Του Μπάμπη Παπαδημητρίου*
Ευρύτατη είναι η πεποίθηση ότι το μεταναστευτικό είναι το μεγαλύτερο από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Πολλοί, φθάνουν στο σημείο να εκτιμούν ότι τα απανωτά κύματα μεταναστών αποσταθεροποιούν την κυβέρνηση, ενώ άλλοι «χαίρονται» επειδή ο διχασμός αποκαλύπτει «ιδεολογικές» διχόνοιες. Είναι βεβαίως αλήθεια πως δοκιμάζει τα θεμέλια της ανοιχτής κοινωνίας και αναδεικνύει τις αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι άλλωστε πολύ μεγαλύτερο. Το μεταναστευτικό εκδηλώνεται με τη μετακίνηση πληθυσμών από τον Νότο προς τον Βορρά για οικονομικούς λόγους, την κλιματική αλλαγή, τις παρωχημένες θρησκευτικές πρακτικές και τον υπερπληθυσμό.
Πλήττει τα εύπορα κράτη της καπιταλιστικής Δύσης, αφού οι μετανάστες επιδιώκουν τον προσπορισμό εισοδημάτων και επιδομάτων ευρωπαϊκού επιπέδου (το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των ρευμάτων προς τη Βόρεια Αμερική), με τα οποία ελπίζουν να στηρίξουν πολυπληθείς οικογένειες στους τόπους καταγωγής τους. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ότι το μέσο μέσο εισόδημα στη Γερμανία είναι 50.000 δολάρια, όταν στο Αφγανιστάν είναι 500 δολάρια: σχέση 1 προς 100! Συνυπολογίστε τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας, υγείας και παιδείας, και έχετε ένα ασφαλές συμπέρασμα για τα κίνητρα της μετανάστευσης. Ο εμφύλιος στη Λιβύη, τα αυστηρότερα (έναντι των δικών μας) όσο και ομόθυμα μέτρα από πλευράς Ισπανίας και Ιταλίας, η σκοπιμότητες της αμφίσημης πολιτικής της Τουρκίας εξηγούν γιατί, τους τελευταίους μήνες, οι «λαθρέμποροι ψυχών» αξιοποιούν το ελληνικό «μονοπάτι» αυτής της τόσο επικίνδυνης, αλλά ελπιδοφόρας διαδρομής.
Δυστυχώς, από το 2015 μέχρι πρόσφατα το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με ιδεολογικά και όχι πραγματιστικά κριτήρια, με αποτέλεσμα να μετατραπεί το Αιγαίο σε «λεωφόρο» και να επιβαρύνει αφόρητα τα νησιά μας, όταν τα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης έκλεισαν τις πόρτες. Ακόμη χειρότερα, η προηγούμενη κυβέρνηση δέχτηκε να ανταλλάξει την «αποθήκευση» μεταναστών με την ευμενή στάση της «γερμανίζουσας» Κεντρικής Ευρώπης σε πολιτικώς ευαίσθητα (για τον ΣΥΡΙΖΑ) αγκάθια του τρίτου μνημονίου. Η σημερινή κυβέρνηση άργησε να αντιδράσει.
Ομως, το σχέδιο που εφαρμόζεται επιτέλους με συστηματικό τρόπο είναι σωστό. Ανάσχεση με όλα τα μέσα των γεωγραφικών ρευμάτων, αποτροπή των λαθρομετακινήσεων, αυστηρά κριτήρια για τους πρόσφυγες, κατά τον νόμο και τις διεθνείς (και ευρωπαϊκές) προβλέψεις, έλεγχος όσων διαβιούν στα κλειστά κέντρα φιλοξενίας, ταχύ ξεκαθάρισμα και προστασία για τους λιγοστούς πραγματικούς πρόσφυγες, ταχύτερη και μαζική αποπομπή των υπολοίπων. Ολα τούτα υπό δύο προϋποθέσεις: η Ελλάδα δεν θέλει, ούτε έχει τη δυνατότητα να συνεισφέρει στην απορρόφηση των μεταναστών. Χρειάζεται ένα Ευρωπαϊκό Σχέδιο, όπως παραδέχθηκε στην Ελληνική Βουλή ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής κ. Σχοινάς.
Μέχρι τότε, όμως, η χωροθέτηση των Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης θα συνεχίσει να είναι μια πολύ δύσκολη κυβερνητική δουλειά. Είναι αλήθεια ότι τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου θα συνεχίσουν να σηκώνουν σπουδαίο βάρος· χρειάζεται αποτελεσματικότερη διοικητική μέριμνα και πιο γενναιόδωρη χρηματοδότηση των τοπικών κοινωνιών. Με τις ίδιες αρχές πρέπει να οργανωθούν και τα ηπειρωτικά ΚΥΤ. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η μεταφορά μεταναστών από τα νησιά προς άλλο ηπειρωτικό Κέντρο, κατά την κρίση της διοίκησης, για όσον καιρό εξετάζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας τους, ιδίως όσων έχουν «προσφυγικό προφίλ», αγνοήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση, που «πλάσαρε» το επιχείρημα ότι το εμποδίζει η ευρωπαϊκή συμφωνία με την Τουρκία. Αυτό δεν είναι σωστό (Βλ. Μελέτη Αικ. Μανιαδάκη - Αγγ. Ναστούλη, Κέντρο Jean Monet-ΕΚΠΑ, 1/2018).
Η επιστροφή τους στην Τουρκία δεν προϋποθέτει γεωγραφικούς προορισμούς από την άφιξή τους μέχρι την προετοιμασία της επιστροφής τους. Είναι άλλωστε λογικό: η Ελλάδα έχει τη βαριά ευθύνη να διαχειριστεί σωστά το μεταναστευτικό. Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ που βάπτισε (και επιμένει) «ευάλωτο πρόσφυγα» κάθε παράτυπο μετανάστη αδιακρίτως, ενόσω στοίβαζε ανθρώπους μετατρέποντάς τους σε δημόσιο κίνδυνο στα μάτια των κατοίκων, είναι αδιανόητη και πρέπει να ανατραπεί το συντομότερο.
*Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και βουλευτής της ΝΔ
**Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο 25 Ιανουαρίου 2020