Του Γιώργου Γεραπετρίτη
Το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα έχει χάσει την ισορροπία του. Στη αρχική του σύλληψη, το πολίτευμά μας στηρίχθηκε για την ισορροπία του στη διάκριση τεσσάρων πυλώνων: του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Κοινοβουλίου, της κυβέρνησης και της Δικαιοσύνης. Προϊόντος του πολιτικού χρόνου, οι δύο πρώτοι πυλώνες αποδυναμώθηκαν ουσιωδώς. Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας έχασε σημαντικό μέρος των αρμοδιοτήτων του με τη συγκυριακή αναθεώρηση του 1975, ενόσω οι φορείς του αξιώματος αποδυνάμωσαν και τις υφιστάμενες συνταγματικές αρμοδιότητες, όπως ιδίως αυτή της αναπομπής ψηφισμένου νομοσχεδίου για λόγους που ανάγονται στην ουσιαστική και τυπική αντισυνταγματικότητά του.
Το Κοινοβούλιο, το οποίο στη σύλληψη του αντιπροσωπευτικού και κοινοβουλευτικού πολιτεύματος αποτελεί το πρωτεύον κρατικό όργανο στο μέτρο που για την ανάδειξη και για τη διατήρηση της κυβέρνησης είναι απαραίτητη η ύπαρξη εμπιστοσύνης προς αυτή, έχει στην πολιτική πράξη αποψιλωθεί καίρια, ιδίως κατά και μετά την οικονομική κρίση. Αυτό συμβαίνει λόγω της αυξημένης πολιτικής ισχύος της κυβέρνησης στη διαχείριση της κρίσης, που κατέστησε το Κοινοβούλιο παραγωγό επίπλαστης νομιμοποίησης προειλημμένων πολιτικών αποφάσεων, στην εσφαλμένη μηχανική που προκαλεί το εξαιρετικά μειωμένο επίπεδο δικαιωμάτων των κοινοβουλευτικών μειοψηφιών, που εμποδίζει τον ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο της κυβέρνησης, και στις πολλαπλές κανονιστικές και συμβατικές δεσμεύσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο των δανειακών συμβάσεων, που συρρικνώνουν βασικές (έως πρότινος κυριαρχικές) εξουσίες, όπως η κατάρτιση του προϋπολογισμού.
Σε αυτό το περιβάλλον ο μόνος αποτελεσματικός πόλος ισορροπίας του πολιτεύματος απέναντι στην εξουσία της κυβέρνησης είναι η δικαστική λειτουργία. Τα μέλη της, στη μεγάλη πλειονότητά τους, διαθέτουν το κύρος, την ευθυκρισία και την ανεξαρτησία να στήσουν θεσμικά αναχώματα στην αυθαιρεσία της πολιτικής εξουσίας. Εντούτοις, βιώνουμε την τελευταία τριετία μια επιχείρηση ποδηγέτησης της δικαστικής κρίσης και απομείωσης του κύρους των δικαστών στην κοινωνία: υπουργός μεσολαβεί σε κατάδικο για να επηρεάσει εκκρεμή δίκη, πρόεδροι ανωτάτων δικαστηρίων καλούνται στο πρωθυπουργικό γραφείο για συνδικαλιστικά θέματα ενόσω εκκρεμεί η έκδοση αποφάσεων κρίσιμων για την κυβερνητική πολιτική, υπουργοί ασκούν προσβλητική κριτική κατά της Δικαιοσύνης και στοχοποιούν συγκεκριμένους δικαστές, ο πρωθυπουργός ο ίδιος από το βήμα της Βουλής προεξοφλεί δικαστικές αποφάσεις, στοιχεία μυστικών δικογραφιών κοινοποιούνται αδιακρίτως, κυβερνητικά στελέχη επισκέπτονται ανώτατα δικαστήρια για να ενημερωθούν για την εξέλιξη εκκρεμών υποθέσεων. Και μέσα σε όλα αυτά πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου και διατελέσασα υπηρεσιακή πρωθυπουργός αποστέλλει πολιτικές επιστολές σε προέδρους ανωτάτων δικαστηρίων ευρωπαϊκών κρατών, μηνύει πανεπιστημιακό που της ασκεί κριτική, μετακινείται την επαύριον της αφυπηρέτησής της στο Μέγαρο Μαξίμου και διορίζεται, λίγο πριν από το τέλος της κυβερνητικής θητείας, πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής κρίσιμης για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ευρισκόμενοι σε θεσμική άμυνα, οι ενώσεις δικαστικών λειτουργών εξωθούνται σε πρωτόγνωρες για τα δημοκρατικά ήθη δημόσιες ανακοινώσεις για να αναδείξουν την αυτονόητη συνταγματική τους αποστολή.
Με θλίψη διαπιστώνει κάποιος ότι δεν βρισκόμαστε μακριά από τα τραγικά φαινόμενα χειραγώγησης της Δικαιοσύνης σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, που οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ενωση στην ενεργοποίηση της διαδικασίας για παραβίαση του κράτους δικαίου ή από καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβιάσεις του τεκμηρίου αθωότητας. Ας το καταλάβει επιτέλους η πολιτική τάξη: Ο δικαστής δεν είναι συνομιλητής της πολιτικής εξουσίας, αλλά θεσμικό της εμπόδιο. Τα μέλη της κυβέρνησης, στα πλαίσια των διακριτών ρόλων του πολιτεύματος, δεν επιτρέπεται να μέμφονται και να επιτίθενται στη Δικαιοσύνη επειδή οι αποφάσεις της δεν συνάδουν με την ακολουθούμενη πολιτική: συμβαίνει, δυστυχώς όχι σπάνια, πολιτικές να είναι αντισυνταγματικές.
Ο ανεξάρτητος δικαστικός έλεγχος συνιστά συνθήκη ισορροπίας του πολιτεύματός μας και έχει λειτουργήσει με συνέπεια ως αποτελεσματική εγγύηση τήρησης του Συντάγματος. Ας μη δηλητηριάζουμε τις λίγες σταθερές του πολιτεύματος, οι οποίες με κόπο επιβίωσαν στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, και ας σταματήσει η ανώφελη και επικίνδυνη διελκυστίνδα της έντασης μεταξύ των λειτουργών του κράτους. Αντ' αυτού ας συζητήσουμε στο πλαίσιο της σε εξέλιξη συνταγματικής αναθεώρησης, η συζήτηση για την οποία ατυχώς δεν έχει ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά των πολιτών, για μια λειτουργική δημοκρατία με ενίσχυση του Κοινοβουλίου απέναντι στην Κυβέρνηση, με ανεξαρτησία και ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης, με ενίσχυση των δήμων, με αναβάθμιση των υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης, με γνήσια λογοδοσία όλων των δημόσιων οργάνων και με αναβάθμιση της παιδείας και του αυτοδιοίκητου δημόσιου πανεπιστημίου.
* Ο Γιώργος Γεραπετρίτης είναι καθηγητής Νομικής στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» στις 11.1.2019.