Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη*
Είναι εκείνη η εποχή του χρόνου, ο μήνας που υποτίθεται ότι κάνουμε τον προσωπικό μας απολογισμό για τη χρονιά που φεύγει, σχεδιάζοντας τη χρονιά που σε λίγες μέρες έρχεται. Μόνο που έχουμε από καιρό πάψει να αναφερόμαστε σε επαγγελματικές κατακτήσεις ή προσωπικές κορυφές, η ζωή αξιολογείται μήνα-με-τον-μήνα σε σχέση με το άγχος του να καλύψουμε τις φορολογικές μας υποχρεώσεις.
Φτιάχνουμε μια λίστα σαν τον Άι Βασίλη και την τσεκάρουμε διπλά για να μην αφήσουμε κανένα λογαριασμό παραπονεμένο. Και μπορεί οι γκουρού του ευ ζην να μας ενθαρρύνουν να μάθουμε να ζούμε με λιγότερα, φωνάζοντας ότι less is more – αν μπορούμε ας κάνουμε κι αλλιώς - αλλά αυτή την πρακτική της μικρότερης δυνατής επιβάρυνσης δεν μάθει να την εφαρμόζει το κράτος ποτέ.
Βρίσκεται εκεί, σε όλη του την μεγαλοπρέπεια, με τον ΕΝΦΙΑ, τις δόσεις ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, τα τέλη κυκλοφορίας, τον ΕΦΚΑ, τα ΦΠΑ, τους μισθούς και τα δώρα προς τους άλλους να μας υπενθυμίζουν ότι ζούμε μια ζωή που δεν μας ανήκει ούτε στο ελάχιστο, ότι έχουμε πιστωθεί από ένα κουβά χωρίς πάτο που θα πρέπει αδιαμαρτύρητα να γεμίζουμε. Και κοίτα να δεις που υπάρχει μια διεστραμμένη ικανοποίηση στο να τσεκάρεις κάθε μήνα τα ποσά που έχεις εκ-πληρώσει ενώ επιπλέον ευχαριστείς τα καλά σου άστρα που κατόρθωσες να μείνεις όρθιος και παραγωγικός μέχρι την τελευταία καταβολή: «Βγάλαμε κι αυτό τον μήνα», αναστενάζεις, «έχει ο θεός για τον επόμενο!» Καλή χρονιά και σε σας.
Κάθε φορά που γίνεται λόγος για την ανάπτυξη που θα έρθει με τη μορφή επενδύσεων από έξω προς τα μέσα, η οργή ξεχειλίζει από κάθε πόρο του δέρματός μου και όχι μόνο επειδή το επενδυτικό περιβάλλον είναι εχθρικό προς οποιαδήποτε απόπειρα αλλά επειδή η χώρα είναι καταρχάς εχθρική προς αυτούς που ζουν και προσπαθούν εντός συνόρων. Είναι εχθρική επειδή έχει καταδικάσει τις πιο δημιουργικές ηλικίες να τσεκάρουν αν τους μένουν 99 ευρώ στο τέλος κάθε μήνα να φτιάξουν το κατοστάρικο που θα πρέπει εν συνεχεία να ακουμπήσουν στο κράτος.
Είναι εχθρική επειδή τολμάει να μιλάει για brain drain έχοντας στραγγίξει τους επαγγελματίες της από κάθε ίχνος αξιοπρέπειας στον τρόπο που αυτοί εργάζονται και ανεβαίνουν τα σκαλιά της εξέλιξής τους, ροκανίζοντας τα σκαλοπάτια, φτιάχνοντας ταβάνι ως προς το που μπορείς να φτάσεις, πόσα μπορείς να κερδίσεις καθαρά, πόσα μπορείς να διεκδικήσεις στη δουλειά και στη ζωή σου. Είναι εχθρική επειδή δεν αφήνει χώρο στην πρωτοβουλία – πόση πρωτοβουλία χωράει στο να πρέπει να υπολογίσεις το κράτος-συμμέτοχο πριν πεις το ναι σε κάποιο καινούριο ξεκίνημα; Είναι εχθρική επειδή έχει δαιμονοποιήσει το κέρδος και το ξόδεμα χρημάτων για τον εαυτό σου, γι' αυτά που λαχταράει η ψυχή σου με τρόπο που να αισθάνεσαι ότι δεν επιβιώνεις πια αλλά ότι μπορείς και ζεις.
Είναι εχθρική γιατί δεν μπορείς να μετρήσεις αντίστροφα τις καλές και τις κακές σου στιγμές, δεν μπορείς να λειτουργήσεις αυτοαναφορικά, είναι πολυτέλεια. Μπορείς μόνο να δουλεύεις για το κράτος και καλός πατριώτης είναι αυτός που, αν και άφησε την Ελλάδα για πιο οικονομικά ελεύθερες πολιτείες, εντούτοις φρόντισε να αφήσει πίσω του και φορολογικό αποτύπωμα.
Η χώρα είναι ο Εμπενίζερ Σκρουτζ από το παραμύθι του Ντίκενς, αυτός που απαιτεί να κάνεις διαρκώς ταμείο, ασταμάτητα, ανάλγητα, καθολικά, χωρίς ενοχές. Και πρόκειται για εφιάλτη που μετά από τόσα χρόνια εγκράτειας έχουμε συνηθίσει, ενώ τον βαπτίσαμε πρόσφατα «κανονικότητα». Φοβάμαι πως, για το 2020, το καλό φάντασμα του μέλλοντος που συνετίζει τον ήρωα και τον κάνει να αλλάξει πολιτική, δεν διαφαίνεται πουθενά.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας