Υπάρχουν δύο επιλογές για την κυβέρνηση. Είτε θα ρίξει άπλετο φως στα όσα συνέβησαν στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και θα μάθουμε όλοι τα πάντα, είτε θα τραβήξει μία γραμμή στο όνομα του εθνικού συμφέροντος και θα πάμε παρακάτω. Όπως συνέβη αρκετές φορές μέχρι σήμερα στο παρελθόν. Οι κυβερνήσεις δεν τολμούν να προχωρήσουν εις βάθος τις φανερά κολάσιμες ποινικά πράξεις των προηγουμένων, επειδή ακριβώς θεωρούν ότι η δράση των άλλων νομιμοποιεί αντίστοιχες ενέργειες και των ίδιων.
Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν είναι η «τιμωρία» των επίορκων. Όσο κι αν αυτό μοιάζει δελεαστικό στα μάτια των θυμάτων τους. Το μεγάλο, το αντικειμενικά μεγάλο πρόβλημα είναι ότι σε μια χώρα που ο υπουργός Επικρατείας έχει το δικαίωμα να φωνάζει την... τύπισσα, δηλαδή την εισαγγελέα, για να της πει πώς θα κάνει τη δουλειά της, σε αυτή τη χώρα δεν πρόκειται να έρθουν σοβαροί επενδυτές. Το πολύ πολύ να βρουν καταφύγιο «μαύρα χρήματα», κι αυτό δεν είναι και απολύτως σίγουρο.
Επιχειρηματικότητα και Δικαιοσύνη πάνε χέρι χέρι. Είναι πολύ απλό. Σκεφτείτε τον εαυτό σας. Σκεφτείτε ότι έχετε στη διάθεσή σας ένα μεγάλο ποσό και σκέφτεστε να κάνετε μια δουλειά. Τι θα προτιμήσετε; Μια χώρα που η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και μπορεί να σας προστατεύσει από τις αυθαιρεσίες της εξουσίας ή μια χώρα που για να βρείτε το δίκιο σας θα πρέπει να ψάχνετε ραντεβού με τον «κολλητό» του πρωθυπουργού;
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι το θέμα με το παρελθόν δεν είναι να κλείσουν δυο - τρεις ή δεκατρείς στη φυλακή για να... μάθουν. Δεν θα ακολουθήσουμε τη λογική του Πολάκη. Και εν πάση περιπτώσει αυτά πρέπει να τα αποφασίσει η Δικαιοσύνη. Ποια Δικαιοσύνη; Η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πρέπει να απαντήσει σε ένα απλό ερώτημα: Θέλει ανεξάρτητη τη Δικαιοσύνη; Θέλει να κόψει τον ομφάλιο λώρο μεταξύ της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας; Το πιο απλό είναι να πει κανείς «ναι». Το δύσκολο είναι να κάνει κάτι γι' αυτό...
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν έχει υπάρξει κυβέρνηση που να τόλμησε αυτό το μεγάλο βήμα. Όλες περιχαρακώθηκαν πίσω από την... ήδη θεσμοθετημένη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και δεν τόλμησαν να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις. Το τελικό αποτέλεσμα το βλέπουμε σε αυτό που φέρεται να λέει ο Νίκος Παππάς στον επιχειρηματία Σάμπυ Μιωνή για την κυρία Τουλουπάκη: «Εγώ σου είπα τι θα κάνω. Θα ζητήσω από τον Παπαγγελόπουλο να μου φέρει την ίδια την τύπισσα και θα της πω ανοιχτά περί τίνος πρόκειται. Θα της πω, ''κορίτσι μου, έχεις καταλάβει τι πας να κάνεις;''».
Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά τους ίδιους τους δικαστές. Είναι έτοιμοι να την αντέξουν τόση ανεξαρτησία; Τα παραδικαστικά κυκλώματα, για παράδειγμα, δεν δημιουργήθηκαν από τους τσαγκάρηδες ή τους οικοδόμους. Είναι δημιουργήματα του δικαστικού χώρου και μάλιστα, όπως αποδείχτηκε στις περιπτώσεις που έγιναν γνωστές, είχαν και ευρεία δράση. Άρα τίθεται έτσι κι αλλιώς ένα θέμα αξιοπιστίας της ίδιας της Δικαιοσύνης. Το δεύτερο θέμα είναι τα δείγματα γραφής που έχει δείξει ο δικαστικός κλάδος όταν κλήθηκε να αποφασίσει για τα του κλάδου του. Σκανδαλώδεις αποφάσεις για διεκδικήσεις εκατομμυρίων ευρώ ήρθαν για να μειώσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου στη Δικαιοσύνη, η οποία ήταν κάποτε ιδιαίτερα ψηλά.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με δύο πράγματα. Το ένα είναι η απόφαση της κυβέρνησης να εξασφαλίσει πραγματική ανεξαρτησία στη Δικαιοσύνη. Το άλλο είναι η δυνατότητα της Δικαιοσύνης να δημιουργήσει έναν μηχανισμό που θα περιφρουρήσει το «κεκτημένο».
Με άλλα λόγια, χρειάζεται μία ουσιαστική μεταρρύθμιση στον χώρο της Δικαιοσύνης. Κάτι για το οποίο δεν έχει γίνει τίποτα μέχρι στιγμής. Νομικοί επιστήμονες ισχυρίζονται (κι αυτοί πρέπει να γνωρίζουν καλύτερα) ότι η μεταρρύθμιση στον χώρο της Δικαιοσύνης απαιτεί περισσότερα από 8 χρόνια. Περισσότερες δηλαδή από δύο κυβερνητικές θητείες. Αυτό και μόνο δείχνει τον βαθμό της δυσκολίας του... εγχειρήματος.
Κατά τα λοιπά, η δημοσιοποίηση τόσο τοξικών συνομιλιών είναι δυσάρεστη. Δεν είναι ωραίο να ακούς ένα κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος να μιλάει για «μαγαζί». Αλλά είναι κι αυτό μέρος της θεραπείας. Δυσάρεστο μέρος είναι η αλήθεια. Αλλά δείχνει ταυτόχρονα και το δυσάρεστο πρόσωπο της εξουσίας. Το αποκρουστικό της πρόσωπο. Γι' αυτό ενόχλησε τόσο η δημοσιοποίηση αυτών των συνομιλιών.
Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα συνέβαινε αν στη θέση του Νίκου Παππά ήταν κάποιος δεξιός υπουργός. Τι θα έγραφαν οι προοδευτικοί καλλιτέχνες, οι δημοσιογράφοι, οι οικολόγοι και οι συλλογικότητες. Προσωπικά νιώθω την ίδια απέχθεια. Είτε πρόκειται για δεξιό είτε για αριστερό υπουργό. Αλλά ξέρω ότι αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Να εκμεταλλεύεται όλες τις δυνατότητες που της δίνει το ίδιο το σύστημα. Οι υπουργοί, λοιπόν, βρήκαν και τα έκαναν. Το ζητούμενο είναι να μην τα ξαναβρούν. Κι αυτό θα συμβεί μόνο με σημαντικά βήματα στο θεσμικό πεδίο.
Θανάσης Μαυρίδης
[email protected]
*Αναδημοσίευση από τη στήλη «Εκ θέσεως» του Φιλελεύθερου που κυκλοφόρησε το Σαββατοκύριακο 27 - 28 Απριλίου