Το μετέωρο βήμα της αξιολόγησης στο Δημόσιο

Το μετέωρο βήμα της αξιολόγησης στο Δημόσιο

Του Παναγιώτη Καρκατσούλη*

Ενώ  πολλά γράφονται κι ακόμη περισσότερα συζητιούνται για την αξιολόγηση, η επίπτωσή τους στον εμπλουτισμό της επιστημονικής γνώσης αλλά και της πολιτικής και της διοικητικής πρακτικής είναι ασήμαντη.

Μάλιστα, η πολιτικοποίηση της συζήτησης έχει δημιουργήσει σύγχυση ως προς την κατανόηση των εννοιών, την οριοθέτηση των προβλημάτων και την προτεραιοποίηση των εναλλακτικών λύσεων. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, για πρώτη φορά, έχουμε αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ τα συνδικάτα και η αντιπολίτευση το αρνούνται και ισχυρίζονται ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμη ψευδο-αξιολόγηση.

Η σύγχυση ευνοεί τις επιδιώξεις του ισχυρότερου και, στην  περίπτωσή μας, ο ισχυρός είναι το πελατειακό κράτος. Μαζί μ' αυτό ευνοούνται και όσοι παλαιο- και νεο-πελατοκράτες έχουν ζωτικά συμφέροντα από την ύπαρξή του. Θα έπρεπε, λοιπόν, η αξιολόγηση να αποτελέσει έναν πολιορκητικό κριό ή, έστω, μια απειλή για τις βασικές λειτουργίες του πελατειακού κράτους.  

Βεβαίως, η παρελκυστική συζήτηση που διεξάγεται δεν επιτρέπει, καν, την σωστή διατύπωση του σκοπού της αξιολόγησης. Αυτός, σύμφωνα με την διοικητική επιστήμη και την θεωρία των οργανώσεων, δεν είναι παρά ένας και μοναδικός: Να βελτιώσει την απόδοση της δημόσιας οργάνωσης σε σχέση με τους στόχους που έχει θέσει, δηλαδή, να την κάνει πιο αποτελεσματική και πιο οικονομική. Στη χώρα μας υπάρχει ένα σημαντικό έλλειμμα γνώσης και πληροφόρησης σε σχέση τόσο με την έννοια της αξιολόγησης όσο και με διοικητικές πρακτικές που εφαρμόζονται αλλαχού. Το σημαντικότερο σφάλμα είναι ότι όλες οι αναφορές στην αξιολόγηση γίνονται ωσάν να αφορά μόνο ανθρώπους, ενώ αφορά και δομές και λειτουργίες των δημοσίων υπηρεσιών. Σήμερα, υπάρχουν πολλά εισερχόμενα εν σχέσει με την διασύνδεση δομών-λειτουργιών-ανθρώπων που επιτρέπουν την προσήκουσα αντιμετώπιση της περιπλοκότητας που το ίδιο το πρόβλημα έχει. Η δυσκολία του εγχειρήματος είναι προφανής αλλά, από την άλλη, η καταφυγή σε απλουστευτικές θεωρίες και πρακτικές αξιολόγησης (π.χ. να αξιολογείς θετικά κάποιον που κάνει μια άχρηστη δουλειά ή να τοποθετείς κάποιον που είναι ακατάλληλος σε μια καλά σχεδιασμένη δομή) δεν αποδίδει και διαιωνίζει τα προβλήματα της αναξιοκρατίας και της αναποτελεσματικότητας.  

Στην χώρα μας επιχειρήθηκε, στο πρόσφατο παρελθόν (και μετά από επιμονή των δανειστών), να αξιολογηθούν, εκτός των ανθρώπων, και οι δομές του δημοσίου. Το εγχείρημα απέτυχε, όχι μόνο λόγω της άρνησης των ίδιων των δομών να αξιολογηθούν, αλλά και ένεκα εγγενών προβλημάτων του ελληνικού δημοσίου, όπως είναι οι επικαλύψεις αρμοδιοτήτων. Το έλλειμμα πολιτικής τόλμης που απαιτούνταν για να γίνει αξιολόγηση δομών, αποτέλεσε μια  ακόμη αρνητική παράμετρο.

Ήταν μια από εκείνες τις  στιγμές που το πελατειακό κράτος απέδειξε ότι συγκροτεί ένα ολοκληρωμένο μοντέλο διακυβέρνησης και δεν περιορίζεται στην ανταλλαγή της ψήφου με μια θέση στο δημόσιο, όπως ευρέως έχει επικρατήσει να θεωρείται.  

