Το ερώτημα πως πρέπει να διαχειριστεί τον αντίπαλό του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κληθεί να το απαντήσει τρεις φορές μέχρι σήμερα.
Η πρώτη ήταν την επομένη των εσωκομματικών εκλογών στη Νέα Δημοκρατία, όταν αρκετοί του ζητούσαν να κρατήσει «το έθιμο της παράταξης», να διαγράψει τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη και να διώξει τους λεγόμενους καραμανλικούς.
Τότε απάντησε ότι εξελέγη πρόεδρος του κόμματος με την υπόσχεση να το μεγαλώσει, να εμπλουτίσει τις τάξεις του, να το διευρύνει προς όμορους, πολιτικά, χώρους και όχι να το συρρικνώσει διαγράφοντας, μάλιστα, ιστορικά στελέχη του.
Δικαιώθηκε; Ρητορική ερώτηση.
Η δεύτερη φορά αφορούσε το πώς έπρεπε να τοποθετηθεί απέναντι στο α’εξάμηνο του 2015, όταν κάποιοι, αρκετοί, ζητούσαν εξεταστική επιτροπή για το πώς οδηγηθήκαμε στο κλείσιμο των τραπεζών και ειδικό δικαστήριο για τον κ. Τσίπρα. Η υπόθεση είχε, βέβαια, παραγραφεί αλλά επανερχόταν διαρκώς το αίτημα να «ανοίξει ο φάκελος διαπραγμάτευση 2015» για να έχουμε να συζητάμε.
Τότε απάντησε ότι ήταν αντιφατικό η Νέα Δημοκρατία να ζητά την ψήφο των πολιτών για να πάμε όλοι μαζί ενωμένοι μπροστά και την ίδια στιγμή να μιλάει διχαστικά για το πρόσφατο παρελθόν.
Δικαιώθηκε; Αν και αυτή η ερώτηση είναι ρητορική θέλουμε να την απαντήσουμε. Όχι απλώς δικαιώθηκε αλλά αυτή η στρατηγική επιλογή, να γυρίσει, δηλαδή, την πλάτη στο παρελθόν ήταν ο λόγος που κατάφερε την αυτοδυναμία.
Σήμερα, βρίσκεται για τρίτη φορά αντιμέτωπος με το ίδιο δίλημμα: πως να τοποθετηθεί απέναντι σ’ένα αντίπαλο (και αναφερόμαστε βέβαια στον κ. Τσίπρα) που δείχνει να γνώριζε ότι υπουργοί της κυβέρνησής του επιδίδονταν σε παρανομίες για τις οποίες κατηγορούνται. Δεν έχουμε καμία σχετική πληροφόρηση, δεν θα μπορούσαμε και δεν μας ενδιαφέρει άλλωστε κάτι τέτοιο, αλλά είμαστε βέβαιοι ότι οι συγκρίσεις με το ‘89 και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκης απασχολούν όλους εκτός από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Γιατί ακόμα κι αν δεν είχε συμβεί το ‘89, ο πρωθυπουργός θα απαντούσε στο δίλημμα με τον ίδιο τρόπο. Κι ως επιχείρημα έχουμε όλα τα παραπάνω.
Κάθε φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος «Μπροστά ή Πίσω;», επιλέγει το «Μπροστά».
Ναι, ισχύουν όλα όσα έγραψε ο Σάκης Μουμτζής εδώ στο Liberal, την Παρασκευή. Οπωσδήποτε τον συμφέρει να έχει απέναντί του ένα απαξιωμένο, αδύναμο Αλέξη Τσίπρα γιατί που θα βρει πιο βολικό αντίπαλο.
Δεν είναι μόνο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να απειλήσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη μέχρι να το «θελήσει» η ίδια αυτό να συμβεί. Είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί να απειλήσει τη μόνη εξουσία που προκαλεί πραγματική αγαλλίαση στον Κυριάκο Μητσοτάκη να την κατέχει: το να είναι ουσιαστικά ο αρχηγός του Κέντρου. Αυτό είναι που ποθεί ως πολιτικός ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Να ηγείται της ιδιότυπης νέας «Ένωσης Κέντρου» που έχει επί της ουσίας δημιουργηθεί.
Και δεν είναι μόνο ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να απειλήσει την ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Κέντρο αλλά η παρουσία του κ. Τσίπρα απαγορεύει στο ίδιο το Κέντρο να ανασυγκροτηθεί αυτόνομα έξω από τον «γάμο από συμφέρον» με τη Δεξιά.
Κι εδώ είναι που ξεκινούν τα διλήμματα για τον πρωθυπουργό αλλά και τους πολιτικούς φίλους του.
