Του Γιάννη Μαντζίκου
Το Παγκόσμιο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση, το οποίο καταρτίστηκε υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών και το οποίο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις σε χώρες κυρίως της Κεντρικής Ευρώπης, οδήγησε την κυβέρνηση του Βελγίου σε παραίτηση και στιγματίστηκε από την άρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών να το κυρώσει, θέτει εκτός των άλλων στόχους για ασφαλή και τακτική μεταφορά των εμβασμάτων των μεταναστών.
Εκτιμάται ότι 258 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σήμερα εκτός της χώρας καταγωγής τους. Οι μετανάστες που εγκαταλείπουν το σπίτι τους, είτε από επιλογή είτε από ανάγκη, αποκτούν στις χώρες υποδοχής δεξιότητες, τεχνογνωσία, αλλά και χρήματα πολλές φορές. Το τελευταίο στοιχείο αποτελεί για τους συγγενείς των μεταναστών που μένουν πίσω μια σημαντική πηγή εσόδων, σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα τη μοναδική.
Τα οικονομικά εμβάσματα έχουν αναγνωριστεί ως ένα σημαντικό αναπτυξιακό μέσο που συνδέεται με τη μετανάστευση. Οι ροές χρηματοοικονομικών εμβασμάτων αυξάνονται σταθερά σε όγκο από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα. Το 2017, οι μετανάστες έστειλαν περίπου 466 δισεκατομμύρια δολάρια στις οικογένειές τους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα χρήματα που αποστέλλονται από το εξωτερικό φαίνεται να είναι και αρκετές φορές περισσότερα από τις διεθνείς αναπτυξιακές ενισχύσεις.
Σύμφωνα με το Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (IFAD), περίπου 800 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως υποστηρίζονται άμεσα από εμβάσματα συγγενών και αγαπημένων τους από το εξωτερικό. Τα εμβάσματα βοηθούν ορισμένες οικογένειες να βγουν από τη φτώχεια, βελτιώνουν τις συνθήκες υγείας και διατροφής, αυξάνουν τις ευκαιρίες εκπαίδευσης για τα παιδιά, βελτιώνουν τη στέγαση και τις συνθήκες υγιεινής, προάγουν την επιχειρηματικότητα και μειώνουν την ανισότητα.
Πέντε χώρες «ζουν» από τα εμβάσματα
Για πέντε χώρες, στην πραγματικότητα, τα εμβάσματα από μετανάστες του εξωτερικού αντιστοιχούν στο ένα τέταρτο ή περισσότερο της συνολικής οικονομικής παραγωγής (όπως μετράται από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ή το ΑΕΠ). Το Νεπάλ έλαβε εμβάσματα περίπου 6,6 δισ. δολαρίων, που ισοδυναμούν με το 31,3% του ΑΕΠ του, σύμφωνα με ανάλυση του Pew Research Center από τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2016. Το Κιργιστάν, επίσης στην Κεντρική Ασία, έλαβε περίπου 2 δισ. δολάρια σε εμβάσματα, αντίστοιχο με το 30,4% του ΑΕΠ, το γειτονικό Τατζικιστάν έλαβε περίπου 1,9 δισ. δολάρια (ίσο με 26,9% του ΑΕΠ). Τα εμβάσματα από το εξωτερικό ισοδυναμούσαν με περισσότερο από το ένα τέταρτο του ΑΕΠ για την Αϊτή και τη Λιβερία, ενώ σε άλλες εννέα χώρες αντιστοιχούσαν μεταξύ 15% και 25% του ΑΕΠ.
Ανά ήπειρο
Τα εμβάσματα στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού ανέκαμψαν κατά 5,8% φθάνοντας τα 130 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017, αντιστρέφοντας την πτώση 2,6% που σημειώθηκε το 2016. Η αποστολή εμβασμάτων προς τις Φιλιππίνες αυξήθηκε κατά 5,3% το 2017, στα 32,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι ροές προς την Ινδονησία αυξήθηκαν κατά 1,2% και έφτασαν τα 9 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017, αντιστρέφοντας την απότομη πτώση του προηγούμενου έτους. Τα εμβάσματα προς χώρες της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας αυξήθηκαν 21% στα 48 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017, έπειτα από τρία συνεχή χρόνια πτώσης. Κύριοι λόγοι εκτιμάται πως είναι οι ισχυρότερες προοπτικές ανάπτυξης και απασχόλησης στη ζώνη του ευρώ, όπως εκτιμά η Παγκόσμια Τράπεζα.