Σ' αυτό, ακριβώς, το πελατειακό κράτος, οφείλονται οι επιπλέον οργανωσιακές στρεβλώσεις που προστίθενται στις δυσκολίες της αξιολόγησης. Ακόμη κι αν επιχειρούσε κανείς να αξιολογήσει δομές βάζοντας στόχους, η άσκηση θα ήταν άνευ νοήματος, αφού η στοχοθεσία δεν συμβαδίζει με την αυθαίρετη απονομή αρμοδιοτήτων μέσω της κεντρικής νομοθέτησης. Τι σχεδιασμό να κάνει, για παράδειγμα, ένας Δήμος όταν με μονομερή και αναιτιολόγητη απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών μπορεί να του μεταφερθούν μερικές εκατοντάδες άνθρωποι, διαλύοντας κάθε έννοια προγραμματισμού και ορθολογικής διαχείρισης πόρων;

Εν τέλει, η συζήτηση περί μιας αξιολόγησης που αφορά μόνον πρόσωπα  είναι βολική για όλους: Οι συνδικαλιστές είδαν σ' αυτήν έναν καλό λόγο για να τρομοκρατήσουν και να συσπειρώσουν τους δημοσίους υπαλλήλους. Την αφορμή τους την έδωσε μια εσφαλμένη προσέγγιση της αξιολόγησης του ν. 4250/2014, ο οποίος υιοθέτησε το (ανεφάρμοστο, παρ' ημίν) σύστημα της «υποχρεωτικής διασποράς»,που σημαίνει ότι ένα ποσοστό υπαλλήλων είναι by default άχρηστο. Το αποτέλεσμα εκείνης της επιλογής ήταν να συνδεθεί η αξιολόγηση με τις απολύσεις και, μάλιστα, σε ευθεία σχέση: Η μια οδηγεί στην άλλη. Ακόμη και σήμερα, το φόβητρο της απόλυσης εξακολουθεί να λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την αξιολόγηση αλλά και ως άλλοθι για την τρέχουσα ψευδο-αξιολόγηση.

Η ένταξη της αξιολόγησης στο τερραίν της κομματικής αντιπαράθεσης έχει οδηγήσει σε απόλυτο αδιέξοδο όχι μόνο την αξιολόγηση των υπαλλήλων αλλά και τις κρίσεις των προϊσταμένων. Η διοικητική παράλυση που επήλθε ως συνέπεια εξακολουθεί να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί. Με τις εσφαλμένες αυτές επιλογές, έχουμε οδηγηθεί de facto σε μια κατάσταση η οποία υπολείπεται ακόμη και εκείνης που επικρατούσε με το σύστημα της προηγούμενης αξιολόγησης (Ν3839/2010).  

Η συζήτηση για την αξιολόγηση θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλή ευκαιρία για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της διοικητικής μεταρρύθμισης, εάν επικρατούσε μια ρεαλιστική πρόταση αντί των συνθημάτων και των αναθεμάτων. Οι πολλαπλές αστοχίες δεν πρέπει, όμως, να κάμψουν τους ρέκτες της μεταρρύθμισης από το να θέτουν διαρκώς την σωστή ατζέντα που περιλαμβάνει, εν συνόψει, τα τρία αναγκαία για την ελληνική περίπτωση βήματα:

  1. Αποκάθαρση αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών δημοσίων υπηρεσιών.
  2. Σχέδιο δράσης κάθε υπηρεσίας με στόχους που επιμερίζονται στις οργανωτικές μονάδες και, ακολούθως, στα άτομα.
  3. Διαρκής αξιολόγηση δομών και προσώπων με οφέλη για όσους έχουν θετική επίδοση (π.χ. αύξηση κονδυλίων στον προϋπολογισμό, επιβραβεύσεις δομών και υπαλλήλων) και ποινών για όσους υπολείπονται.

Εν κατακλείδι: Η γνώση για την οργάνωση και την εφαρμογή της αξιολόγησης υπάρχει, η επιχειρησιακή δυνατότητα επίσης. Είναι προφανές ότι λείπει η πολιτική βούληση και η συνακόλουθη απόφαση για να γίνει πράξη.   

*Ο Δρ. Π. Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμων δημόσιας διοίκησης, π. Βουλευτής με «το Ποτάμι».