Το πρώτο δίλημμα είναι προφανές: Και οι αρχές μας; Δεν θα διερευνηθεί ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος του κ. Αλέξη Τσίπρα σε όλα αυτά; Αν όλα αυτά συνέβησαν όντως και ο κ. Τσίπρας τα γνώριζε, δεν πρέπει να τιμωρηθεί;
Το δεύτερο δίλημμα που κάθε πνευματικά έντιμος κεντρώος πρέπει να θέσει στον εαυτό του είναι γιατί «συμφέρει όλους μας» πλην του κ.Μητσοτάκη ο «αρχηγός του Κέντρου» να είναι και ο αρχηγός της Δεξιάς.
Γιατί ταυτίζονται τα συμφέροντα όλου του χώρου με τα συμφέροντα του κ.Μητσοτάκη ο οποίος πλην του φιλελεύθερου Θοδωρή Σκυλακάκη και κάποιων εξωκοινοβουλευτικών κεντρώων, με τη Δεξιά κυβερνά χωρίς να έχει βοηθήσει κανένα φιλελεύθερο ή κεντρώο να εκλεγεί βουλευτής;
Το Κέντρο πότε θα αυτονομηθεί σε δικό του χώρο, με δική του ηγεσία, χωρίς να πρέπει να κάνει ουσιαστικές και σοβαρές υποχωρήσεις απέναντι στη Δεξιά στην οποία βέβαια ανήκει η Νέα Δημοκρατία, μην τρελαθούμε κι εντελώς.
Για την ώρα πάντως η κυβέρνηση μια χαρά το χειρίζεται. Συνεχίζει το έργο της ενώ έχει ρίξει τον κ. Τσίπρα «βορά» στα Μήντια που επιχείρησε εκείνος να εξοντώσει και έχει αφήσει το γραφείο Τύπου της Νέας Δημοκρατίας να σχολιάζει, σποραδικά και κυρίως χλιαρά, τα τεκταινόμενα.
Η κυβέρνηση, δηλαδή ο κ.Μητσοτάκης δείχνει να έχει απαντήσει πάλι στο δίλημμα «Μπροστά ή Πίσω» με το γνωστό τρόπο.
Αλλά αυτό είναι το δίλημμα; Μήπως το δίλημμα δεν αφορά το πως πρέπει να διαχειριστεί τον κ. Τσίπρα αλλά το τι έχει σκοπό να κάνει για να αντιμετωπίσει την παθογένεια του μεταπολιτευτικού συστήματος που γεννά σκάνδαλα και κρίσεις;
Εμείς τουλάχιστον αυτό πιστεύουμε. Αυτό μας απασχολεί: γιατί οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις γίνονται σταθερά θερμοκήπια σκανδάλων που αφορούν διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας;
Αν διατρέξουμε την πολιτική ιστορία των τελευταίων ετών θα διαπιστώσουμε ότι τα σκάνδαλα εμφανίζονται από τη στιγμή που οι πρωθυπουργοί αρχίζουν τις υποχωρήσεις με τη μορφή εκλογικεύσεων, υποχωρήσεις κυρίως προς το κόμμα και το πελατειακό σύστημα.
Σκάνδαλα αρχίζουν να δημιουργούνται όταν οι κυβερνήσεις σταματούν να ασχολούνται με τη διακυβέρνηση και την επίλυση των προβλημάτων των πολιτών.
Σκάνδαλα δημιουργεί η απροθυμία για μεταρρυθμίσεις και για ρήξεις με τα πελατειακά δίκτυα και τα οργανωμένα συμφέροντα.
Για να διορθωθεί αυτό δεν απαιτούνται ειδικά δικαστήρια ή μάλλον για να το θέσουμε διαφορετικά, και ειδικά δικαστήρια να γίνουν η παθογένεια δεν θα γιατρευτεί.
Για να σταματήσει η πολιτική ζωή της χώρας να παράγει σκάνδαλα και κρίσεις απαιτούνται μετωπικές ρήξεις με το παρελθόν, να μην εγκαταλείψουμε οι πολίτες το αίτημα για μεταρρυθμίσεις, να μην σταματήσουμε ούτε στιγμή να ζητάμε να ξαναμοιραστεί η τράπουλα για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα για τους πολλούς, μια χώρα δικαιότερη.
Τώρα για το αυτόνομο Κέντρο θα τα πούμε άλλη φορά, ίσως το Κέντρο ως αυτόνομος πολιτικός χώρος να είναι μια φαντασίωση. Για την ώρα επείγει να φύγει η Ελλάδα μπροστά. Επείγει η Ελλάδα να συγκρουστεί με τις κακοδαιμονίες της: την ανοχή στην κατάχρηση εξουσίας, τη διαφθορά, το πελατειακό κράτος, τους νοσηρούς κομματικούς μηχανισμούς που υπονομεύουν ακόμα και την πιο έντιμη κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μας έπεισε ότι αξίζουμε καλύτερα. Τώρα θα πρέπει να μας το αποδείξει με ρήξεις και με μεταρρυθμίσεις.