Του Δημήτρη Ματθαίου*
Τώρα που ο ψευδεπίγραφος προοδευτισμός μάς άφησε χρόνους, ήρθε ο καιρός να ξεδιαλύνουμε το τοπίο και στην εκπαίδευση. Να το απαλλάξουμε από τις νοηματικές στρεβλώσεις που άφησαν πίσω τους οι ιδεοληψίες και οι παρωχημένες αντιλήψεις: να ανατάξουμε τραυματισμένους θεσμούς? να ανοιχτούμε σε νέες ιδέες? να δοκιμάσουμε καινούριες πολιτικές, αξιοποιώντας παράλληλα τις θετικές εμπειρίες του παρελθόντος.
Υπό το προηγούμενο καθεστώς διευρύνθηκε η σύγχυση γύρω από το νοηματικό περιεχόμενο βασικών εννοιών. Η αξιολόγηση, για παράδειγμα, θεωρήθηκε ως μια μορφή ελέγχου εκπαιδευτικών και χειραγώγησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας? ο σεβασμός της διαφορετικότητας έδειχνε να μην αφορά τις ανάγκες και τις ιδιαίτερες ικανότητες των ταλαντούχων μαθητών? η απαιτούμενη προσπάθεια για την κατάκτηση της γνώσης συκοφαντήθηκε ως εντατικοποίηση των σπουδών? η αριστεία χαρακτηρίστηκε ως ρετσινιά, και αποβλήθηκε από τους στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η αποκατάσταση του νοηματικού περιεχομένου όλων αυτών των εννοιών έχει προτεραιότητα, κάτι που δεν θα αποτελέσει εντούτοις εύκολη υπόθεση. Θα πρέπει πρώτα να αποκαλυφτούν και να αναιρεθούν τα ιδεολογήματα, στα οποία στηρίχτηκε μέχρι τώρα η όποια απήχησή τους.
Άνεμος αλλαγής θα πρέπει επίσης να πνεύσει και σε θεσμικό επίπεδο. Όχι μόνο για να σαρώσει τα σαθρά νομοθετήματα της προηγούμενης περιόδου. Ούτε βέβαια μόνο για να δρομολογήσει την επιστροφή σε σημαντικά μεν ζητήματα του δημόσιου λόγου, τα οποία όμως έχουν μονοπωλήσει την εκπαιδευτική πολιτική του παρελθόντος: το ζήτημα, ας πούμε, της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση, το μορφωτικό χαρακτήρα του λυκείου ή την ισορροπία μεταξύ των γνωστικών αντικειμένων στο ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολείων. Η νέα ατζέντα θα πρέπει να έχει στις βασικές προτεραιότητές της την αποκατάσταση και βελτίωση πετυχημένων θεσμών, την καρποφορία των οποίων εμπόδισε η προηγούμενη κυβέρνηση παρά τη γενική αποδοχή τους. Χαρακτηριστικό εν προκειμένω παράδειγμα είναι τα Πειραματικά Πρότυπα Σχολεία –ΠΠΣ.
Ένα θεσμό που οργανώθηκε με το Νόμο 3966/2011 και υλοποιήθηκε με επιτυχία και που αγκάλιασαν οι πολλοί και τον υπονόμευσαν οι λίγοι, που τον αντιμετώπισαν ως καινό δαιμόνιο που αποκάλυπτε στην πράξη την ένδεια των παρωχημένων αντιλήψεών τους. Στη νέα τους μορφή (μετά την εξαγγελθείσα αύξηση του αριθμού τους )τα ΠΠΣ θα έχουν την ευκαιρία να αναδείξουν και να αναπτύξουν τους στόχους και τις δυνατότητες των παλιών, πολλές από τις οποίες έμειναν αναξιοποίητες και εν πολλοίς άγνωστες στο ευρύ κοινό, όπως την προώθηση της καινοτομίας και της δημιουργικότητας, τη συνεργασία μεταξύ σχολείων, τη διάχυση καλών πρακτικών, την ενδοσχολική επιμόρφωση κλπ.
Στα νέα ΠΠΣ θα μπορούσαν επιπλέον να δοκιμαστούν και νέες ιδέες και πολιτικές. Ενδεικτικά και μόνο, α) η θεσμοθέτηση της σχολικής αυτονομίας στους τομείς της αγωγής, διδασκαλίας, μάθησης και διαχείρισης σημαντικών ζητημάτων της σχολικής ζωής (πχ. Σχολική διαρροή, εκφοβισμός, ρατσισμός κλπ.). Με διαφάνεια στους στόχους, τις διαδικασίες και την αποτελεσματικότητα άσκησής της, η σχολική αυτονομία θα αποτελέσει το πρώτο βήμα για τη σταδιακή απαλλαγή της εκπαίδευσης από τον σφιχτό εναγκαλισμό του συγκεντρωτικού κράτους και συνάμα την ενίσχυση της επαγγελματικής ταυτότητας του εκπαιδευτικού. β) η δυνατότητα διαμόρφωσης συμπράξεων μεταξύ δημόσιων σχολείων που θα μπορούσαν να προωθήσουν την ιδέα της δια-σχολικής αξιολόγησης (cross school evaluation), ένα υβρίδιο εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης στα χέρια της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Οι προοπτικές επιτυχίας των νέων πολιτικών προϋποθέτουν ασφαλώς ισχυρή πολιτική βούληση, επεξεργασμένο σχέδιο, οικονομικούς και οργανωτικούς πόρους και κυρίως τη συναίνεση των εκπαιδευτικών, άνευ της οποίας «ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων». Οι δυσκολίες διασφάλισης όλων αυτών των συνθηκών δεν πρέπει να αποθαρρύνει. Η νέα πολιτική ηγεσία θα πρέπει προς τούτο να υπερβεί τη λογική του συγκεντρωτισμού που θέλει τις μεταρρυθμίσεις άμεσες και καθολικές σε όλη τη χώρα. Σε ένα αποκεντρωμένο σύστημα, αντίθετα, οι πρωτοβουλίες ανήκουν στις τοπικές κοινωνίες, αρχές και εκπαιδευτικούς φορείς, που μπορούν να κρίνουν πότε οι συνθήκες εφαρμογής είναι ώριμες.
* Ο Δημήτρης Ματθαίου είναι ομότιμος καθηγητής Συγκριτικής Παιδαγωγικής ΕΚΠΑ.