Του Παύλου Ελευθεριάδη*
Η παρούσα κυβέρνηση είναι σωστά, δηλαδή σύμφωνα με την συνταγματική νομιμότητα, κυβέρνηση της χώρας. Ο Πρωθυπουργός είναι αρχηγός του κόμματος που συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Η κυβέρνησή του κέρδισε ψήφο εμπιστοσύνης στην αρχή της θητείας της, στις 7 Οκτωβρίου 2015.
Είναι συνεπώς μια νόμιμη κυβέρνηση, σύμφωνα με όλους τους τυπικούς κανόνες. Θα συνεχίζει να είναι νόμιμη κυβέρνηση για όσο διάστημα δεν χάνει ψήφο δυσπιστίας, μέχρι φυσικά την εξάντληση της τετραετίας. Ακόμα και αν αποχωρήσει το κόμμα των Ανεξαρτήτων Ελλήνων από την κυβέρνηση λόγω της διαφωνίας του για την κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών, η κυβέρνηση θα επιβιώσει, όσο αδύναμη και αν είναι και όσο και αν αναγκάζεται να διαπραγματεύεται κάθε μέρα την πλειοψηφία της. Αρκεί να αποφύγει την απόλυτη πλειοψηφία σε μια πρόταση δυσπιστίας εναντίον της.
Όλα αυτά προβλέπονται στο Σύνταγμα και στο άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής. Για τις διατάξεις αυτές δεν έχει καμία σημασία αν η κυβέρνηση έχει απλά συγκυριακή υποστήριξη, ή αν αδυνατεί πλεόν να νομοθετήσει, ή αν είναι έρμαιο προσωπικών συναλλαγών με επιμέρους βουλευτές ή αν ο πρωθυπουργός παζαρεύει κάθε μέρα την επιβίωση της κυβέρνησή του ή αν εκβιάζεται από αυτούς ή φιλικούς τους επιχειρηματίες. Όλα αυτά είναι αδιάφορα για την νομιμότητα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση σέβεται τις ηθικές αρχές του Συντάγματος. Αυτές τις έχει ούτως ή άλλως προ πολλού καταπατήσει με πολλούς τρόπους - και ιδίως με την επέμβαση στην δικαιοσύνη. Τις καταπατά όμως ξανά τις ημέρες αυτές, όσο εξελίσσεται αυτή η φαρσοκωμωδία με πρωταγωνιστή τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, κ. Πάνο Καμμένο. Κανείς δεν ξέρει, τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, αν υπάρχει κυβέρνηση και κυβερνητική πλειοψηφία. Πιθανώς ούτε και ο κ. Καμμένος το ξέρει, αφού το κόμμα του είναι υπό διάλυση.
Τί εννοώ με τη φράση «ηθική του συντάγματος» και γιατί την παραβιάζει ο κ. Τσίπρας; Δεν πρόκειται μόνο μια μια φιλοσοφική έννοια. Είναι κομμάτι της πρακτικής λειτουργίας των θεσμών μας. Οι γραπτοί κανόνες ποτέ δεν αρκούν. Στηρίζονται στην εσωτερική λογική του πολιτεύματος και στον συλλογισμό ότι ακολουθώντας τους γραπτούς κανόνες συμβάλουμε στην δίκαιη επίλυση των πολιτικών μας διαφορών. Κάθε Σύνταγμα βασίζεται σε μια τέτοιου είδους πρακτική λογική, που κάνει την πολιτική κατανοητή αλλά και αποδεκτή στον απλό πολίτη.
Οι επιμέρους λύσεις έχουν κάποια λεκτική διατύπωση σε άρθρα του Συντάγματος. Όλες μαζί όμως βγάζουν νόημα με βάση την ηθική ή συνταγματική θεωρία της δημοκρατίας, που και εκείνη βασίζεται σε μια αντίληψη για την ελευθερία και την ισότητα. Οι αρχές αυτές σε πολλές χώρες εμφανίζονται ως «συνθήκες του πολιτεύματος» (μεταφράζοντας τον αγγλικό όρο «constitutional conventions»). Έτσι ξεκίνησε για παράδειγμα η αρχή της δεδηλωμένης, η οποία παραμένει άγραφος κανόνας στο Αγγλικό δίκαιο, ως μια αποκλειστικά ηθική αρχή που δεν μπορεί να επιβάλλεται από τα δικαστήρια, αλλά είναι αναγκαία για να έχουν νόημα οι εκλογές και να έχει νομιμοποίηση η κυβέρνηση.
Σε εμάς – όπως και στην Βρετανία - η λογική του πολιτεύματος είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Για παράδειγμα, η εκλογή των βουλευτών σε εθνικές εκλογές έχει νόημα μέσα στο πλαίσιο μιας κομματικής και κοινοβουλευτικής αρχιτεκτονικής. Δεν εκλέγουμε άτομα, αλλά υποψηφίους των κομμάτων.
Η κυβέρνηση δεν είναι συνονθύλευμα προσώπων, αλλά συμμαχία ιδεών. Το κάθε κόμμα εκπροσωπεί κάποια θεωρητική κατεύθυνση και, αν είναι καλά οργανωμένο, έχει και κάποιο κυβερνητικό πρόγραμμα που οι εκλογείς γνωρίζουν – στις βασικές του αρχές - εκ των προτέρων. Όλοι ξέρουν ποιόν περίπου πρέπει να επιδοκιμάσουν, ή απορρίψουν στο τέλος μιας κοινοβουλευτικής θητείας, με βάση τις κομματικές ταυτότητες.
Πώς καταπατάται η ηθική της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας; Το θεμέλιο της ανηθικότητας της κυβέρνησης Σύριζα/Ανεξαρτήτων Ελλήνων είναι η ανυπαρξία κοινού κυβερνητικού προγράμματος. Όταν ξεκίνησε η συγκυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου τον Ιανουάριο του 2015 δεν θεώρησαν αναγκαίο να διατυπώσουν τις κυβερνητικές τους πολιτικές σε ένα κείμενο.
Το ίδιο έκαναν και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Ούτε και τότε έφτιαξαν κυβερνητικό πρόγραμμα αν και είχαν για έξι μήνες τουλάχιστον την συνδρομή του κρατικού μηχανισμού. Όλα όσα έκαναν στην συνέχεια ως συγκυβέρνηση ήταν προϊόν ευκαιριακών αυτοσχεδιασμών. Το θέμα των Σκοπίων ούτε καν έτυχε νύξης από τον Πρωθυπουργό στις προγραμματικές δηλώσεις του της 5ης Οκτωβρίου 2015.
Σημειώνω εδώ ότι το αντίστοιχο κείμενο της συμφωνίας μεταξύ του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του Χριστιανών Δημοκρατών στην Γερμανία μετά τις πιο πρόσφατες εκλογές, πήρε τέσσερις μήνες να συμφωνηθεί από τα δύο κόμματα και τα μέλη τους, εκτείνεται σε 175 πυκνογραμμένες σελίδες και είναι διαθέσιμο σε όλους του εκλογείς στις ιστοσελίδες των κομμάτων. Εκεί διαβάζει κανείς αναλυτικά τι θα κάνει η συμμαχική κυβέρνηση. Στην Ελλάδα τέτοιος οδηγός ουδέποτε υπήρξε για τις δύο κυβερνήσεις των κκ. Τσίπρα και Καμμένου. Κυβέρνησαν τη χώρα χωρίς κανόνες μεταξύ τους.
Μάλιστα, όπως έχει αποκαλύψει και ο Γιάνης Βαρουφάκης – που συνήθως είναι ακριβής στις περιγραφές πραγματικών περιστατικών – η συμφωνία Τσίπρα Καμμένου ήταν μια απλούστατη συναλλαγή: ο Καμμένος θα έπαιρνε το υπουργείο αμύνης και θα άφηνε ήσυχο τον Πρωθυπουργό σε όλα τα άλλα ζητήματα πολιτικής. Η συμμαχία Τσίπρα – Καμμένου είχε δηλαδή στηθεί από την αρχή όχι ως ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης για το καλό του τόπου, αλλά ως μια αφ' υψηλού προσωπική συναλλαγή. Ήταν εξαρχής μια κοινοπραξία ιδιοτέλειας. Δεν είχε ούτε αρχές ούτε και πυξίδα.
Καμία πολιτική δεν υπήρξε αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ Τσίπρα και Καμμένου. Αντικείμενο της συμφωνίας ήταν μόνο η προσωπική διαχείριση της εξουσίας. Η άλωση του κράτους, οι πελατειακές διευθετήσεις και η ευνοιοκρατία προς φίλους επιχειρηματίες, πράγματα που φυσικά δεν μπορεί να γίνονται με δημόσιες δεσμεύσεις προς τους εκλογείς, αλλά με διακριτικότητα, ήταν πάντα ο πυρήνας, ο κύριος λόγος ύπαρξης της κυβέρνησης αυτής.
Αξίζει εδώ να προσθέσουμε ότι αυτή η συνταγματική ανηθικότητα συμπλήρωσε την προεκλογική ανηθικότητα – ή ακριβέστερα την απάτη – των υποσχέσεων των δύο κομμάτων. Τόσο στις εκλογές του Ιανουαρίου όσο και στο δημοψήφισμα των έξι ημερών του Ιουλίου του 2015 τα δύο κόμματα (μαζί με την Χρυσή Αυγή) καταδίκαζαν την «νεοφιλελεύθερη» Ευρωπαϊκή Ένωση και τα «μνημόνια» ως υπαίτιους της κρίσης, κρύβοντας την αλήθεια για το δημόσιο χρέος και τον κίνδυνο εξόδου από το Ευρώ.
Αντίστοιχα, τα δύο κόμματα υποσχόντουσαν τότε ένα ανύπαρκτο μέλλον, δήθεν εξόδου από τα προγράμματα λιτότητας χωρίς καμία οικονομική συνέπεια και χωρίς κανένα κίνδυνο για την παραμονή στο Ευρώ. Οι δημαγωγικές αυτές υποσχέσεις τους χάρισαν την εξουσία, αλλά οδήγησαν την χώρα στην καταστροφή. Όπως είναι γνωστό, οι υποσχέσεις αυτές, αφού αποδείχθηκαν ψευδείς, οδήγησαν στο κλείσιμο των τραπεζών και το τρίτο και πιο επώδυνο πρόγραμμα λιτότητας το καλοκαίρι του 2015.
Συνεπώς η σημερινή διάλυση της κοινοπραξίας Τσίπρα – Καμμένου, με τον ευτράπελο τρόπο που γίνεται και τα διάφορα «είπα-ξείπα», είναι μια απόλυτα φυσιολογική εξέλιξη, που ταιριάζει στο παρελθόν των δύο ανδρών. Εφόσον στήθηκε χωρίς αρχές, η συγκυβέρνησή τους διαλύεται χωρίς αρχές. Η κοινοπραξία καταρρέει επειδή έπαψε να εξυπηρετεί τα συμφέροντα αυτών που την έστησαν, όχι φυσικά για ζητήματα πολιτικής, που δεν έπαιξαν ποτέ ρόλο.
Ας ελπίσουμε ότι η φαρσοκωμωδία των τελευταίων ημερών σημαίνει όχι μόνο το πρώιμο τέλος αυτής της επιζήμιας κυβέρνησης, αλλά και το τέλος της αντίληψης ότι η διακυβέρνηση της χώρας έιναι αντικείμενο ιδιοτελών και αδιαφανών συναλλαγών. Η ελληνική κοινοβουλευτική παράδοση αξίζει κάτι καλύτερο.
*Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.