Του Δρ. Πέτρου Βιολάκη*
Το υφιστάμενο μοντέλο εκπαιδευτικής πολιτικής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει εξαντλήσει τις προοπτικές και τη δυναμική του; Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (Ιούλιος 2017), στο σύνολο της, η ανώτατη εκπαίδευση, παραμένει προσανατολισμένη, πρωτίστως, στην προετοιμασία για την απασχόληση στην εκπαίδευση και τις δημόσιες υπηρεσίες. (ΙΟΒΕ, 2017, σελ. 8).
Παράλληλα η μείωση της χρηματοδότησής, του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ, ο ξεπερασμένος παραδοσιακός προσανατολισμός για την απασχόληση και τη δημόσια διοίκηση καθώς και η μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και ελκυστικότητας των ελληνικών ΑΕΙ, εντείνουν την τάση φυγής επιστημόνων στο εξωτερικό (ΙΟΒΕ, 2017, σελίδα 19). Επί του παρόντος καταγράφονται 270.000 άνεργοι πτυχιούχοι (η γενιά των «μορφωμένων φτωχών» (Spiegel, 2017)), για τους οποίους η προοπτική ένταξής τους στην απασχόληση δεν θα είναι εύκολη. Σε αυτό προστίθεται η έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, η οποία δείχνει ότι το 76% των μαθητών θέλει να φύγει στο εξωτερικό, με το 44% εξ αυτών να δηλώνει ισχυρή πρόθεση (Απρίλιος 2017).
Με σημαντικότερο το πρόβλημα της χρηματοδότησης, τα ελληνικά ιδρύματα φέρεται να υστερούν: στην προσέλκυση πόρων από πηγές άλλες από τον κρατικό προϋπολογισμό, στην ανάπτυξη διεθνών προγραμμάτων και στην προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών. (ΙΟΒΕ, 2017, σελίδα 19). Η κατάσταση αυτή, παρά τη σημαντική προσπάθεια πολλών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, εξηγεί την φυγή των νέων στο εξωτερικό ή την επιλογή σπουδών σε μη-κρατικό τριτοβάθμιο συνεργαζόμενο φορέα στην Ελλάδα. Σε οικονομικά δεδομένα όμως τι σημαίνει αυτό, πόσα χρήματα φεύγουν στο εξωτερικό;
Στην περίπτωση φοιτητών που επιλέγουν απευθείας σπουδές στο εξωτερικό: Για την περίοδο 2000-2017, εκτιμάται ότι έχουν σπουδάζει 170.000 φοιτητές και έχουν πληρώσει από 2.431.000.000 έως 6.545.000.000 Ευρώ (τουλάχιστον). Τα χρήματα αυτά, αφορούν μόνο την ΑΓΓΛΙΑ για την περίοδο 2000-2017 και έχουν αναλωθεί σε σπουδές και σε διαβίωση.
Στην περίπτωση φοιτητών που επιλέγουν σπουδές στην Ελλάδα σε κολλέγιο συνεργαζόμενο με Βρετανικό πανεπιστήμιο. Από τα συνεργατικά προγράμματα σπουδών με τα κολέγια, τα Βρετανικά πανεπιστήμια εισπράττουν Fees 1000-1800 Ευρώ ανά έτος/ ανά φοιτητή (μέρος των διδάκτρων). Σύμφωνα με το Σύνδεσμο Κολλεγίων, οι φοιτητές ανέρχονται στους 13.000, ενώ οι απόφοιτοι υπολογίζονται στους 50.000 (Σύνδεσμος Κολλεγίων, 2017). Μόνο για τους 50.000 απόφοιτους (3 έτη σπουδών), έχουν καταβληθεί μέχρι σήμερα για Fees στα Αγγλικά Πανεπιστήμια 150.000.000 – 270.000.000, ενώ τα έξοδα διαβίωσης ξοδεύτηκαν στην Ελλάδα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Ελληνικά Κολλέγια λειτουργούν ως συνεργαζόμενα ιδρύματα -παραρτήματα μεγάλων Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων. Για να απόκτηση άδειας, εκτός από την διαδικασία ελέγχου από το Ελληνικό κράτος, περνούν και την διαδικασία “validation” από το Βρετανικό κράτος για την εξασφάλιση τόσο της ποιότητας και όσο και του ελέγχου της διαδικασίας που οδηγεί στην απονομή του τίτλου σπουδών. Συγκεκριμένα, για τα Πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου υπάρχει πρόσθετος έλεγχος από το συμβούλιο των Πρυτάνεων, των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και από τον οργανισμό BAC British Accreditation Council για ιδρύματα που παρέχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ο τρόπος αυτός προσφέρει την δυνατότητα στους Έλληνες νέους να φοιτούν σε Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια χωρίς να φεύγουν από την Ελλάδα και σε Έλληνες επιστήμονες να παραμένουν στην χώρα τους. Παράλληλα προσελκύονται εκατοντάδες ξένοι φοιτητές στην Ελλάδα με αυτονόητα οφέλη για την χώρα μας ειδικά στα χρόνια της κρίσης. Τέλος, υπάρχει επαγγελματική αναγνώριση των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών που προέρχονται από κολέγια που συνεργάζονται με πανεπιστήμια της Ε.Ε. (Οδηγία 2005/36/ΕΚ και Γνωμ.276/2015 του Νομ. Συμβ. του Κράτος).
Σε αυτό σημείο γεννάται το ερώτημα τι μπορούμε να κάνουμε ως χώρα; Και όμως, υπάρχουν συνθήκες που δίνουν ένα σημαντικό «παράθυρο ευκαιρίας» που θα ωφελήσει τόσο την κρατική όσο και την μη-κρατική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μελέτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμά ότι η χώρα μας έχει πολλές δυνατότητες στον τομέα της ιδιωτικής εκπαίδευσης μιας και μπορεί να προσελκύσει μεγάλο αριθμό ξένων φοιτητών (110.000) που θα συνέβαλε στην αύξηση του Ελληνικού ΑΕΠ κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα ετησίως (!) (Ναυτεμπορική, 4/10/2017) ενώ τα χρήματα που δαπανήθηκαν στο εξωτερικό (fees, δίδακτρα, κόστος ζωής) θα έμεναν στην Ελλάδα.
Τόσο οι ομιλίες όσο και οι επισκέψεις των προέδρων των ΗΠΑ Μπ. Ομπάμα και Ντ. Τράμπ, έδωσαν μια εξαιρετική ώθηση στην εικόνα της Ελλάδας που είχε πληγεί από πολιτικές δηλώσεις και την οικονομική κρίση από το 2009. Χαρακτηριστική η δήλωση του Ντ. Τράμπ ότι «Η Ελλάδα είναι ένα λίκνο του δυτικού πολιτισμού - τόσο αληθινό - της δημοκρατίας, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της επιστήμης και πολλά άλλα» (Whitehouse, 2017). Οι τοποθετήσεις των προέδρων των ΗΠΑ, διασύνδεσαν την αρχαία Ελλάδα (πολιτισμός - γνώση) με τη σύγχρονη.
Η διασύνδεση αυτή δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την προώθηση ενός νέου εθνικού μοντέλου παιδείας & εκπαίδευσης (κρατικά & μη-κρατικά πανεπιστήμια) προς αντικατάσταση του υφιστάμενου, πεπερασμένου. Ένα μοντέλο όπου η Ελλάδα θα φέρει πρωταγωνιστικό ρόλο ως «διεθνές πολιτιστικό, πνευματικό και εκπαιδευτικό κέντρο» (Δρ. Φουντουκάκος, 2017). Παράλληλα, ο ρόλος αυτός αποτελεί ιδιαίτερη μορφή ήπιας ισχύς στις διεθνείς σχέσεις και προσδίδει σημαντική προστιθέμενη αξία στη Ελλάδα. Η πρόσφατη έκθεση του ΙΟΒΕ καθώς και τα στοιχεία από την Ελληνική οικονομία που συνηγορούν ότι υπάρχει ανάκαμψη, αποδεικνύουν ότι είναι τώρα η ώρα για την αλλαγή του άρθρου 16.
Η στήριξη της εξωστρέφειας των ΑΕΙ και της συνεργασίας τους με εγχώριες και διεθνείς επιχειρήσεις σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, μπορούν να συμβάλλουν περαιτέρω στον: (1) περιορισμό της «διαρροής εγκεφάλων», (2) στην ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, (3) στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και (4) της ελληνικής οικονομίας (ΙΟΒΕ, 2017).
Υπάρχει ξεκάθαρη βούληση για επενδύσεις στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ. Αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από την έκθεση του US Department of State (Οκτώβριος 2016) όσο και από τη πρόσφατη δήλωση του Αμερικανού πρέσβη Τζέφρυ Πάϊατ: «Ποτέ άλλοτε η σχέση Ελλάδας – ΗΠΑ δεν ήταν πιο δυνατή από σήμερα. Ελπίζω σύντομα να δούμε σημαντικές αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα» (Νοέμβριος 2017).
Παρόμοιο κλίμα παρατηρείται και με την Κίνα: Σε εκδήλωση στο ΤΕΙ Αθήνας (Φεβρουάριος 2016), υπεγράφησαν πρωτόκολλα συνεργασίας με την παρουσία πρέσβη της Κίνας κ. Ζοού Ξιαολί και 66 καθηγητών από 30 κινεζικά πανεπιστήμια στην Αθήνα. Ο πρέσβης αναφέρθηκε στις προσπάθειες που καταβάλλονται για την σύσφιξη των εκπαιδευτικών ανταλλαγών και συνεργασίας σε πολλούς τομείς, και στα μοναδικά πλεονεκτήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού και ερευνητικού ανθρωπίνου δυναμικού (Πρεσβεία της Ελλάδας Πεκίνο, 2016).
Σημαντικό ρόλο και ώθηση στην υλοποίηση των προαναφερθέντων δύναται να παίξει η αλλαγή του άρθρου 16 και η δημιουργία (υπό αυστηρή επίβλεψη) Ελληνικών ακαδημαϊκών προγραμμάτων, για μη-κρατικά πανεπιστήμια (στην Ελληνική και Αγγλική γλώσσα). Η εν λόγω αλλαγή αναμένεται να συντελέσει στην εδραίωση μιας ισχυρής Ελληνικής παρουσίας στο χώρο της παγκόσμιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βασιζόμενη στις ρίζες του Ελληνικού πολιτισμού. Το βήμα αυτό αναμένεται να προσελκύσει επενδύσεις και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Εξωτερικό για πτυχιούχους, ενώ θα τονίσει σημαντικά την έρευνα και ανάπτυξη και κατ' επέκταση την Ελληνική βιομηχανία..
*Ο κ. Δρ. Πέτρος Βιολάκης είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΜΑ Int. Relations - MBA, Διευθυντής Ερευνών - Κέντρο Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ)