Μια αγγελία, το Κολοσσαίο και  ο Γιώργος Κιμούλης

Μια αγγελία, το Κολοσσαίο και ο Γιώργος Κιμούλης

Του Ανδρέα Ζαμπούκα

Ξεφυλλίζοντας κανείς το τελευταίο τεύχος του Economist, πέφτει σε μία αγγελία. Το Υπουργείο Πολιτισμού της Ιταλίας προκηρύσσει διεθνώς τη θέση του Διευθυντή του Κολοσσαίου. Ποιά είναι τα σημαντικότερα προσόντα που πρέπει να έχει ένας υποψήφιος; Strategic leadership and management expertise!

Που είναι το περίεργο; Για την διεθνή πρακτική στα ζητήματα  πολιτιστικής πολιτικής, το να διενεργεί διαγωνισμό η κυβέρνηση ενός κράτους για την διεύθυνση ενός μνημείου, είναι μάλλον κάτι συνηθισμένο. Δημοσιεύεται το ενδιαφέρον και στο τέλος, επιλέγεται αυτός που συγκεντρώνει τα ανάλογα προσόντα.

Τι γίνεται στην Ελλάδα; Την ΕΡΤ τη διοικεί ο Τσακνής, το Φεστιβάλ Αθηνών ο Μηλιός, το Μέγαρο ο Θεοχαράκης, και το  Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος  Νιάρχος, ο Κιμούλης. Τι έχουν κοινό; Κανείς τους δεν χρειάστηκε να πείσει κανένα για τα προσόντα του. Οι συστάσεις του κόμματος και της παρέας ήταν αρκετές!

Πριν από δύο χρόνια, τα συνδικάτα των εργαζομένων, εξόργισαν τον τότε  ιταλό υπουργό Πολιτισμού Ντάριο Φραντσεσκίνι, όταν μια απροειδοποίητη απεργία τους στέρησε από το ιταλικό δημόσιο τεράστια έσοδα. Σε λίγες ημέρες, ανακοίνωσε τα αποτελέσματα ενός διεθνούς ανοικτού διαγωνισμού για την πλήρωση των διευθυντικών θέσεων στα πιο εμβληματικά μουσεία της Ιταλίας. Ανεξάρτητα από τους Ιταλούς, οι περισσότεροι που επιλέχθηκαν ήταν ξένοι. Άριστοι στην δουλειά του και με ιδιαίτερες περγαμηνές στον αντικείμενό τους.

  Στην Ιταλία, τα μεγάλα μουσεία  είναι πλέον υπερσύγχρονα και ορισμένα από τα πιο γνωστά μνημεία, συντηρούνται  χάρη στις χορηγίες  που προέρχεται κυρίως,  από την ιταλική βιομηχανία μόδας, ανάμεσα στα οποία και  το Κολοσσαίο. Ο Φραντσεσκίνι άλλαξε το 2014 την νομοθεσία που δίνει μεγαλύτερη αυτονομία στα μουσεία από το κράτος, ενώ αύξησε και τα χορηγικά κίνητρα. Και βέβαια η κίνηση ματ που ξεσήκωσε τη θύελλα αντιδράσεων ήταν η έλευση των ξένων διευθυντών στις ιταλικές μουσειακές ναυαρχίδες.

Η Ιταλία είναι μια χώρα που ενδείκνυται για συγκρίσεις με την Ελλάδα. Η αλήθεια είναι πως κινούμαστε με διαφορά κάποιων χρόνων- όχι δεκαετιών-  στην νοοτροπία του κρατισμού και του Δημοσίου. Γιατί και εκείνοι, μπορεί να έχουν πίσω έναν τεράστιο αστικό πολιτισμό που δεν έχουμε εμείς αλλά η κουλτούρα που θέλει το κράτος να εμπλέκεται παντού, είναι επίσης κοινή.

Είναι όμως φανερό, πως κάτι άλλαξε στην πολιτική τους επειδή, το πολιτικό σύστημα απέκτησε μια σχετική ωριμότητα απέναντι στον πολιτισμό. Κάτι που όμως, δεν συμβαίνει σε μας, εξαιτίας των αγκυλώσεων και της δαιμονοποίησης του ιδιωτικού χώρου.

Ακόμα και ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει ότι δεν διορίζεις πρόεδρο ενός δημόσιου πλέον πολιτιστικού ιδρύματος κάποιον που απέτυχε παταγωδώς να διαχειριστεί την δική του επιχείρηση. Ούτε και διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών έναν καθηγητή που δεν έχει την παραμικρή εμπειρία στο χώρο.

Η μεγάλη απορία βέβαια, είναι γιατί το κάνεις. Μα, γιατί ο μικρόκοσμός σου βρίσκεται μεταξύ Κουμουνδούρου και Βουλής. Γιατί αδιαφορείς παντελώς, για το εθνικό συμφέρον, προτάσσοντας την αντίληψη ότι η αξιοκρατία είναι απλά μια «αστική ρετσινιά» που θέλει να αφανίσει την μετριότητα. Την οποία βέβαια θεωρείς ως  την πιο διεισδυτική λειτουργική αξία στο δικό σου παράλληλο «εξτρεμιστικό» σύμπαν.

Το μόνο που ζητάει κανείς από τις ελληνικές ηγεσίες είναι περισσότερη λογική. Ένα άνοιγμα στις δοκιμασμένες επιλογές του δυτικού κόσμου. Είναι τόσο απλό να το σκεφτεί κανείς κι ακόμα πιο γενναίο να το πραγματοποιήσει.