεμελιώθηκαν πάνω σε αυτόν τον πληθυσμό.
Σήμερα η χώρα βιώνει ακριβώς το αντίθετο φαινόμενο. Η υπογεννητικότητα και η μετανάστευση στο εξωτερικό οδηγεί σε μια ραγδαία πτώση του ενεργού πληθυσμού από το 2030 και μετά. Ήδη σήμερα αυτά τα δύο φαινόμενα και η ανεργία που επιμένει να κινείται άνω του 20% στερούν από την οικονομία παραγωγική ισχύ και ως εκ τούτου πλήττουν την αποταμίευση, τον σχηματισμό κεφαλαίου, τις δυνατότητες του κοινωνικού κράτους.
Σε αυτό ακριβώς το ζήτημα έρχεται να απαντήσει η πρόταση για μείωση φόρων, εισφορών και πλεονασμάτων. Το παράθυρο ευκαιρίας που μας προσφέρει ένας σχετικά μεγάλος ενεργός πληθυσμός που μπορεί με ένα τέτοιο μείγμα πολιτικής να οδηγήσει σε ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3% πρέπει να αξιοποιηθεί. Η συσσώρευση κεφαλαίου, η ενίσχυση του ΑΕΠ, η αύξηση της απασχόλησης και η άνοδος των αποθεματικών των ταμείων, ειδικά μέσω ενός κεφαλαιοποιητικού δεύτερου πυλώνα θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία και κοινωνία να εισέλθουν στην μετά του 2030 περίοδο με ένα οικονομικό οπλοστάσιο ικανό να αποτρέψει τις δομικές καθοδικές πιέσεις.
Ενδεικτικά η μείωση των εισφορών κατά 8% μειώνει την ανεργία στο 8-9% από τις αρχές της δεκαετίας το 2020, ενώ αυξάνει τη μέση σύνταξη από το 2040 και μετά κατά 15%, χωρίς να επιβαρύνει τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Είναι δε χαρακτηριστικό πως η μείωση των εσόδων ανά ασφαλισμένο αντισταθμίζεται σχεδόν πλήρως από την αύξηση του απόλυτου αριθμού των ασφαλισμένων, των φορολογικών εσόδων και τη μείωση των επιδομάτων ανεργίας.
Ταυτόχρονα με την πληθυσμιακή συρρίκνωση η χώρα αντιμετωπίζει ένα σπιράλ αποεπένδυσης και φυγής επιχειρήσεων.
Η μείωση των εισφορών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναστροφή αυτού του φαινομένου συνοδευόμενη από μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση που θα απλοποιεί το σύστημα και θα ανακατανέμει τα βάρη με τέτοιο τρόπο που θα κινητοποιεί επενδυτικούς πόρους.
Στην Ελλάδα η κατανομή των βαρών δεν είναι δίκαιη. Το κράτος υπερφορολογεί αυτούς που μπορεί καθώς δεν έχει την ικανότητα και τη θέληση να τους φορολογήσει όλους.
Υπό αυτό το πρίσμα η μείωση του αφορολογήτου και όλων των ειδικών καθεστώτων κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αν συνοδευτούν από μια αντίστοιχη ελάφρυνση και απλοποίηση των συντελεστών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Τέλος το υψηλό εξωτερικό χρέος της χώρας υπογραμμίζει και αποτυπώνει την απώλεια βαθμών ελευθερίας εθνικής πολιτικής. Εθνική κυριαρχία και εξάρτηση χρέους δεν μπορούν να συμβιώσουν.
Τα υψηλά πλεονάσματα που διοχετεύονται στην αποπληρωμή του χρέους στερούν πολύτιμους πόρους για την ανάκαμψη της οικονομίας καθιστώντας την απομείωση του χρέους ακόμα πιο δύσκολη.
Η πρόταση για μείωση του πλεονάσματος που θα αποπληρώνει δημόσιο χρέος στο 1,5% και για τη δημιουργία κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο ασφαλιστικό σύστημα θα επιτρέψει τη συσσώρευση κεφαλαιακών πόρων.
Το μεν υπόλοιπο του πλεονάσματος θα οδηγείται σε ένα επενδυτικό ταμείο, το δε επικουρικό ταμείο το οποίο θα λειτουργεί υπό κεφαλαιοποιητική βάση θα έχει από την πρώτη στιγμή διαθέσιμους πόρους προς επένδυση. Η τοποθέτηση των αποθεματικών αυτών σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου θα επιτρέψει τη σταδιακή ανάκτηση του ελέγχου του χρέους και συνακόλουθα του ελέγχου της εθνικής πολιτικής.
Η χώρα φαίνεται να χάνει το πρώτο τέταρτο του αιώνα μέσα σε μια παγίδα χρέους. Προκλήσεις όπως η μετατόπιση του οικονομικού και πολιτικού βάρους της παγκόσμιας σκηνής στον Ειρηνικό, η εξέλιξη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, η πληθυσμιακή συρρίκνωση και η δημοσιονομική και ασφαλιστική στενότητα αποτελούν απειλές και συνάμα ευκαιρίες. Δυστυχώς η εγχώρια πολιτική τάξη υπό το βάρος της διατήρησης της εκλογικής της πελατείας έχει επιλέξει τον δισταγμό και την αδράνεια. Υπάρχει όμως εναλλακτική πρόταση, υπάρχει εναλλακτική πρόταση, υπάρχει εθνικό σχέδιο. Και είναι καιρός να το εφαρμόσουμε για να βγει η χώρα στο ξέφωτο.