Αν και επίσημα στοιχεία για το 2018 δεν έχουν γίνει ακόμα διαθέσιμα, τα εμβάσματα αναμένεται να διαμορφωθούν τελικά στο 6%, στα 51 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα εμβάσματα που μεταφέρθηκαν στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική αυξήθηκαν κατά 8,7% το 2017, φθάνοντας σε ρεκόρ ύψους σχεδόν 80 δισ. δολαρίων. Κύριοι παράγοντες για την αύξηση είναι η ισχυρότερη ανάπτυξη στις Ηνωμένες Πολιτείες και η αυστηρότερη επιβολή κανόνων μετανάστευσης, που οδήγησαν τους μετανάστες να κάνουν εξοικονόμηση χρημάτων εν αναμονή της βραχύτερης παραμονής στη χώρα. Η αύξηση των εμβασμάτων ήταν ισχυρή στο Μεξικό (6,6%), στο Ελ Σαλβαδόρ (9,7%), στην Κολομβία (15%), στη Γουατεμάλα (14,3), στην Ονδούρα (12%) και στη Νικαράγουα (10%). Το 2018, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν κατά 4,3% στα 83 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα εμβάσματα προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική αυξήθηκαν κατά 9,3%, στα 53 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017, λόγω ισχυρών ροών προς την Αίγυπτο, ανταποκρινόμενα στις πιο σταθερές προσδοκίες των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Τα εμβάσματα στη Νότια Ασία αυξήθηκαν κατά 5,8% στα 117 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017. Οι αποστολές προς την Ινδία σημείωσαν έντονη άνοδο κατά 9,9% στα 69 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017, αντιστρέφοντας την απότομη πτώση. Οι μεταφορές προς την υποσαχάρια Αφρική επιταχύνθηκαν κατά 11,4% στα 38 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017, με τη στήριξη της βελτίωσης της οικονομικής ανάπτυξης στις προηγμένες οικονομίες και των υψηλότερων τιμών του πετρελαίου. Οι μεγαλύτεροι αποδέκτες εμβασμάτων ήταν η Νιγηρία (21,9 δισ. δολάρια), η Σενεγάλη (2,2 δισ. δολάρια) και η Γκάνα (2,2 δισ. δολάρια).
«Η σκοτεινή πλευρά»
Υπάρχει όμως και η σκοτεινή πλευρά των εμβασμάτων, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση ώς σήμερα τη Σομαλία, μια χώρα-«φάντασμα» ουσιαστικά από το 1991, όποτε και ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος που μαίνεται ώς σήμερα. Μετά την 9/11, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε μια ακόμα λίστα με ονόματα χρηματοδοτών τρομοκρατικών οργανώσεων, στην οποία περιλαμβάνονται και εκείνα δύο χρηματοδοτικών δικτύων που τροφοδοτούν τις οργανώσεις αυτές χωρίς να χρησιμοποιούν το τραπεζικό σύστημα. Τα χρηματοδοτικά δίκτυα, γνωστά ως «χουαβάλα», κατηγορούνταν από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ότι βοηθούσαν την Αλ Κάιντα του Οσάμα Μπιν Λάντεν να μεταφέρει ποσά, για να χρηματοδοτήσει τρομοκρατικές ενέργειες. Σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές, οι πράκτορες αυτοί ήταν οι μεταφορείς χρημάτων και η κύρια πηγή χρηματοδότησης των υπηρεσιών πληροφοριών του Μπιν Λάντεν.
Τα δίκτυα των «χουαβάλα» λειτουργούν με βάση την εμπιστοσύνη: ένας Ινδός ή ένας Σομαλός, για παράδειγμα, που θέλει να στείλει χρήματα στην οικογένειά του από τις Ηνωμένες πολιτείες ή την Ευρώπη δίνει τα χρήματα αυτά σε έναν «χουαβάλα» της περιοχής του, ο οποίος αναλαμβάνει να εκτελέσει τη συναλλαγή και κόβει και απόδειξη. To διασημότερο αυτών των δικτύων την εποχή ακμής της Αλ Κάιντα υπήρξε η Μπαρακάτ, η οποία έφτασε να έχει 40 γραφεία ανά τον πλανήτη άλλα οδηγήθηκε σε κλείσιμο από τις Αμερικανικές αρχές. Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια στο στόχαστρο των αρχών βρίσκονται ιδιαίτερα οι εταιρείες μεταφοράς εμβασμάτων, στις οποίες έχει τεθεί αυστηροποιημένο πλαίσιο λειτουργίας καθώς θεωρούνται «ύποπτες» για χρήματα που χρησιμοποίησε το «Ισλαμικό κράτος» και άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις.